A+ A A-
Τάνια Μπαταλαμά

Τάνια Μπαταλαμά

Η Τάνια Μπαταλαμά είναι απόφοιτος του τμήματος ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος ψυχολόγου.
Έκανε τη μετεκπαίδευσή της στην Αυστραλία και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος (master) σεξολογίας από το πανεπιστήμιο Curtin University of Technology που εδρεύει στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας. Το 2007 το πανεπιστήμιο είχε τιμηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Σεξουαλικής Υγείας με το "Βραβείο Υπεροχής & Καινοτομίας στη Σεξουαλική Εκπαίδευση". Ήταν η πρώτη φορά που το διεθνές αυτό βραβείο αναγνωρισμένου κύρους απονεμήθηκε σε πανεπιστήμιο.

Πλήρη Βιογραφικό Σημείωμα

email icon1 tania@sex-therapy.gr 

URL Ιστότοπου: http://www.sex-therapy.gr

Αυνανισμός

Ο όρος αυνανισμός ή αυτοϊκανοποίηση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αυτοδιέγερση των γεννητικών οργάνων ενός ατόμου με στόχο τη σεξουαλική ευχαρίστηση.

Οι άνθρωποι αυνανίζονται για διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι η ευχαρίστηση της διέγερσης και του οργασμού, ενώ ο λόγος που αναφέρεται πιο συχνά είναι η ανακούφιση της σεξουαλικής έντασης. Ο αυνανισμός είναι επίσης χρήσιμος ως μέσο αυτο-εξερεύνησης. Κάποιοι σεξολόγοι προτείνουν τον αυνανισμό στους εφήβους ως τρόπο για να απαλλαγούν από την ένταση και να εξοικειωθούν με τα σεξουαλικά τους όργανα. Πράγματι, οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν πολλά για τη σεξουαλική τους απόκριση μέσω του αυνανισμού. Η αυτοδιέγερση είναι συχνά χρήσιμη για τις γυναίκες που μαθαίνουν να βιώνουν οργασμό και για τους άνδρες που πειραματίζονται με τα μοτίβα της σεξουαλικής τους απόκρισης για να αυξήσουν τον έλεγχο εκσπερμάτισης. Τέλος, μερικοί άνθρωποι βρίσκουν ότι ο αυνανισμός τους βοηθά να κοιμηθούν πιο εύκολα τη νύχτα, επειδή τα ίδια γενικευμένα αισθήματα χαλάρωσης που συχνά ακολουθούν μια σεξουαλική συνάντηση μπορούν επίσης να συνοδεύσουν την αυτοϊκανοποίηση.

Μερικές φορές η ικανοποίηση από μια εμπειρία αυνανισμού μπορεί να είναι μεγαλύτερη από μια διαπροσωπική σεξουαλική συνάντηση. Επίσης, μερικοί άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι η ανεξάρτητη σεξουαλική απελευθέρωση που προσφέρει ο αυνανισμός μπορεί να τους βοηθήσει να πάρουν καλύτερες αποφάσεις σχετικά με τη σεξουαλική σύνδεσή τους με άλλα άτομα. Επιπλέον, μέσα σε μια σχέση ο αυνανισμός αποτελεί μια επιλογή για τα άτομα των οποίων οι σύντροφοι έχουν μικρότερο σεξουαλικό ενδιαφέρον από τους ίδιους. Τέλος, ο αυνανισμός μπορεί να είναι και μια εμπειρία που τη μοιράζονται οι σύντροφοι.

Μια κοινή ανησυχία των ανθρώπων για τον αυνανισμό είναι μήπως το «παρακάνουν». Ακόμα και σε γραπτά όπου ο αυνανισμός θεωρείται φυσιολογικός, η «υπερβολική» αυτοϊκανοποίηση συχνά παρουσιάζεται ως μη υγιής. Σπάνια ορίζεται πόσο ακριβώς είναι το «υπερβολικό». Αν ένα άτομο αυνανίζεται τόσο πολύ που επηρεάζονται άλλοι τομείς της ζωής του, ίσως να υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση ο αυνανισμός είναι μάλλον σύμπτωμα ή ένδειξη κάποιου υποβόσκοντος προβλήματος παρά πρόβλημα από μόνος του. Για παράδειγμα, κάποιος που βιώνει έντονο συναισθηματικό άγχος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον αυνανισμό ως μέθοδο για να απαλλαγεί από την ανησυχία του ή να αυτοπαρηγορηθεί. Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι το έντονο συναισθηματικό άγχος, όχι ο αυνανισμός.

Οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες, παντρεμένοι και ανύπαντροι, αυτοϊκανοποιούνται περιστασιακά. Οι γυναίκες τείνουν να αυνανίζονται περισσότερο μετά την ηλικία των είκοσι παρά όταν είναι έφηβες. Η αιτία για αυτό μπορεί να είναι η αυξημένη ερωτική αποκριτικότητα τους, οι ευκαιρίες για μάθηση σχετικά με τη δυνατότητα αυτοδιέγερσης μέσω του σεξουαλικού παιχνιδιού με ένα σύντροφο, και η μείωση των σεξουαλικών ενδοιασμών. Ο αυνανισμός συχνά θεωρείται ανάρμοστος όταν ένα άτομο έχει σεξουαλικό σύντροφο ή είναι παντρεμένο. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι δε θα έπρεπε να επιδίδονται σε σεξουαλικές δραστηριότητες που αποκλείουν τους συντρόφους τους, ή ότι η βίωση σεξουαλικής απόλαυσης μέσω του αυνανισμού στερεί την ευχαρίστηση από τους συντρόφους τους. Άλλοι λανθασμένα ερμηνεύουν την επιθυμία του συντρόφου τους για αυνανισμό ως σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά στη σχέση τους. Αλλά εκτός αν παρεμβαίνει στην αμοιβαία απολαυστική σεξουαλική οικειότητα της σχέσης, ο αυνανισμός μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό κομμάτι του σεξουαλικού ρεπερτορίου του κάθε συντρόφου. Είναι συνηθισμένο για τους ανθρώπους να συνεχίζουν να αυνανίζονται αφού παντρευτούν. Στην πραγματικότητα, τα άτομα που επιδίδονται σε σεξουαλικές δραστηριότητες με τους συντρόφους τους πιο συχνά από άλλα άτομα, επίσης αυνανίζονται πιο συχνά. Επιπλέον, σύμφωνα με διάφορες έρευνες, οι παντρεμένες γυναίκες που έρχονται σε οργασμό μέσω του αυνανισμού βιώνουν μεγαλύτερη συζυγική και σεξουαλική ικανοποίηση συγκριτικά με τις γυναίκες που δεν αυτοϊκανοποιούνται

Μεγέθυνση πέους

Η ανησυχία των ανδρών για το μέγεθος του πέους τους έχει συμβάλλει στην πρόσφατη θεαματική αύξηση της πλαστικής χειρουργικής που ασχολείται με τη μεγέθυνση αυτού του μέρους του σώματος. Η φαλλοπλαστική ή μεγέθυνση πέους περιλαμβάνει επιμήκυνση του πέους, αύξηση της διαμέτρου του ή συνδυασμό και των δύο. Για να αυξήσει το μήκος, ο χειρούργος κάνει μια τομή στη βάση του πέους και κόβει τους συνδέσμους που ενώνουν τη ρίζα του πέους με το πυελικό οστό (λεκάνη). Αυτό επιτρέπει στο τμήμα του πέους που φυσιολογικά βρίσκεται μέσα στο σώμα να βρεθεί στο εξωτερικό του σώματος, αυξάνοντας το ορατό μήκος του 2,5 εκατοστά ή και παραπάνω. Επιπλέον πυκνότητα ή διάμετρος μπορεί να προστεθεί από εμβόλιμους ιστούς ή με ενέσεις λίπους το οποίο αφαιρείται με λιποαναρρόφηση από άλλες περιοχές του σώματος, συνήθως την κοιλιά.

Αν και ουσιαστικά δεν υπάρχουν αξιόπιστες κλινικές μελέτες σχετικά με τη μεγέθυνση του πέους μέχρι σήμερα, αρκετές ανέκδοτες αναφορές υποδεικνύουν ότι τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών σπάνια είναι εντυπωσιακά και μπορούν να είναι ανησυχητικά, παραμορφωτικά ή ακόμη και επικίνδυνα. Η χειρουργική επέμβαση που αποκόβει τους συνδέσμους μπορεί να οδηγήσει σε κάποια απώλεια αίσθησης, σχηματισμό ουλών, και διαφορετική γωνία στύσης (το πέος μπορεί να στοχεύει προς τα κάτω αντί προς τα πάνω). Μερικές φορές ο ιστός που έχει ουλές επανασυνδέει τους κομμένους συνδέσμους στο πυελικό οστό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάκληση του πέους μέσα στην κοιλότητα του σώματος απ’ ότι πριν την εγχείριση. Τμήματα του ενέσιμου λίπους συχνά απορρίπτονται από το σώμα κι αυτό μπορεί να αφήσει το πέος με μία άμορφη ή κακοσχηματισμένη εμφάνιση. Πολλοί άνδρες που έχουν υποβληθεί σε αυτές τις διαδικασίες έχουν αναφέρει ότι τα αποτελέσματα τους απογοήτευσαν και τους άφησαν ανικανοποίητους.

