Please update your Flash Player to view content.
Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου

email icon1 dixatzi@gmail.com 

URL Ιστότοπου:

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 09

Ο Φάνης φαινόταν «μαγκωμένος» στη συμπεριφορά του ως προς τη Σοφία.
Εκείνη από την άλλη, του φερόταν σα να μην είχε ζήσει ποτέ το βράδυ του πάρτι. Δεν είχε διάθεση ν' ασχοληθεί με στενάχωρα πράγματα. Ο έρωτας της για τον Αλέξη έκανε να μοιάζουν όλα τα υπόλοιπα μηδαμινά, ασήμαντα.
Την Τετάρτη το βράδυ η Σοφία δειπνούσε με τον Αλέξη σ' ένα γραφικό ταβερνάκι στην Άνω Πόλη, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ο Φάνης ακουγόταν αναστατωμένος.
-Είχα επικοινωνία με τα σύνορα. Συνέλαβαν το Σπύρο!
Τα νέα την ξάφνιασαν. Η στιγμή αυτή, παρ' ό,τι ήλπιζε να φτάσει, της έμοιαζε πολύ μακρινή. Τώρα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα γεγονότα με απόλυτη προσοχή. Η υπόθεση δεν άφηνε πια περιθώρια για λάθη.
-Έγινε κάτι σοβαρό; ρώτησε ο Αλέξης όταν η επικοινωνία με τον Φάνη τερματίστηκε.
-Έγινε κάτι που περίμενα καιρό, είπε η Σοφία.
Η βόλτα τους έπρεπε να τελειώσει εκεί. Η Σοφία, όσο ερωτευμένη ήταν με τον Αλέξη, άλλο τόσο ήταν και με τη δουλειά της. Προτεραιότητα σ' αυτή τη φάση είχε η δικαίωση του θύματος με την εύρεση του δολοφόνου και την τιμωρία του.
Η Σοφία επέστρεψε σπίτι γεμάτη αγωνία που θα συναντούσε επιτέλους τον περιβόητο Σπύρο. Ήθελε να του κάνει κάποιες ανακριτικές ερωτήσεις και με την προετοιμασία τους πέρασε σχεδόν όλο της το βράδυ. Από την άλλη, ο Αλέξης το πέρασε σκεπτόμενος πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν οι γυναίκες είχαν παραμείνει στο σπίτι και δεν έβγαιναν στην αγορά εργασίας...

***
Την επόμενη μέρα η Σοφία εμφανίστηκε στο γραφείο νωρίτερα από την έναρξη της βάρδιας της. Εκεί συνάντησε το Φάνη που έδειχνε το ίδιο ανήσυχος μ' εκείνη, πράγμα που την ξάφνιασε αφού αλλιώς την είχε συνηθίσει.
-Σε λίγο θα τον φέρουν, της είπε κοιτώντας την μέσα στα μάτια.
Έμοιαζε να θέλει να της περάσει κάποιο μήνυμα. Σα να ήλπιζε να μαντέψει αυτό που εκείνος δίσταζε να πει με λόγια.
-Ετοίμασα κάποιες ερωτήσεις, αποκρίθηκε η Σοφία και έτεινε προς το μέρος του το χαρτί όπου τις είχε γράψει.
-Ωραία!
-Εσύ σκέφτηκες τι θα τον ρωτήσεις;
-Όχι. Είμαι σίγουρος πως οι δικές σου θα με καλύψουν απολύτως.
Ήταν ολοφάνερο πως ο Φάνης είχε αφήσει σπίτι τον ανταγωνιστικό εαυτό του.
Η Σοφία τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Τι παράξενος άνθρωπος!», σκέφτηκε.
Ο Πέτρος μπήκε στο γραφείο.
-Παιδιά, ήρθε ο Φωτίδης.
Η Σοφία πετάχτηκε όρθια προδίδοντας την αγωνία της. Βγήκε πρώτη και ο Φάνης την ακολούθησε.
Η αίθουσα των ανακρίσεων χωριζόταν σε δυο δωμάτια με ένα φιμέ τζάμι ανάμεσά τους. Στο μικρότερο δωμάτιο υπήρχε ένα τετράγωνο τραπέζι και τέσσερις καρέκλες. Σε μία από αυτές είχε καθίσει ο Σπύρος και περίμενε.
Η Σοφία μπορούσε να τον παρατηρεί μέσα από το τζάμι με άνεση αφού εκείνος δεν είχε τη δυνατότητα να τη δει. Της φαινόταν χαλαρός έτσι όπως καθόταν με τα πόδια ανοιχτά και το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω.
Είχε έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και έκανε νόημα στο Φάνη.
-Εγώ θα μείνω με τον Πέτρο, της είπε εκείνος.
-Γιατί; ρώτησε έντονα η Σοφία.
-Ας μην τον τρομάξουμε. Ίσως είναι πιο εύκολο ν' ανοιχτεί σ' ένα άτομο και πόσο μάλλον σε μια γυναίκα.
Ο Πέτρος συμφώνησε μαζί του.
Η Σοφία ήθελε να παραπονεθεί.
«Και θα μ' αφήσεις μόνη;», σκέφτηκε.
Δεν είπε τίποτα όμως. Έπρεπε να τελέσει το καθήκον της.
Ο Σπύρος ήταν εκεί αγνοώντας την ύπαρξη της. Σε λίγο η προηγούμενη πρόταση δε θ' ανταποκρινόταν πια στην πραγματικότητα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, πήρε μια βαθιά αναπνοή και άνοιξε την πόρτα...

***
Ο Σπύρος κάρφωσε το διαπεραστικό γαλανό βλέμμα του πάνω του κι η Σοφία αισθάνθηκε έναν έντονο ηλεκτρισμό. Η δουλειά που είχε επιλέξει απαιτούσε πολλές φορές ν' αναδείξει το υποκριτικό της ταλέντο. Έβαλε τα δυνατά της για να καλύψει μ' επιτυχία αυτήν την μικρή αναστάτωση που ένιωθε μέσα της. Συνειδητοποιούσε την ίδια στιγμή πως κάποιος την είχε πείσει πως ο άνθρωπος που είχε απέναντί της ήταν δολοφόνος. Μέσα της ήδη τον είχε καταδικάσει.
Κάθισε απέναντι του διατηρώντας μια εκνευριστική ψυχραιμία. Του συστήθηκε ενώ εκείνος συνέχιζε να την κοιτά με τον ίδιο τρόπο. Η Σοφία μπορούσε να διακρίνει στο βλέμμα του μια ανεπαίσθητη ειρωνεία.
Η τελευταία της σκέψη πριν ξεκινήσει τις ερωτήσεις της ήταν πως από κοντά δεν ήταν τόσο όμορφος όσο στο πορτρέτο. Τα χαρακτηριστικά του δεν είχαν την ίδια γοητεία, το ίδιο μυστήριο αλλά έμοιαζαν σκληρά και άκαμπτα.
Η Σοφία προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Τον ρώτησε για την Άννα.
Η ανέκφραστη μάσκα του έσπασε. Ο Σπύρος προς μεγάλη της έκπληξη ήταν πρόθυμος να μιλήσει.
-Τη γνώρισα σ' ένα κλαμπ. Ήταν με τις φίλες της κι εγώ με κάποιους γνωστούς.
Μου άρεσε και την πλησίασα.
(Η προφορά του σε κάποιες λέξεις σ' έκαναν ν' αναρωτιέσαι αν είναι από ξένη χώρα, όμως μιλούσε σωστά την ελληνική γλώσσα. Η Σοφία βέβαια, γνώριζε πια ότι ήταν από την Αλβανία.)
-Ε, εντάξει, δυο μήνες τα' χαμε κι αυτό είναι όλο.
-Δυο μήνες μέχρι να βρεθεί νεκρή;
-Όχι φυσικά. Είχαμε χωρίσει σχεδόν δυο βδομάδες πιο πριν.
-Α, χωρίσατε; Γιατί;
-Ντάξει, ήταν καλό κορίτσι αλλά... Ε, δεν κάναμε και σχέση για να παντρευτούμε.
-Εσύ ήθελες να χωρίσετε;
-Ναι, εγώ!
-Μάλιστα! Αλήθεια, η Άννα γνώριζε για την καταγωγή σου;
Σ' αυτήν την ερώτηση της φάνηκε πως ο Σπύρος κοκκίνισε ελαφρά.
-Ντάξει, δεν της είχα πει την αλήθεια. Δεν της είχα πει τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι τ' όνομα μου είναι Σπύρος.
-Σπύρος Φωτίδης, ε; Ενώ το πραγματικό σου όνομα είναι Γιοβάν Αζινί; Σωστά;
Ο νεαρός έγνεψε «ναι».
-Είναι Γιοβάν Αζινί; επέμεινε εκείνη.
-Ναιαι, της απάντησε κάπως νευρικά.
-Με τη Μαρίνα, ποια ήταν η σχέση σας; Τη συμπαθούσες;
-Ποια Μαρίνα; Το ζαβό; Ε, συγγνώμη αλλά το κορίτσι έχει μεγάλο πρόβλημα. Κολλιτσίδα μας είχε γίνει.
-Δεν τη συμπαθούσες δηλαδή.
-Τι να συμπαθήσω από αυτή; Πολύ ζηλιάρα! Δεν πιστεύω να σας το παίζει η θλιμμένη φίλη της Άννας;
-Δεν ήταν φίλες;
-Τέτοιους φίλους να τους βράσω. Αυτή τη ζήλευε την Άννα. Πολύ, σας λέω. Στο τέλος, μαλώσανε άσχημα. Κάτι για τους πατεράδες τους. Δε θυμάμαι για τι ακριβώς.
Ε, η άλλη είχε σκυλιάσει που γούσταρα την Άννα και δεν άντεξε τελικά.
-Τι σημαίνει αυτό; Ότι σε ήθελε κι η Μαρίνα;
-Α, καλά, σίγουρα! Το έλεγε κι η Άννα. Ήταν φως φανάρι. Όλο μου τριβόταν.
-Κι εσύ;
-Εγώ δεν τη γούσταρα καθόλου. Για μεγάλη ψωνάρα , μιλάμε. Μένει στο Πανόραμα και νομίζει πως είναι κάποια, ο στούμπος.
-Έχεις πάει σπίτι της;
-Όχι, βέβαια. Τι δουλειά έχω στο σπίτι της; Απλά ξέρω ότι μένει εκεί γιατί το έλεγε συνέχεια. «Εμείς στο Πανόραμα, αυτό ...» κι «εμείς στο Πανόραμα, το άλλο...».
Η επόμενη ερώτηση της Σοφίας αφορούσε τις απειλές και τη μαχαιριά που είχε ισχυριστεί η Μαρίνα πως της είχε κάνει ο Σπύρος. Σ' αυτό το σημείο έπρεπε να 'ναι πολύ προσεκτική. Η αντίδραση του ίσως της έδινε τις απαντήσεις που ζητούσε.
-Από πότε έχεις να δεις τη Μαρίνα;
Σούφρωσε τα χείλη του.
-Ε, τώρα για τη Μαρίνα θα μιλάμε;
-Απάντησε μου σε παρακαλώ. Για να σε ρωτώ, σημαίνει πως είναι σημαντικό για την έρευνα.
-Ε, καλά τότε. Δε θυμάμαι πότε την είδα τελευταία φορά. Κάποια στιγμή τη συνάντησα τυχαία στο δρόμο αλλά σίγουρα ήταν πριν τη δολοφονία.
-Είχες χωρίσει με την Άννα;
-Ναι, πρέπει να 'χα χωρίσει αλλά εκείνη δε νομίζω να το ήξερε. Και 'γω δεν της το 'πα.
-Γιατί;
-Ε, γιατί αν το 'λεγα, θα μ' έπρηζε. Και 'γω δεν τη γούσταρα καθόλου.
-Ναι, αυτό το ξαναείπες.
-Ε, αφού είναι η αλήθεια. Τι να πω;
-Μετά από αυτήν την τυχαία συνάντηση στο δρόμο, δεν είχες καμιά επαφή μαζί της; Ούτε τηλεφωνική;
-Με τη Μαρίνα; Όχι. Ούτε το τηλέφωνο της δεν έχω.
-Δεν το έχεις;
-Όχι φυσικά. Η αλήθεια μου το 'χε δώσει αλλά μετά που 'γιναν όλα αυτά και τσακωθήκαν μεταξύ τους, η Άννα μου είπε «σβήσ' το» και το έκανα.
-Η Μαρίνα υποστήριξε ότι δέχτηκε απειλές μετά τη δολοφονία.
Ο Σπύρος δεν αντέδρασε.
-Από ποιον; είπε μονάχα και η Σοφία δε μπόρεσε να διακρίνει ταραχή στη φωνή του.
-Από εσένα!, απάντησε ανυπομονώντας για ένα σημάδι.
Ο Σπύρος σχεδόν αναπήδησε στο κάθισμά του.
-Τι είπε η πουτάνα;
-Σε παρακαλώ να εκφράζεσαι κοσμιότερα.
-Ε, μα τρελαίνομαι τώρα. Πού την είδα εγώ μετά τη δολοφονία για να την απειλήσω κιόλας;
-Καλύτερα να ηρεμήσεις και να σκεφτείς. Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο αν είναι ψέματα;
-Ε, γιατί; Γιατί μερικές γυναίκες είναι τόσο κομπλεξικές και δεν αντέχουν να τις απορρίψει ένας άνδρας. Χα, ώστε έτσι είπε, ε; Ως πού θα φτάσει επιτέλους αυτή;
Η Σοφία δεν τόλμησε ν' αναφερθεί στη μαχαιριά. Φοβόταν πως ο Σπύρος θα γινόταν έξαλλος και ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν άσχημα.
Δεν ήταν παράλογη η αιτιολογία του, όμως η Μαρίνα θα έφτανε στο σημείο να ψευδομαρτυρήσει μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί που δεν την ήθελε; Κι η μαχαιριά; Η κατηγορία ήταν πολύ βαριά άσχετα αν το τραύμα έμοιαζε περισσότερο με γρατσουνιά.
Τι είχε συμβεί τελικά; Δεν είχε έρθει ο καιρός για να το μάθει η Σοφία. Ο Σπύρος ήταν κλειδί αλλά δεν άνοιγε την πόρτα που οδηγούσε στη λύση του μυστηρίου.
Η Σοφία επεξεργαζόταν τα δεδομένα και προσπαθούσε να συνδέσει σωστά τους κρίκους της αλυσίδας.