Οι άνδρες που επιλέγουν να μεγεθύνουν το πέος τους συχνά έχουν πέη που δε θα θεωρούνταν μικρά με οποιαδήποτε κριτήρια. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την αύξηση αυτού του είδους της πλαστικής χειρουργικής, αποδεικνύει πόσο διαδεδομένες είναι οι ανησυχίες των ανδρών για το αν τα πέη τους είναι αποδεκτά. Οποιοσδήποτε σκέφτεται να υποβληθεί σ’ αυτή την εν δυνάμει επικίνδυνη ή παραμορφωτική διαδικασία θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός. Προς το παρόν υπάρχουν λίγα καλά στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της.

Επιπλέον, διαφημίσεις για κρέμες και χάπια μεγέθυνσης πέους έχουν εμφανιστεί σε ανδρικά περιοδικά και μαζική αλληλογραφία (e-mail spam). Αυτά τα υποτιθέμενα μεγεθυντικά πέους γενικά αποτελούνται από μείγματα βοτάνων και αφροδισιακά, όπως η γιοχιμπίνη. Αν και αυτά τα προϊόντα μπορούν ίσως να αυξήσουν τη ροή του αίματος μέσω αγγειοδιαστολής των φλεβών, και άρα να ενισχύσουν τη στύση, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία ότι αυξάνουν το μέγεθος του πέους.

Πολλαπλοί οργασμοί

Ο όρος πολλαπλοί οργασμοί αναφέρεται στο να έχει ένα άτομο περισσότερες από μία οργασμικές εμπειρίες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά στα δύο φύλα όσον αφορά αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι ασυνήθιστο για μια γυναίκα να έχει αρκετούς διαδοχικούς οργασμούς, που χρονικά απέχουν πολύ λίγο ο ένας από τον άλλον –ίσως μόνο λίγα δευτερόλεπτα-. Σε αντίθεση, η χρονική απόσταση των ανδρικών οργασμών συνήθως είναι μεγαλύτερη.

Αρχικά μπορεί να φανεί ότι η ικανότητα για πολλαπλούς οργασμούς περιορίζεται σε μία μικρή μειονότητα των γυναικών (14-16%). Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν ότι αν μία γυναίκα που είναι ικανή να έχει τακτικά οργασμούς ερεθιστεί κατάλληλα σύντομα μετά την πρώτη κορύφωσή της, τις περισσότερες φορές θα μπορέσει να βιώσει και δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, και ίσως πέμπτο και έκτο οργασμό πριν κορεστεί πλήρως.

Επομένως βλέπουμε ότι οι περισσότερες γυναίκες έχουν την ικανότητα για πολλαπλούς οργασμούς αλλά καθώς φαίνεται μόνο μια μικρή μερίδα του γυναικείου πληθυσμού τους βιώνουν όντως. Η εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στο γεγονός ότι οι έρευνες αναφέρονται κυρίως στα ποσοστά οργασμού που βιώνονται κατά τη συνουσία. Για πολλούς λόγους –ένας εκ των οποίων είναι η τάση των ανδρών να σταματούν μόλις φτάσουν σε οργασμό- οι γυναίκες συνήθως σταματούν το σεξ μετά τον αρχική τους κορύφωση. Σε αντίθεση, οι γυναίκες που αυτοϊκανοποιούνται και αυτές που συνδέονται σεξουαλικά με άλλες γυναίκες είναι πολύ πιο πιθανό να προχωρήσουν σε περαιτέρω οργασμούς μετά τον αρχικό τους.

Όλα αυτά δε σημαίνουν φυσικά ότι όλες οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν πολλαπλούς οργασμούς. Πολλές γυναίκες προτιμούν σεξουαλικές εμπειρίες στις οποίες έχουν έναν οργασμό ή ίσως και κανέναν.

Οι πολλαπλοί οργασμοί, όπως προαναφέρθηκε, είναι λιγότερο συνηθισμένοι μεταξύ των ανδρών. Συνήθως αναφέρονται από πολύ νέους άνδρες και η συχνότητά τους μειώνεται με την ηλικία. Ωστόσο, ίσως οι περισσότεροι άνδρες να είναι περισσότερο ικανοί για πολλαπλούς οργασμούς απ’ ότι συνειδητοποιούν. Πολλοί έχουνε μάθει –μέσα από χρόνια αυνανισμού- να τελειώνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί. Αυτή η κατάσταση δεν ενθαρρύνει τον έφηβο να συνεχίσει να πειραματίζεται μετά τον αρχικό οργασμό. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι μερικοί άνδρες μπορούν όντως να βιώσουν πολλαπλούς οργασμούς, δηλαδή δύο ή περισσότερους οργασμούς με ή χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς ή με μικρή απώλεια στύσης κατά τη διάρκεια μίας σεξουαλικής συνάντησης. Τα μοτίβα των ανδρών ποικίλουν. Μερικοί άνδρες εκσπερματώνουν με τον πρώτο οργασμό και ακολουθούν μερικοί πιο «στεγνοί» οργασμοί. Άλλοι έχουν αρκετούς οργασμούς χωρίς εκσπερμάτιση και ακολουθεί ένας τελευταίος οργασμός με εκσπερμάτιση. Άλλοι αναφέρουν διαφορετικά σενάρια.