***

Ο Σπύρος ή Γιοβάν, όπως ήταν πραγματικά τ' όνομά του, προφυλακίστηκε αφού δεν είχε τ' απαραίτητα έγγραφα για την παραμονή του στην Ελλάδα αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πως μ' έναν Σκοπιανό έκλεβαν αυτοκίνητα και τα πουλούσαν για ανταλλακτικά. Ένα από αυτά ήταν και το μαύρο Γκολφ που είχε δει η Μαρίνα, αν και, όπως φάνηκε από την έρευνα, είχε «μπερδέψει» τις ημερομηνίες.
Η Σοφία συζήτησε με τον Φάνη όλα όσα είχε κουβεντιάσει με τον Σπύρο. Κι οι δυο, παρ' ότι κανείς τους δεν το ομολόγησε, είχαν πειστεί πως δεν ήταν ο Σπύρος ο δολοφόνος. Βέβαια τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους δεν ήταν αρκετά για να τον αποκλείσουν από τη λίστα των υπόπτων, όμως το ένστικτο κι η εμπειρία τους τούς ψιθύριζαν πως δεν ήταν αυτός το πρόσωπο που αναζητούσαν.
Η μοναδική αυτόπτης μάρτυς, η πόρνη που βρέθηκε τυχαία στο δάσος την ώρα της διάπραξης ενός από τους φόνους κλήθηκε για να γίνει η αναγνώριση.
Την οδήγησαν στο Σπύρο και μέσα από το ειδικό τζάμι όπου δε μπορούσε να την δει, έγινε όλη η διαδικασία. Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί, η γυναίκα ήταν κατηγορηματική.
-Αποκλείεται! Εκείνος ήταν μεγαλόσωμος. Γεροδεμένος. Τι είναι αυτό το παιδαρέλι; Αυτόν, άνεμος να φυσήξει, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει.
-Είστε σίγουρη; επέμεινε ο Φάνης.
-Ε, τι να σας πω; Να με γέλασε το σκοτάδι; Εγώ αλλιώς τον θυμάμαι. Μπα, δεν είναι αυτός. Δε νομίζω. Και τι μαλλιά είναι αυτά; Είπαμε ότι τα μαλλιά του φάνηκαν ανοιχτόχρωμα αλλά όχι και τόσο. Αυτός που μου δείξατε έχει πιο πολλά άσπρα κι από τη φουκαριάρα τη μάνα μου.
Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά και δεν την είχαν αγχώσει, η Σοφία θα ξεσπούσε σε γέλια μέχρι δακρύων. Η γυναίκα που είχαν μπροστά τους, με τη μοναδικά εμφάνιση και τον τρόπο που μιλούσε, θύμιζε καρτούν.
-Κυρία μου, τα μαλλιά αλλάζουν πολύ εύκολα. Εμάς ο σωματότυπος μας ενδιαφέρει. Εσείς ισχυρίζεστε πως είδατε το δολοφόνο από πίσω. Είστε σίγουρη, λοιπόν, πως δεν πρόκειται για το ίδιο άτομο, σωστά;
-Ε, τι να σας πω, κυρ αστυνόμε μου; Εγώ έτσι νομίζω. Τώρα, εσείς αποφασίζετε.
Ο Φάνης και η Σοφία αλληλοκοιτάχτηκαν.
-Αν σας χρειαστούμε ξανά, θα σας καλέσουμε. Ευχαριστούμε για τη βοήθεια!
Η Σοφία συνόδεψε τη γυναίκα μέχρι την έξοδο.
-Μανούλα μου, σα θηλυκό προς θηλυκό σου το λέω, εκείνος που είδα εγώ μου φάνηκε ωραίο παλικάρι. Μην ψάχνετε όπου να 'ναι και χάνεται τον καιρό σας, της ψιθύρισε κλείνοντας της συνθηματικά το μάτι και την αποχαιρέτισε.
Η Σοφία επέστρεψε στο γραφείο προβληματισμένη.
-Πόσο χρονών είναι αυτή; ρώτησε ο Φάνης.
-Σαραντάρα, απάντησε η Σοφία αδιάφορα.
-Βασανισμένη. Δείχνει πολύ μεγαλύτερη. Κι αυτό τα ρούχα; Δε μπορεί να ντύνεται καλύτερα τη μέρα; Τι ροζ φούστα, τι σκισμένο καλσόν!
-Φάνη, δεν το πιστεύω ότι κάθεσαι κι ασχολείσαι με το τι φοράει μια πόρνη. Το θέμα είναι άλλο.
-Ότι δεν έχουμε υποψήφιο δολοφόνο!
-Ακριβώς! Και ξέρεις κάτι; Αν δεν ήταν τόσο βαριές οι περιπτώσεις, θα υποπτευόμουν τη Μαρίνα. Έκανε πολλά σφάλματα αυτό το κορίτσι.
-Κι αν είχε συνεργό;
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Όχι, όχι Σοφία, δεν πιστεύω ότι έχει σχέση η Μαρίνα. Άνθρωπος που μπόρεσε να σχεδιάσει και να διαπράξει ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα, δε θα έπεφτε σε τόσο προφανή λάθη. Θα το είχε μελετήσει καλά. Εμένα μου φαίνεται πως ο Γιοβάν έχει δίκιο. Μάλλον για να τον εκδικηθεί, είπε όλα αυτά και τελικά, παγιδεύτηκε στα ίδια της τα λόγια.
-Ξέρεις κάτι, Φάνη;
Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.
«Τι;» , έγνεψε με μια κίνηση του κεφαλιού ο Φάνης.
-Συμφωνώ μαζί σου!, αποκρίθηκε η Σοφία.

***
-Αγχωμένο μού φαίνεσαι, μωρό μου. Όλα καλά με τη δουλειά;
Η Σοφία κούνησε καταφατικά το κεφάλι κι ο Αλέξης τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.
-Το απόλαυσες;
Η Σοφία επανέλαβε την ίδια κίνηση.
-Στα μουγκά θα τη βγάλουμε;
Η Σοφία χαμογέλασε κι έκανε ξανά επίτηδες την ίδια κίνηση.
Ο Αλέξης την κοίταξε με βλέμμα ερωτευμένο και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Σ' αγαπώ, της ψιθύρισε.
Την ίδια ώρα που χιλιάδες όμορφα συναισθήματα πλημμύριζαν το εσωτερικό της Σοφίας, ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου και 'κείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι για ν' απαντήσει.
-Αχ, έλα , μαμά , εσύ είσαι; Τίποτα! Νόμιζα πως θα 'ταν από τη δουλειά...
Ο Αλέξης την παρατηρούσε καθώς ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι της. Ήταν όσο όμορφη! Το γυμνό της σώμα φαινόταν αψεγάδιαστο! Ήταν αδύνατη, όμως είχε καμπύλες. Καμία σχέση με τη Λένα που ήταν υπερβολικά λεπτή και το σώμα της έμοιαζε άδειο, μονοκόμματο.
«Ναι, η Σοφία μπορεί να 'ναι πιο κοντή αλλά έχει ωραιότερο σώμα από τη Λένα. Η Λένα! Τι θα κάνω με τη Λένα; Πρέπει να λάβει τέλος αυτή η ιστορία. Πρέπει να της το πω».

***
-Θέλω να βρεθούμε απόψε. Πρέπει να μιλήσουμε.
Ο τόνος της φωνής του στο τηλέφωνο ήταν σοβαρότερος από άλλες φορές, όμως η Λένα δεν το πρόσεξε. Εκείνη είχε ήδη ενθουσιαστεί με την ιδέα της εξόδου κι έκανε στο μυαλό της σχέδια για ένα αξέχαστο βράδυ.
-Θα πάρω κιόλας να κλείσω τραπέζι στο αγαπημένο μας εστιατόριο στο Φιλίππειο. Έχουμε καιρό να πάμε. Θα σ' ενημερώσω.
Ο Αλέξης δεν είχε το κουράγιο να της χαλάσει χατίρι, αν και του φαινόταν πολύ επίσημο το μέρος για μια ανακοίνωση χωρισμού.
Πώς να της έλεγε αυτό που είχε στο μυαλό του τόσον καιρό πάνω από ένα γκουρμέ πιάτο; Πώς να ξεστόμιζε τη λέξη «τελειώσαμε» κρατώντας ένα κρυστάλλινο ποτήρι με ακριβό κρασί; Και πως θ' αντιδρούσε η Λένα μέσα σ' όλη αυτή την χλιδή; Τελικά, ίσως το συγκεκριμένο μέρος αποδεικνυόταν ιδανικό! Μόνο πολιτισμένα μπορούσε να φανταστεί τη Λένα να φέρεται σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Σα να την άκουγε να προφέρει αργά και θλιμμένα: «Εντάξει, Αλέξη, αφού έτσι θες... Εις υγείαν» και έτεινε το ποτήρι της προς το μέρος του για να πιουν στην καινούρια τους ζωή.
Πριν ολοκληρωθεί το «όραμα» του, η Λένα τον καλούσε στο κινητό.
-Στις 9 θα 'μαι έτοιμη. Θα σε περιμένω. Σ' αγαπώ. Γεια!
Δεν του άφησε περιθώριο να πει κουβέντα.
Κι αν έβρισκε το ελεύθερο να μιλήσει, θα ομολογούσε πως τίποτα από αυτά που άκουσε δεν εξυπηρετούσε τα «θέλω» του.
Πρώτα απ' όλα, δεν του άρεζε η επιλογή της ώρας. Το «9» του φαινόταν πολύ αργά. Το «θα σε περιμένω» σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει να την πάρει από το σπίτι αλλά και να την επιστρέψει. Πράγμα πολύ κακό! Δε θα ήταν καλύτερα να συναντιόνταν στο εστιατόριο στις 8; Να τελείωναν νωρίτερα κι ο καθένας να επέστρεφε μόνος παρέα με τον πόνο του και τις σκέψεις του. Επίσης, αυτό το «σ' αγαπώ» δεν του έδινε το θάρρος που ζητούσε απεγνωσμένα. Και τέλος, το «γεια» δε μπορούσε έτσι απλά και μαγικά να γίνει «αντίο» και να γλιτώσει ο Αλέξης από το να βρεθεί στη δύσκολη θέση!
Τίποτα δεν έμοιαζε βολικό... όμως η συνείδησή του τον μάλωνε:
«Αλέξη, πρέπει να το τελειώνεις».
Γιατί η συνείδησή του ήθελε να' ναι καθαρή!