Επομένως, οι πολλαπλοί οργασμοί μπορούν να θεωρηθούν όχι ως απώτερος στόχος που με κάθε τρόπο πρέπει να επιτευχθεί αλλά ως πιθανή περιοχή για εξερεύνηση. Μια χαλαρή προσέγγιση σ’ αυτή τη δυνατότητα μπορεί να δώσει στους άνδρες και τις γυναίκες την ευκαιρία να βιώσουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι του φάσματος των σεξουαλικών τους δυνατοτήτων.

Το σημείο Τζι (G)

Αρκετές μελέτες αναφέρουν ότι μερικές γυναίκες μπορούν να βιώσουν οργασμό όταν μια περιοχή του κόλπου ερεθιστεί έντονα. Αυτή η περιοχή έχει ονομαστεί σημείο Γκράφενμπεργκ (Grafenberg) ή σημείο Τζι (G) προς τιμήν του Ernest Grafenberg, του γυναικολόγου που παρατήρησε πρώτος την ερωτική σημασία αυτής της περιοχής. Υποστηρίζεται ότι το «σημείο» Τζι δεν είναι ένα σημείο που μπορεί να αγγιχτεί από την άκρη ενός δαχτύλου, αλλά μάλλον είναι μια αρκετά μεγάλη περιοχή που αποτελείται από το χαμηλότερο πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου, την ουρήθρα και τους γύρω αδένες. Βρίσκεται περίπου ένα εκατοστό κάτω από την επιφάνεια του δέρματος και στο 1/3 ή περίπου στα μισά της απόστασης από το άνοιγμα του κόλπου.

Το σημείο Τζι μπορεί να εντοπιστεί με τη συστηματική ψηλάφηση ολόκληρου του πρόσθιου τοιχώματος του κόλπου ανάμεσα στο οπίσθιο τμήμα του ηβικού οστού και τον τράχηλο. Συνήθως χρειάζονται δύο δάχτυλα και συχνά είναι απαραίτητο να ασκηθεί βαθιά πίεση μέσα στον ιστό για να βρεθεί το σημείο. Αυτή η εξερεύνηση μπορεί να γίνει είτε από το σύντροφο της γυναίκας είτε από την ίδια τη γυναίκα.

Ίσως το πιο καταπληκτικό πράγμα για τους οργασμούς που προκύπτουν από το σημείο Τζι είναι ότι μερικές φορές συνοδεύονται από έκχυση υγρών από το άνοιγμα της ουρήθρας. Η έρευνα δείχνει ότι η πηγή αυτού του υγρού μπορεί να είναι μια περιοχή που ισοδυναμεί με τον ανδρικό προστάτη. Οι αγωγοί αυτής της περιοχής αδειάζουν απευθείας στην ουρήθρα. Σε μερικές γυναίκες, οι οργασμοί του σημείου Τζι οδηγούν το υγρό να σπρωχθεί με δύναμη μέσω αυτών των αγωγών έξω από την ουρήθρα. Λαμβάνοντας υπόψη την ομόλογη φύση του ιστού του σημείου Τζι και του ανδρικού προστάτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα υγρά αυτά είναι παρόμοια με τα συστατικά του προστάτη που περιέχονται στο ανδρικό σπερματικό υγρό. Πράγματι, έρευνες στις οποίες έγινε χημική ανάλυση των γυναικείων υγρών κατέδειξαν ότι περιείχαν υψηλά επίπεδα ενός ενζύμου που είναι χαρακτηριστικό συστατικό του ανδρικού σπέρματος και προέρχεται από τον προστάτη. Επίσης, μερικές γυναίκες αναφέρουν ότι το υγρό έχει ήπια μυρωδιά σπέρματος. Ωστόσο, άλλες έρευνες υποδεικνύουν ότι το υγρό είναι χημικά πιο κοντά στα ούρα παρά στο σπέρμα.

Αν και η ύπαρξη οργασμών από το σημείο Τζι έχει αναφερθεί με αρκετό βαθμό αξιοπιστίας, το φαινόμενο δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως κατανοητό.