***
Δεν του άρεζε καθόλου που αναγκαζόταν να πει ψέματα στη Σοφία, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση ήταν μονόδρομος. Ήταν αδύνατο να της εμφανίσει από το πουθενά μια «νυν» που απόψε θα γινόταν «πρώην». Έπρεπε να της είχε εξηγήσει από την αρχή, αλλά αφού δεν το είχε κάνει τώρα δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Στις 9 βρισκόταν έξω από το σπίτι της Λένας, ενώ η Σοφία που βασιζόταν στην ειλικρίνειά του, πίστευε ότι μετά τη δουλειά, θα πήγαινε σπίτι για να κοιμηθεί νωρίς.
Ήταν αγχωμένος και προσπαθούσε να το καταπολεμήσει με βαθιές αναπνοές όση ώρα βρισκόταν στο αυτοκίνητο. Όταν πάρκαρε και πριν ειδοποιήσει τη Λένα να κατέβει, τηλεφώνησε στη Σοφία και της είπε πως ετοιμαζόταν ν' αράξει στον καναπέ και να δει μια ταινία μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Η Σοφία τον καληνύχτισε γλυκά κι ο Αλέξης ένιωσε τις ενοχές να φουντώνουν μέσα του.
Όταν η Λένα έκανε την εμφάνισή της, ο Αλέξης φάνηκε ν' αποσυντονίζεται. Η ανδρική φύση παραμένει ισχυρή σε οποιαδήποτε περίπτωση κι η Λένα ήταν πειρασμός μέσα στο μαύρο κοντό φόρεμα που αγκάλιαζε ιδανικά το κορμί της.
Ήταν πολύ όμορφη κι αυτό τον χαλάρωσε για λίγο και τον έκανε ν' αστειευτεί με τον εαυτό του: « Ε ρε και να ήμουνα μαχαραγιάς και να' χα το χαρέμι μου!».
Η Λένα μπήκε στο αυτοκίνητο κι η ατμόσφαιρα πλημμύρισε με το μεθυστικό άρωμά της. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί από τη θέση του συνοδηγού. Ο Αλέξης προσπάθησε να δείξει ψυχρότητα για να την προϊδεάσει, όμως εκείνη δε φάνηκε να το πρόσεξε ούτε αυτή τη φορά. Άρχισε να μιλά για την νέα δουλειά που είχε προκύψει και με την οποία ήταν πολύ ενθουσιασμένη.
Η ευδιαθεσία της συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του δείπνου. Μάλιστα, σ' αυτήν ήρθε να προστεθεί και ο θαυμασμός των σερβιτόρων που δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω της.
Ο Αλέξης είχε αρχίσει να αισθάνεται «σα βλάκας». Πώς έπρεπε να φερθεί; Ν' άρχιζε τις ζήλιες; Αυτό ήταν παράλογο! Αποφάσισε να συγκεντρωθεί στο στόχο του και αγνόησε όσα γίνονταν γύρω του.
Δεν ήξερε πως ν' αρχίσει. Όσα είχε σχεδιάσει, έμοιαζε αδύνατο να υλοποιηθούν.
Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβγαιναν από το στόμα του οι επιθυμητές λέξεις, αγχωνόταν ολοένα και περισσότερο. Αισθανόταν έντονη εφίδρωση στις παλάμες των χεριών του κι ένα ελαφρύ τρέμουλο των ποδιών κάτω από το τραπέζι.
Απορούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο δειλός ήταν τελικά! Ή μήπως αυτό ήταν η απόδειξη ότι δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι πραγματικά ήθελε. Νόμιζε πως αν αποκάλυπτε τις σκέψεις του περί χωρισμού εκεί στο εστιατόριο μπροστά στους σερβιτόρους, όλοι τους θα τον χλεύαζαν που ήθελε να διακόψει τη σχέση του μ' αυτήν την τόσο σέξι και γοητευτική γυναίκα. Ή μήπως θα έκαναν ουρά ζητώντας το τηλέφωνό της με την ελπίδα ν' αναπληρώσει κάποιος από αυτούς το κενό που θ' άφηνε πίσω του.
Μα γιατί η ομορφιά μιας γυναίκας κάνει τους άνδρες να τα χάνουν και τελικά να γίνονται αναβλητικοί;
Ναι, δεν είπε λέξη. Και μισούσε τον εαυτό του γι' αυτό. Όμως, δεν έβρισκε το κουράγιο. Όχι εκεί, όχι έτσι. Ευχόταν το κρασί να ήταν πιο δυνατό και να του έλυνε τη γλώσσα. Παρά τον μεγάλο αριθμό των γεμάτων ποτηριών, δεν κάμφθηκαν οι αντιστάσεις. Και τελικά, πλήρωσαν το λογαριασμό κι έφυγαν όπως ήρθαν. Ζευγάρι!
-Θα οδηγήσω εγώ, είπε αποφασιστικά η Λένα λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο.
-Όχι, καλά είμαι, μπορώ.
-Δεν αμφιβάλλω, όμως αν μας σταματήσουν για έλεγχο, καήκαμε. Ήπιες περισσότερο από το επιτρεπτό.
Η Λένα δε σήκωνε αντιρρήσεις και πέρασε στη θέση του οδηγού.
Ο Αλέξης βούλιαξε στη δική του θέση χωρίς να πει κουβέντα. Μόνο όταν η Λένα ακινητοποίησε το αυτοκίνητο σ' ένα απόμερο σκοτεινό μέρος του δάσους, εκείνος διαμαρτυρήθηκε.
-Ηρέμησε, μωρό μου! Τι φοβάσαι; Μήπως σε βιάσω; είπε γελώντας η Λένα και με μια αργή και ερωτική κίνηση ανέβηκε πάνω του.
Ο Αλέξης μαζεύτηκε σα κουβάρι αφού τον είχε αιφνιδιάσει η συμπεριφορά της.
-Χαλάρωσε, μωρό μου κι απόλαυσε το, του ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί ενώ συνέχισε να τον φιλά στο λαιμό.
Ο Αλέξης προσπάθησε να την απομακρύνει.
-Λένα, αυτό είναι επικίνδυνο.
Εκείνη τον αγνόησε. Το σώμα του μ' ένα ανεξέλεγκτο τράνταγμα την απώθησε και 'κεινη σχεδόν πετάχτηκε προς τα πίσω τρομαγμένη.
-Τι συμβαίνει;
-Δε μπορώ να το κάνω.
-Γιατί; Δεν αισθάνεσαι καλά;
-Λένα, πρέπει να μιλήσουμε.
Ο τόνος της φωνής του κοφτός κι απότομος την πάγωσε. Η ερωτική της διάθεση εξαφανίστηκε. Επέστρεψε στο κάθισμά της περιμένοντας εξηγήσεις.
Ο Αλέξης πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε τους φόβους του χωρίς άλλες σκέψεις.
-Πρέπει να χωρίσουμε.
-Τι; έκανε ξερά εκείνη.
-Συγγνώμη αλλά...
-Συγγνώμη; Τι συγγνώμη; Δεν καταλαβαίνω; Περνάμε μια τόσο ωραία βραδιά μαζί και στο τέλος μου πετάς ένα «πρέπει να χωρίσουμε» από το πουθενά; Πλάκα μου κάνεις;
-Ξέρω, ήταν απότομο, όμως πρέπει να με καταλάβεις...
Ο Αλέξης δεν την κοιτούσε. Ντρεπόταν.
-Υπάρχει άλλη, ε; τον ρώτησε κι εκείνος κατέβασε το κεφάλι παραδεχόμενος την ενοχή του.
Η Λένα γελούσε. Γελούσε δυνατά. Και το γέλιο της ήταν με τόση πίκρα γεμάτο...
Έσφιγγε το τιμόνι με τα χέρια σα να 'θελε να εξαντλήσει πάνω του όλη της την οργή.
-Δεν το πιστεύω! Όχι, δε μπορεί. Δεν το πιστεύω.
Ο Αλέξης δε μιλούσε.
-Ποια είναι; Πόσο καιρό είστε μαζί;
Συνέχιζε να σιωπά. Δεν ήθελε ν' απαντήσει. Μόνο ν' ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Η Λένα όμως, επέμενε να μάθει.
-Θέλω να ξέρω. Πόσο καιρό με κοροϊδεύεις; Πόσο καιρό; Θέλω να ξέρω. Πες μου.
Κι όσο ο Αλέξης αρνιόταν ν' απαντήσει, τόσο η φωνή της δυνάμωνε.
-Σε παρακαλώ..., κατάφερε να ψελλίσει, μα αποδείχθηκε λάθος. Την έφτασε στα όρια της. Τώρα η Λένα φώναζε.
-Με παρακαλάς; Για ποιο πράγμα με παρακαλάς, Αλέξη; Με πατάς κάτω με όλη σου τη δύναμη κι ύστερα, ζητάς και τα ρέστα; Τι περίμενες δηλαδή; Να μου πεις πως με παρατάς για μια άλλη ξαφνικά και 'γω να δείξω τον πολιτισμένο μου εαυτό και να πω «δεν πειράζει». Μέχρι χθες λέγαμε «σ' αγαπώ» ο ένας στον άλλον και κάναμε όνειρα και τώρα, τι; Τα σκορπίζεις στον αέρα λες και δεν είχαν κανένα νόημα για σένα; Τι ρόλο είχα εγώ στη ζωή σου, Αλέξη; Τι ρόλο έπαιζα γαμώ το; Τι, πες μου τι;
Η Λένα έκλαιγε. Ο πόνος ανάβλυζε άφθονος από μέσα της. Υπέφερε και δε μπορούσε να το κρύψει. Δεν την ενδιέφερε να το κρύψει. Απλά, πονούσε και δεν το άντεχε!
Βγήκε από το αυτοκίνητο. Στάθηκε ακίνητη με το κεφάλι ψηλά να κοιτάζει όσα αστέρια του ουρανού φανερώνονταν πίσω από τα κλαδιά των δέντρων. Έτσι όπως ήταν έκλεισε τα μάτια ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλούν ποτάμι στο όμορφο πρόσωπό της.
-Γιατί; Γιατί; έλεγε και ξανάλεγε με παράπονο.
Δε μπορούσε να 'ναι ένα κακό όνειρο, να ξυπνούσε κι όλα να τέλειωναν;
Τον αγαπούσε τον Αλέξη. Δεν ήθελε να τον χάσει. Γιατί είχαν έρθει έτσι τα πράγματα;
Ο Αλέξης της φώναξε από το παράθυρο να μπει στο αμάξι. Δεν του έδωσε σημασία. Για εκείνη ήταν σαν να μην υπήρχε. Ευχόταν να μην υπήρχε. Έτσι δε θα την πλήγωνε τόσο άσχημα.
Την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους.
-Σε παρακαλώ... Μην το κάνεις πιο δύσκολο. Και 'γω υποφέρω!
Τα λόγια του την τρέλαναν. Λες κι ένα κακό πνεύμα εξουσίασε το σώμα της...
Στράφηκε προς το αυτοκίνητο κι άρχισε να γρατζουνά με τα νύχια της το καπό του.
-Τι κάνεις; Τρελάθηκες;
Ο Αλέξης την έπιασε από τη μέση προσπαθώντας να την απομακρύνει. Την έριξε στο έδαφος. Η Λένα σα δαιμονισμένη, σηκώθηκε και του επιτέθηκε. Με τα νύχια της ήθελε να ξεσκίσει τα ρούχα του, τη σάρκα του. Ν' αφήσει τα σημάδια της οργής της πάνω του.
Ο Αλέξης την έριξε για δεύτερη φορά κάτω.
-Είσαι τρελή!, της φώναξε και μπήκε στο αυτοκίνητο ανάβοντας τη μηχανή.
Η Λένα δεν είχε χάσει τις δυνάμεις της. Σηκώθηκε ξανά και ξέσπασε με γροθιές στη λαμαρίνα του αμαξιού.
Ο Αλέξης αισθάνθηκε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Άναψε τη μηχανή και με θόρυβο βγήκε στο δρόμο αφήνοντας την στο δάσος.
-Τρελή, έλεγε και ξανάλεγε.
Μόνο όταν έφτασε στα φανάρια του Γιεντί Κουλέ συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Με μια επικίνδυνη αναστροφή πήρε ξανά το δρόμο για το Φιλίππειο.
-Τι κάνω ο μαλάκας; Τι συμβαίνει; Τι νύχτα είναι αυτή!, μονολογούσε ενώ τα δάκρυα πίεζαν τα μάτια του να βγουν στην επιφάνεια.
Όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε αφήσει μόνη της τη Λένα, τον κυρίευσαν φόβος και αγωνία. Δεν την έβλεπε πουθενά.
Βγήκε για να την ψάξει. Μέσα στη νύχτα , στην τρομακτική ησυχία του δάσους, ο Αλέξης φώναζε τ' όνομά της χωρίς όμως, απάντηση.
Κι ενώ η αγωνία του μέσα στο σκοτάδι ολοένα αυξανόταν, ένας παράξενος ήχος του έδωσε ελπίδα.
-Λένα; είπε.
Κι ύστερα, ακούστηκαν γρήγορα βήματα πάνω σε πεσμένα φύλλα κι η μηχανή ενός αυτοκινήτου που έπαιρνε μπροστά...

Διαβάστε το Απόσπασμα 10

 

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 08

Αν μια γυναίκα έχει μια συνηθισμένη εμφάνιση, με το κατάλληλο ένδυμα και το σωστό μακιγιάζ, μπορεί να γίνει όμορφη. Αν μια γυναίκα είναι όμορφη από τη φύση της, με το κατάλληλο ρούχο και το σωστό μακιγιάζ μπορεί ν' αποκτήσει μια ξεχωριστή εμφάνιση! Όπως και να 'χει η γυναίκα είναι ένα λουλούδι που για ν' αναδειχθεί η ομορφιά του θέλει περιποίηση.
Η Σοφία δεν ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που ακολουθεί φανατικά τη μόδα, που κυκλοφορεί καθημερινά με ολοκληρωμένο μακιγιάζ και στημένο μαλλί. Ένα τζινάκι που να τονίζει το καλλίγραμμο σώμα της, ένα απλό τοπάκι και τ' αθλητικά της. Ένα απαλό κραγιόν, ελαφρύ ρουζ στα ζυγωματικά και λίγη μάσκαρα στις βλεφαρίδες για να τονίζονται τα καστανοπράσινα της μάτια. Αυτή ήταν η Σοφία στην καθημερινή ζωή! Όταν όμως, ετοιμαζόταν για να βγει το βράδυ... όπως εκείνο το βράδυ, μεταμορφωνόταν σε μια μικρή «θεά»!!!
Το εφαρμοστό σκούρο κόκκινο φόρεμα τόνιζε τις καμπύλες του σώματος της και ήταν δεδομένο πως θα σαγήνευε τα αρσενικά που θα συναντούσε απόψε. Τα ίσια μαύρα μαλλιά της τ' άφησε να κυλήσουν ως την πλάτη, κάτι σπάνιο για τη Σοφία που προτιμούσε την αλογοουρά. Στο μακιγιάζ έδωσε βάση στα αμυγδαλωτά της μάτια δίνοντας τους περισσότερη ένταση. Τα ψηλοτάκουνα πέδιλα της ήταν χρυσά, το ίδιο και το μικρό τσαντάκι που θα κρατούσε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας της ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Ήταν έτοιμη, λοιπόν!
Σκέφτηκε πως θα ήταν ωραίο να την έβλεπε έτσι όμορφη ο Αλέξης. Φαντάστηκε πως τον συναντούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας της όπως την προηγούμενη φορά κι έμενε με το στόμα ανοιχτό με την άψογη εμφάνισή της.
Το κινητό της κουδούνισε δυο φορές κι ύστερα, σταμάτησε. Ήταν το σινιάλο που είχαν συνεννοηθεί με τον Φάνη για να κατέβει. Πήρε το τσαντάκι της με τ΄ απαραίτητα και το δώρο για το ζευγάρι –ένα άρωμα για τον καθένα- κι έφυγε.
Όταν βγήκε από το ασανσέρ, αισθάνθηκε να την κυριεύει η αγωνία της αποδοχής. Ο Φάνης βρισκόταν στο αυτοκίνητό του και είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω της καθώς εκείνη τον πλησίαζε.
Η Σοφία δεν κατάφερε να μαντέψει τις σκέψεις του κι ο Φάνης δεν εξέφρασε τις εντυπώσεις του. Δεν της έκανε ούτε κομπλιμέντο. Η Σοφία πάγωσε με τη στάση του κι άρχισε να γεμίζει ανασφάλεια και ν' αναρωτιέται μήπως ο καθρέφτης της την είχε ξεγελάσει.
Όταν μπήκαν στο μπαρ, ένιωσε αμήχανα αφού όλοι γυρνούσαν και την κοιτούσαν και δεν ήταν σίγουρη αν την κορόιδευαν ή αν την θαύμαζαν. Μόνο όταν την πλησίασε η Μάνια να τη χαιρετίσει και της ψιθύρισε στο αυτί πως ήταν πανέμορφη, βρήκε ξανά την αυτοπεποίθησή της.
Το ζευγάρι είχε καλέσει συνολικά δώδεκα άτομα για να γιορτάσουν μαζί τους την επέτειό τους. Εκτός των παιδιών από το τμήμα, κάποιοι ήταν συνάδελφοι της Μάνιας, κάποιοι, φίλοι του ζευγαριού που η Σοφία συναντούσε για πρώτη φορά. Το κλίμα όμως, ήταν πολύ καλό και οι γνωριμίες άρχισαν σύντομα.
Η Σοφία απορροφήθηκε από την κουβέντα με μια συμπαθητική κοπέλα, συνάδελφο της Μάνιας και παραμέλησε τον Φάνη. Δεν ήθελε να το δείξει, όμως είχε πειραχτεί από τη συμπεριφορά του.
-Μαζευτείτε να βγάλουμε φωτογραφίες, είπε ο Πέτρος.
Πρώτα, ένας φίλος έβγαλε μόνο το ζευγάρι και στη συνέχεια, η ψηφιακή φωτογραφική πέρασε από τα χέρια του Φάνη και δυο άλλων οι οποίοι φωτογράφισαν όλη την παρέα.
Όσο προχωρούσε η νύχτα, η μουσική δυνάμωνε και κάποιοι θέλησαν να χορέψουν στους ρυθμούς των 80'ς.
-Εσείς δε χορεύετε, πουλάκια μου; ρώτησε ο Πέτρος τη Σοφία και τον Φάνη που κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον αμίλητοι.
Η Σοφία ενοχλήθηκε από την ερώτηση του Πέτρου αλλά δεν εξέφρασε κανένα παράπονο αφού δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος και χρόνος.
-Τι πίνετε; συνέχισε ο Πέτρος.
-Εγώ, μαρτίνι, απάντησε η Σοφία.
-Ουίσκι, είπε νωχελικά ο Φάνης.
-Έχω κανονίσει να μας φέρουν σφηνάκια σε λίγο.
-Α, Πετράκη, θες να μας μεθύσεις, έτσι;
-Εσύ, Σοφία, δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς. Έχεις το Φάνη που θα σε πάει σπίτι.
« Ααααα, δε θα τα πάμε καλά. Ο Πετράκης όλο υπονοούμενα είναι. Μου φαίνεται δε θα το γλιτώσει το κράξιμο τη Δευτέρα στο γραφείο. Φιρί φιρί το πάει να τ' ακούσει».
Η Σοφία είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τις προθέσεις του φίλου της και δεν της άρεζαν καθόλου.
« Ξέρω τι θες να κάνεις, Πετράκη αλλά δεν πρόκειται να σου κάνω τη χάρη. Αν νομίζεις ότι θα πέσω στην αγκαλιά του Φάνη, είσαι πολύ γελασμένος».
-Ξέρετε ποιος δουλεύει στο μπαρ; Εκείνο το παιδί που ήρθε την προηγούμενη βδομάδα να καταθέσει για τον Φωτίδη...», άλλαξε θέμα ο Πέτρος.
-Ποιος; Ο Δημήτρης; ρώτησε η Σοφία και θέλησε να το επιβεβαιώσει η ίδια γυρνώντας προς το μπαρ.
Πράγματι, πίσω από τη μπάρα βρισκόταν ο Δημήτρης.
-Τι σύμπτωση! Πάω να του πω ένα γεια, είπε η Σοφία και χωρίς να περιμένει τις αντιδράσεις των δυο ανδρών, τους άφησε πίσω της.
Η παρουσία του Δημήτρη έμοιασε σωτήρια στη Σοφία που ήθελε απεγνωσμένα να ξεφύγει από τον κλοιό του βαριεστημένου Φάνη και του αισιόδοξου Πέτρου.
Πλησίασε το μπαρ χαμογελώντας.
-Τι σύμπτωση κι αυτή! Στη Νεάπολη δε δούλευες εσύ;
Ο νεαρός σήκωσε το κεφάλι από τα σφηνάκια που γέμιζε μ' ένα τιρκουάζ ποτό, άγνωστο στη Σοφία. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της!
-Ουάου, είστε μια θεά!, θαύμασε.
-Σ' ευχαριστώ, Δημήτρη! Λοιπόν, πώς βρέθηκες εδώ; Έφυγες από το άλλο μαγαζί;
Ο νεαρός χαμογέλασε κι η Σοφία παραδέχτηκε πως ήταν πολύ γοητευτικός.
-Ο ιδιοκτήτης είναι ο ίδιος. Οπότε κάποια Σάββατα κατεβαίνω σ' αυτό που μαζεύει περισσότερο κόσμο. Εσείς , τι νέα; Τον βρήκατε τον Σπύρο;
-Όχι ακόμα, όμως θέλω να πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.
-Πάντως, αν θέλετε την γνώμη μου, δεν νομίζω πως είναι ο Σπύρος αυτός που ψάχνετε. Απ' όσο τον ξέρω, δηλαδή.
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Κάποιες φορές τα φαινόμενα απατούν! Όπως και να' χει, πρέπει να βρεθεί και να καταθέσει. Δεν παύει να' ναι βασικός μάρτυρας.
Ο νέος με μια κίνηση του κεφαλιού δήλωσε τη συμφωνία του. Την ίδια στιγμή μια εκθαμβωτική ξανθιά πλησίασε το μπαρ και του παρήγγειλε με άνεση δυο ποτά.
-Σ' αφήνω γιατί βλέπω ότι έχεις δουλειά. Τα λέμε!
Ο Δημήτρης έγνεψε «γεια».
Επιστρέφοντας πλάι στον Φάνη, δεν παρατήρησε κάποια αλλαγή στη διάθεσή του.
-Εντάξει, τα είπατε με τον μορφονιό; σχολίασε κι η Σοφία διέκρινε μια υποβόσκουσα ειρωνεία στον τόνο της φωνής του. Τι λες, την κάνουμε σιγά σιγά;
-Από τώρα;
-Ε, δεν είναι και για χόρταση.
Η Σοφία ήταν σίγουρη πια πως ο Φάνης είχε πειραχτεί από κάτι που εκείνη αγνοούσε.
Η συμπεριφορά του την έκανε να μετανιώνει που δέχτηκε να την συνοδέψει. Είχαν βγει για να τιμήσουν τον συνάδελφό τους και συνάμα, να διασκεδάσουν. Τα κατεβασμένα μούτρα του Φάνη της χαλούσαν τη διάθεση.
-Συμβαίνει κάτι;
Δεν κρατήθηκε και ρώτησε η Σοφία. Απάντηση όμως, δεν πήρε.
-Πάμε; επέμεινε εκείνος.
Η Σοφία αναγκάστηκε να δεχτεί. Ήθελε να μείνουν μόνοι στην ησυχία του αυτοκινήτου μήπως και της αποκάλυπτε το λόγο της κατήφειάς του.
Καληνύχτισαν το ζευγάρι δίνοντας παράλληλα τις ευχές τους για μια ευτυχισμένη κοινή ζωή.
-Μα, από τώρα φεύγετε; απόρησε η Μάνια.
-Καλά λέει το γυναικάκι μου. Τι πάθατε και φεύγετε τόσο νωρίς;
Η Σοφία κοίταξε τον Φάνη «πετώντας του το μπαλάκι». Άλλωστε, εκείνη δεν ήξερε τι ν' απαντήσει.
-Παιδιά, ευχαριστούμε για όλα, αλλά η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν είμαι και πολύ της νυχτερινής ζωής και έναν μικρο-πονοκέφαλο τον αισθάνομαι.
-Ε, η Σοφία ας μείνει αν θέλει. Σε πάμε εμείς σπίτι Σοφάκι μου αν είναι, έκανε την πρόταση της η Μάνια.
-Όχι, όχι, παιδιά. Δεν πειράζει!
-Σίγουρα; επέμεινε η Μάνια κοιτώντας τη Σοφία έντονα και προσπαθώντας να διεισδύσει στο μυαλό της και να καταλάβει τι πραγματικά ήθελε. Χαρακτηριστικό των γυναικών!
-Άσε τα παιδιά, Μάνια μου! Μαζί ήρθανε , μαζί θέλουν να φύγουν!, είπε ο Πέτρος έχοντας στα χείλη σχηματισμένο ένα πονηρό γελάκι.
Η Σοφία που μάντευε τη σκέψη του, δυσαρεστήθηκε αλλά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να του εξηγήσει πως έκανε λάθος.
Και τελικά, Φάνης και Σοφία έφυγαν μαζί!