Τα είδη του γυναικείου οργασμού

Αν και η φυσιολογία του γυναικείου οργασμού είναι σχετικώς καλά κατανοητή, στην κουλτούρα μας έχει επικρατήσει αρκετή παραπληροφόρηση για τη φύση του. Ο Φρόιντ ανέπτυξε μια θεωρία για την αντίθεση κολπικού/κλειτοριδικού οργασμού που έχει επηρεάσει αρνητικά τον τρόπο σκέψης πολλών ανθρώπων για τη γυναικεία σεξουαλική ανταπόκριση. Ο Φρόιντ θεωρούσε ότι ο κολπικός οργασμός είναι πιο ώριμος από τον κλειτοριδικό και άρα προτιμότερος. Η φυσιολογική βάση αυτής της θεωρίας ήταν η υπόθεση ότι η κλειτορίδα είναι ένα υποανάπτυκτο πέος. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι ερωτικές αισθήσεις, η διέγερση, και ο οργασμός που προκύπτουν από άμεσο ερεθισμό της κλειτορίδας ήταν εκφράσεις «ανδρικής» παρά «γυναικείας» σεξουαλικότητας. Δυστυχώς, αυτή η θεωρία οδήγησε πολλές γυναίκες να πιστεύουν, λανθασμένα, ότι δεν ήταν καλά προσαρμοσμένες σεξουαλικά. Η γνώση μας πάνω στην εμβρυολογία έχει σήμερα αποδείξει την πλαστότητα της θεωρίας ότι η κλειτορίδα είναι ανδρικό όργανο.

Σε αντίθεση με τη θεωρία του Φρόιντ, η έρευνα των Μάστερς και Τζόνσον υποδεικνύει ότι υπάρχει ένα είδος οργασμού στις γυναίκες, με βάση τη φυσιολογία, ανεξάρτητα από τον τρόπο ερεθισμού. Οι περισσότεροι γυναικείοι οργασμοί προκύπτουν από άμεσο ή έμμεσο ερεθισμό της κλειτορίδας. Ωστόσο, οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν οργασμό και μέσω μόνο της φαντασίωσης, κατά τη διάρκεια του ύπνου ή από ερεθισμό άλλων περιοχών του σώματος όπως οι θηλές ή το σημείο G (Τζι).

Ερωτογενείς ζώνες

Ο άνθρωπος διεγείρεται σεξουαλικά από διάφορες πηγές˙ η πιο συχνή είναι ο ερεθισμός διάφορων επιφανειών του δέρματος. Οι νευρικές απολήξεις που ανταποκρίνονται στο άγγιγμα διανέμονται άνισα στο σώμα και γι’ αυτό το λόγο ορισμένες περιοχές είναι πιο ευαίσθητες από άλλες. Οι περιοχές που ανταποκρίνονται περισσότερο στον απτικό ερεθισμό είναι γνωστές ως ερωτογενείς ζώνες. Αυτές διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς.

Πρωτογενείς είναι οι ζώνες που περιέχουν μεγάλη συγκέντρωση νευρικών απολήξεων και περιλαμβάνουν τα γεννητικά όργανα, τα οπίσθια, ο πρωκτός, το περίνεο, τα στήθη (ιδιαίτερα οι θηλές), το εσωτερικό των μωρών, οι μασχάλες, ο αφαλός, ο λαιμός, τα αυτιά (ιδιαίτερα οι λοβοί) και το στόμα (τα χείλη, η γλώσσα και ολόκληρη η στοματική κοιλότητα). Ωστόσο, απλώς και μόνο επειδή μια περιοχή είναι ερωτογενής ζώνη αυτό δε σημαίνει ότι ο ερεθισμός της θα προκαλέσει σεξουαλική διέγερση στο σύντροφο. Αυτό που είναι ερεθιστικό για ένα άτομο μπορεί να είναι αδιάφορο –ή ακόμα και ενοχλητικό- για κάποιο άλλο.

Οι δευτερογενείς ερωτογενείς ζώνες περιλαμβάνουν όλο το υπόλοιπο σώμα και είναι οι περιοχές που έχουν αποκτήσει ερωτική σημασία επειδή ερεθίζονται στα πλαίσια της ερωτικής πράξης. Για παράδειγμα, αν μία γυναίκα χαϊδεύει την πλάτη του συντρόφου της κάθε φορά που κάνουν σεξ, αυτή η περιοχή μπορεί να μετατραπεί σε ερωτογενή ζώνη.

Οι συνέπειες της έκτρωσης στη γυναικεία σεξουαλικότητα

Περίπου 42 εκατομμύρια εκτρώσεις λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στον κόσμο. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό εκτρώσεων στην Ευρώπη. Εκτιμάται ότι στη χώρα μας διεξάγονται τουλάχιστον 150000 εκτρώσεις το χρόνο.

Δεδομένης της έκτασης του φαινομένου, καλό θα ήταν οι γυναίκες που σκέφτονται να κάνουν έκτρωση, να γνωρίζουν τις συνέπειές της στη γυναικεία σεξουαλικότητα και στις σχέσεις των γυναικών με το σύντροφό τους.

Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, αρκετές μελέτες υποδηλώνουν ότι η έκτρωση επηρεάζει αρνητικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τις στενές τους σχέσεις.

Σύμφωνα με μία μελέτη που έγινε στο Σικάγο το 2009, οι γυναίκες που είχανε κάνει έκτρωση είχανε 112% περισσότερες πιθανότητες να μη βιώσουν οργασμό σε σχέση με τις γυναίκες που δεν είχαν ανάλογη εμπειρία. Οι πρώτες ήταν επίσης 182% πιο πιθανό να υποφέρουν από άγχος κατά τη διάρκεια της συνουσίας και 117% πιο πιθανό να αισθανθούν ότι οι σύντροφοί τους ήταν απρόθυμοι να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί τους.

Βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις αναφέρουν ότι οι γυναίκες με εμπειρία έκτρωσης είναι πιο πιθανό να βιώσουν διάφορες σεξουαλικές δυσλειτουργίες σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν έχουν ποτέ διακόψει σκόπιμα μια εγκυμοσύνη. Τέτοιες δυσλειτουργίες περιλαμβάνουν: μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, μειωμένη ικανότητα σεξουαλικής διέγερσης, οργασμικές δυσκολίες, καθώς και έλλειψη κολπικής λίπανσης συνοδευόμενη από πόνο κατά τη διάρκεια της συνουσίας.

Τέλος, αρκετές έρευνες υποστηρίζουν ότι η έκτρωση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις των γυναικών με το σύντροφό τους, είτε άμεσα –όταν για παράδειγμα το ζευγάρι διαφωνεί σχετικά με την επιθυμητή έκβαση της εγκυμοσύνης- είτε έμμεσα –επιδεινώνοντας λόγου χάρη ήδη υπάρχοντα προβλήματα.

Ωστόσο πολλές έρευνες καταδεικνύουν ότι η έκτρωση δεν επηρεάζει αρνητικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τις ερωτικές τους σχέσεις όσον αφορά τη λίμπιντο, τη συχνότητα της συνουσίας, τη σεξουαλική ικανοποίηση και τα ποσοστά διακοπής της σχέσης. Για παράδειγμα, μία σουηδική μελέτη έδειξε ότι οι συμμετέχουσες απολάμβαναν παρόμοια επίπεδα σεξουαλικής ικανοποίησης στη σχέση τους ανεξάρτητα από το αν είχαν κάνει έκτρωση ή όχι.

Η έρευνα στο πεδίο της έκτρωσης παρουσιάζει έμφυτες δυσκολίες (όπως υψηλά ποσοστά μη συμμετοχής, και παραποίηση της αλήθειας εξαιτίας του ευαίσθητου θέματος). Γι’ αυτό το λόγο κάθε εύρημα πρέπει να ερμηνεύεται πολύ προσεχτικά.    

Ωστόσο, με βάση τα μέχρι στιγμής υπάρχοντα στοιχεία δεν έχει αποδειχτεί αιτιώδης σχέση μεταξύ της έκτρωσης και της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας και/ή των προβλημάτων στις ερωτικές τους σχέσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι φανερό ότι ένα ποσοστό των γυναικών με εμπειρία έκτρωσης βιώνουν σεξουαλικές δυσκολίες μετά τη διακοπή. Για αυτές τις γυναίκες η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμη.

Διαταραχή της Σεξουαλικής Διέγερσης στη Γυναίκα

   Η διαταραχή σεξουαλικής διέγερσης στη γυναίκα ορίζεται ως η επίμονη ή επαναλαμβανόμενη αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης επαρκούς ύγρανσης-αγγειοδιαστολής των γεννητικών οργάνων ως απόκριση σε σεξουαλικό ερεθισμό, μέχρι την ολοκλήρωση της σεξουαλικής δραστηριότητας. Ωστόσο, πολλά στοιχεία δείχνουν ότι η φυσιολογική-σωματική απόκριση πολλές φορές δε συμπίπτει με την υποκειμενική εμπειρία. Η υποκειμενική εμπειρία σεξουαλικής διέγερσης των γυναικών φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στη γενικότερη εκτίμηση της κατάστασης παρά στις σωματικές τους αντιδράσεις. Επομένως, για να γίνει η διάγνωση της διαταραχής της σεξουαλικής διέγερσης ρόλο παίζει και η υποκειμενική διέγερση. Στην περίπτωση που αυτή απουσιάζει, τα σωματικά σημάδια της διέγερσης (π.χ. κολπική ύγρανση, φούσκωμα της κλειτορίδας και των χειλιών του αιδοίου) μπορεί να είναι παρόντα αλλά τα αισθήματα σεξουαλικής ευχαρίστησης απουσιάζουν ή είναι μειωμένα σε σημαντικό βαθμό. Επιπλέον, για να γίνει η διάγνωση, το πρόβλημα πρέπει να προκαλεί σημαντική προσωπική δυσφορία και/ή διαπροσωπικές δυσκολίες.

     Όταν δεν υπάρχουν γεννητικές αλλαγές αλλά ούτε και αναγνώριση οποιασδήποτε υποκειμενικής διέγερσης ως απόκριση σε οποιοδήποτε είδος σεξουαλικού ερεθισμού, πρόκειται για συνδυασμένη διαταραχή διέγερσης που ορίζεται ως απουσία ή σημαντικά ελαττωμένα αισθήματα σεξουαλικής διέγερσης (σεξουαλική έξαψης και σεξουαλική ευχαρίστησης), από οποιοδήποτε είδος σεξουαλικού ερεθισμού καθώς και παράπονα απουσίας ή ελαττωμένη γεννητική σεξουαλική διέγερση (φούσκωμα του αιδοίου, ύγρανση). Μερικές γυναίκες αρνούνται οποιαδήποτε υποκειμενικής διέγερση αλλά αναγνωρίζουν κάποια αντανακλαστική ύγρανση και φούσκωμα στα γεννητικά όργανα. Σε αυτή την περίπτωση, η διάγνωση είναι διαταραχή της υποκειμενικής σεξουαλικής διέγερσης (απουσία ή σημαντικά ελαττωμένα αισθήματα σεξουαλικής διέγερσης (σεξουαλική έξαψη και σεξουαλική ευχαρίστηση) από οποιοδήποτε είδος σεξουαλικού ερεθισμού. Κολπική ύγρανση ή άλλες ενδείξεις σωματικής απόκρισης εξακολουθούν να συμβαίνουν). Βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει και το γενικότερο πλαίσιο, όπως η γενικότερη ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας, καθώς και η ποιότητα της σχέσης με τον ερωτικό της σύντροφο.

     Εκτιμάται ότι η διαταραχή σεξουαλικής διέγερσης επηρεάζει περίπου το 7-10% του γυναικείου πληθυσμού.

Διαταραχή του Οργασμού στη Γυναίκα

Η διαταραχή του οργασμού στη γυναίκα ορίζεται ως η απουσία, επίμονη ή επαναλαμβανόμενη καθυστέρηση και/ή μειωμένη ένταση οργασμού μετά από μια φυσιολογική φάση σεξουαλικής διέγερσης (παρά την υψηλή υποκειμενική διέγερση από οποιουδήποτε τύπου ερεθισμό). Η ενόχληση προκαλεί σημαντική προσωπική δυσφορία ή διαπροσωπικές δυσκολίες.

     Η διαταραχή χαρακτηρίζεται ισόβιου τύπου όταν η γυναίκα αντιμετωπίζει τη δυσκολία από την αρχή της σεξουαλικής της ζωής (π.χ. δεν έχει βιώσει ποτέ οργασμό με κανένα σύντροφο) και επίκτητου τύπου όταν το πρόβλημα εμφανίστηκε μετά από μια περίοδο ομαλής σεξουαλικής λειτουργίας (π.χ. μια γυναίκα, ενώ βίωνε πάντα οργασμό με το σύζυγό της, ξαφνικά δεν έρχεται ποτέ σε οργασμό). Επίσης, μια γυναίκα παρουσιάζει διαταραχή οργασμού γενικευμένου τύπου όταν δε βιώνει οργασμό ποτέ, με κανένα σύντροφο και με κανένα είδος ερεθισμού (ούτε με σεξουαλική δραστηριότητα, ούτε με αυνανισμό), ενώ στον τύπο κατάστασης οι γυναίκες βιώνουν οργασμό μόνο σε ορισμένα πλαίσια, με ορισμένου τύπου σεξουαλική δραστηριότητα ή με ορισμένους συντρόφους. Στη διαταραχή οργασμού τύπου κατάστασης, η γυναίκα είναι συνήθως οργασμική όταν αυτοϊκανοποιείται αλλά όχι όταν την ερεθίζει ο σύντροφός της (μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίστροφο).

     Τα προβλήματα οργασμού είναι η δεύτερη πιο συχνή σεξουαλική δυσκολία των γυναικών, επηρεάζοντας ίσως έως και το 24% των γυναικών.

     Οι περισσότεροι σεξολόγοι/σεξουαλικοί θεραπευτές πιστεύουν ότι οι γυναίκες που απολαμβάνουν τη συνουσία και βιώνουν οργασμό με κάποιο τρόπο εκτός από τη συνουσία δεν έχουν σεξουαλικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερες γυναίκες βιώνουν οργασμό μέσω της αυτοϊκανοποίησης, του ερεθισμού με το χέρι από το σύντροφό τους, και το στοματικό σεξ παρά κατά τη διάρκεια της συνουσίας. Για πολλές γυναίκες ο ερεθισμός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της συνουσίας είναι απλώς λιγότερο αποτελεσματικός απ’ ότι ο απευθείας ερεθισμός της κλειτοριδικής περιοχής με το χέρι ή το στόμα. Ωστόσο, με την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση, αν το επιθυμούν, οι περισσότερες γυναίκες μπορούν να μάθουν να βιώνουν οργασμό και μέσω της συνουσίας.