***
Καθ' όλη τη διαδρομή, ο Φάνης δεν έβγαλε λέξη. Η Σοφία κάποιες φορές γυρνούσε από τη θέση του συνοδηγού και τον κοιτούσε επίμονα , όμως εκείνος δεν της έδινε σημασία. Ήταν αποφασισμένη να ικανοποιήσει την περιέργειά της , όταν σταματούσε το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι της. Μέχρι τότε δεν είχε σκοπό ν' ανοίξει κουβέντα γιατί δεν ήθελε δίπλα της έναν αναστατωμένο οδηγό.
Όταν πια έφτασαν στον προορισμό τους, η Σοφία έλυσε τα δεσμά που την εμπόδιζαν να εκφραστεί.
-Λοιπόν, θα μου πεις τι συνέβη κι όλο το βράδυ έχεις κατεβασμένα μούτρα;
Ο Φάνης δε σάλεψε. Έμεινε να κοιτά μπροστά με το νωχελικό του βλέμμα ενώ είχε αγκαλιάσει με τα χέρια του το τιμόνι.
-Φάνη, σου μιλάω... Πιτσιρίκια είμαστε και παίζουμε;
-Δε μου αρέσει καθόλου η συμπεριφορά σου, έσπασε τη σιωπή του τελικά.
-Μα τι έκανα; Αν είπα κάτι που σε πείραξε, σου ζητώ συγγνώμη. Όμως, εσύ είσαι αυτός που όλο το βράδυ δε σταύρωσες λέξη. Δε με βοηθάς καθόλου να καταλάβω.
-Κοιτάχτηκες στον καθρέφτη πριν βγεις από το σπίτι; είπε απότομα ο Φάνης και τώρα, την κοιτούσε βαθιά κι επίμονα μέσα στα μάτια κάνοντας τη να τα χάσει.
-Ορίστε; κατάφερε να ψελλίσει ενώ το πρόσωπό της είχε καλυφθεί από μια μάσκα έντονης απορίας.
-Με συγχωρείς, εμφάνιση είναι αυτή;
Ο Φάνης σχεδόν φώναζε. Οι κινήσεις του φανέρωναν το θυμό και την ένταση που φώλιαζε μέσα του όλη αυτήν την ώρα.
-Μου κρατάς μούτρα επειδή δε συμφωνείς με τη στιλιστική μου επιλογή; Θα με τρελάνεις;
-Είδες, κορίτσι μου, πως σε κοιτούσαν όλοι; Έκανες κάθε καραγκιόζη εκεί μέσα να του τρέχουν τα σάλια. Να σε φαντάζεται στο κρεβάτι του ο κάθε πεινασμένος. Δε σε είχα για τέτοια κοπέλα. Νόμιζα πως είσαι σοβαρή και μετρημένη αλλά φαίνεται πως τα βράδια αποκαλύπτεται ο πραγματικός σου εαυτός.
Η Σοφία είχε μαρμαρώσει. Δεν πίστευε στ' αυτιά της. Η έκρηξη του Φάνη ήταν εντελώς παράλογη!
-Και δε σου έφταναν όλοι οι άλλοι, πήγες ν' αποπλανήσεις και τον μπάρμαν. Παρατήρησες , βέβαια, ότι σ' έκοβε από πάνω μέχρι κάτω, ε; Του γυάλισες για τα καλά του νεαρούλη. Αλλά , τι λέω; Αυτός δεν είναι ο στόχος σου; Τον πέτυχες! Συγχαρητήρια!
Το παραλήρημα δεν είχε τέλος. Η Σοφία είχε απέναντι της έναν άνθρωπο που έμμεσα αλλά ταυτόχρονα ξεκάθαρα, την αποκαλούσε «πόρνη» και ήταν ανίκανη ν' αντιδράσει. Φανταζόταν να του ρίχνει ένα χαστούκι, όμως έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της να συγκρατηθεί γιατί διαπίστωνε πως δε γνώριζε τίποτα για το Φάνη. Ίσως αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο, η κατάληξη να πονούσε. Προτίμησε μια φειδωλή δήλωση πριν ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Από 'δω και πέρα η συνεργασία μας διακόπτεται. Τη Δευτέρα κιόλας θ' ανακοινώσω την παραίτησή μου από την υπόθεση. Καληνύχτα.
Το ύφος της ήταν αυστηρό, αφοπλιστικό. Δε σήκωνε σχόλια.
Μπαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας άκουσε το αυτοκίνητου του Φάνη να γκαζώνει απειλητικά.
Μπήκε στο ασανσέρ, έβγαλε τα ψηλοτάκουνα της και τα κράτησε στο ένα της χέρι. Όταν μπήκε στο σκοτεινό διαμέρισμα, τα πέταξε με δύναμη στο πάτωμα αδιαφορώντας για τους γείτονες.
Της ήταν αδύνατο να πιστέψει την έκβαση που είχαν πάρει τα γεγονότα. Ξέσπασε σε κλάματα. Δεν άντεχε. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί όλη αυτήν την τρέλα, αυτήν την παράνοια.

***
Το επόμενο πρωί ξύπνησε από τον βίαιο ήχο του κουδουνιού. Σχεδόν σύρθηκε ως την εξώπορτα με τη συνοδεία ενός έντονου πονοκέφαλου και κοίταξε από το «ματάκι».
Η εικόνα του Φάνη την αιφνιδίασε.
-Ποιος είναι; ρώτησε για να επιβεβαιώσει αυτό που έβλεπε και με την αίσθηση της ακοής.
-Σοφία, εγώ είμαι, ο Φάνης! Άνοιξε μου, σε παρακαλώ! Πρέπει να μιλήσουμε.
Εκείνη δίστασε. Δεν είχε άλλη επιλογή, όμως. Άσε που την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι γύρευε Κυριακή πρωί στο σπίτι της.
-Ελπίζω αυτή η εμφάνισή μου να είναι του γούστου σου, ήταν η ατάκα που έριξε η Σοφία με το που την αντίκρισε.
Φορούσε τις γαλάζιες της πυτζάμες, τα μαλλιά της ήταν ανάκατα, οι κύκλοι κάτω από τα μάτια, εμφανείς.
-Έχεις δίκιο να με ειρωνεύεσαι. Δε φέρθηκα σωστά. Το παραδέχομαι.
Πέρασαν στο σαλόνι. Τα ψηλοτάκουνα βρίσκονταν ακόμη πεσμένα στο πάτωμα.
Η Σοφία τα συμμάζεψε και ζήτησε από τον Φάνη να πάρει μια θέση στον καναπέ.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, συγγνώμη. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε. Η' μάλλον ξέρω.
Ο τόνος της φωνής του ήταν αυστηρός. Έμοιαζε να μαλώνει τον εαυτό του κι η Σοφία για μια στιγμή , ένιωσε να τον λυπάται.
-Ζήλεψα, Σοφία. Τ' ομολογώ. Ζήλεψα γιατί χθες βράδυ ήσουν υπέροχη!
Τώρα είχε μαλακώσει και την κοιτούσε μέσα στα μάτια θέλοντας να την πείσει για την αλήθεια του.
Η Σοφία σκεφτόταν πως τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Η κατάσταση έπρεπε να ξεκαθαρίσει προτού υπάρξουν κι άλλες παρεξηγήσεις.
-Μάλλον έχεις μπερδευτεί, Φάνη. Δεν...
-Ξέρω, Σοφία! Το ξέρω πως δεν είμαστε ζευγάρι για να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά μου. Δε μπόρεσα να ελέγξω τα συναισθήματά μου και ξέφυγα. Η αλήθεια είναι πως αντιμετωπίζω μεγάλο θέμα με τη ζήλια. Στο παρελθόν , μία κοπέλα με είχε παροτρύνει να επισκεφτώ ψυχολόγο. Έχω πρόβλημα, άσε! Μη μου δίνεις σημασία.
-Όπως και να 'χει, οφείλω να ξεκαθαρίσω πως δεν πρόκειται να γίνει κάτι με μας τους δυο.
-Και βέβαια, δε θα γίνει. Αφού είμαι ένας βλάκας. Εγώ, Σοφία, το μόνο που θέλω να σου ζητήσω, επειδή το 'χω βάρος στη συνείδησή μου, είναι να μην εγκαταλείψεις την υπόθεση. Σου υπόσχομαι να φέρομαι από 'δω και εμπρός ως συνάδελφος και μόνο. Να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να βρούμε επιτέλους τη λύση του μυστηρίου. Σε παρακαλώ!
Η Σοφία δεν πίστευε στ' αυτιά της. Ο Φάνης είχε μεταμορφωθεί σε κουτάβι.
Αν δεν το έβλεπε να συμβαίνει μπροστά της, θα σκεφτόταν πως πρόκειται για ανέκδοτο