Κολεόσπασμος

Ο κολεόσπασμος ορίζεται ως επαναλαμβανόμενες ή επίμονες ακούσιες συσπάσεις των μυών που περιβάλλουν την είσοδο του γυναικείου κόλπου, καθιστώντας την εισχώρηση του πέους στον κόλπο αδύνατη και/ή επώδυνη και προκαλώντας σημαντική προσωπική δυσφορία. Αυτό το ακούσιο κολπικό αντανακλαστικό μπορεί να πυροδοτηθεί από απόπειρες συνουσίας με την είσοδο ή προσέγγιση του πέους στον κόλπο και/ή με την προσέγγιση άλλων αντικειμένων όπως ταμπόν, το δάχτυλο ενός γυναικολόγου (κατά τη διάρκεια μιας κολπικής εξέτασης) ή και τα δάχτυλα της ίδιας της γυναίκας. Μπορεί επίσης να υπάρχουν σχετιζόμενοι σπασμοί και σε άλλες μυϊκές ομάδες του σώματος ή δυσκολία στην αναπνοή. Συχνά υπάρχει φοβική αποφυγή της διείσδυσης και προσδοκία/φόβος πόνου. Γενικά, όταν η απόπειρα συνουσίας (ή εισχώρησης αντικειμένου στον κόλπο) έχει σταματήσει, οι μύες χαλαρώνουν και επιστρέφουν στη φυσιολογική τους κατάσταση. Είναι σημαντικό για τις γυναίκες και τους συντρόφους τους να γνωρίζουν ότι η συνουσία, η χρήση ταμπόν και οι κολπικές εξετάσεις δε θα έπρεπε να δημιουργούν σωματική ενόχληση. Αν προκαλούν, είναι απαραίτητο να ερευνηθούν τα αίτια της ενόχλησης.

     Ο κολεόσπασμος χαρακτηρίζεται ως ισόβιου τύπου όταν μια γυναίκα δεν έχει μπορέσει ποτέ, σε καμία στιγμή, να βιώσει ανώδυνη συνουσία εξαιτίας των σπασμών των μυών που περιβάλλουν την είσοδο του κόλπου. Η κατάσταση του κολεόσπασμου γίνεται εμφανής κατά τη διάρκεια αρχικών αποπειρών σεξουαλικής διείσδυσης ή γυναικολογικής εξέτασης και συνεχίζει να επιμένει. Ο κολεόσπασμος επίκτητου τύπου διαγιγνώσκεται όταν μια γυναίκα που προηγουμένως απολάμβανε τη συνουσία χωρίς πόνο αναπτύσσει την κατάσταση του κολεόσπασμου αργότερα, πιθανώς μετά από κάποιο τραύμα ή χειρουργική επέμβαση. Δεν μπορεί πια να προβεί σε ανώδυνη συνουσία, αν και τα σωματικά προβλήματα έχουν επιλυθεί.  

     Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, αν και μια γυναίκα που υποφέρει από κολεόσπασμο μπορεί να μάθει να εμποδίζει τις συσπάσεις, δεν επιθυμεί συνειδητά την πρόκλησή τους. Στην πραγματικότητα, η σκόπιμη προσπάθεια να ξεπεραστεί το πρόβλημα με το να πραγματοποιηθεί συνουσία παρά τον πόνο μπορεί να έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, συμβάλλοντας σε ένα φαύλο κύκλο που επιδεινώνει τον κολεόσπασμο.

     Εξαιτίας της ντροπής και της μυστικότητας που περιβάλλει την κατάσταση του κολεόσπασμου πολλές γυναίκες διστάζουν να αναζητήσουν θεραπεία. Επομένως, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των γυναικών που υποφέρουν από το συγκεκριμένο πρόβλημα. Ωστόσο, ακόμα και με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες γυναικών σε όλο τον κόσμο παρουσιάζουν κολεόσπασμο κάποια στιγμή στη ζωή τους.

     Τυπικά συναισθήματα των γυναικών με κολεόσπασμο είναι: μοναξιά, αίσθηση απομόνωσης, ντροπή, αμηχανία, θλίψη, αίσθηση αποτυχίας, σύγχυση, δυσφορία, κατάθλιψη, ενοχές, φόβος, αίσθημα πίεσης. Ο σύντροφος μπορεί να νιώθει συμπόνια, απελπισία, θυμό, αμφιβολία, απόρριψη και απομάκρυνση.  

     Το σεξουαλικό ρεπερτόριο των γυναικών που υποφέρουν από κολεόσπασμο ποικίλει από πολύ περιορισμένο έως πολύ εκτεταμένο. Μερικές γυναίκες είναι σεξουαλικά απαντητικές και οργασμικές με στοματικό ή με το χέρι ερεθισμό, ενώ άλλες δυσκολεύονται να βιώσουν επιθυμία και διέγερση. Επειδή πολλά ετεροφυλόφιλα ζευγάρια θεωρούν τη συνουσία πολύ σημαντικό συστατικό της σεξουαλικής τους σχέσης, ο κολεόσπασμος τυπικά προκαλεί μεγάλη δυσφορία, ακόμα κι αν το ζευγάρι επιδίδεται και σε σεξουαλικές δραστηριότητες άλλου είδους.

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS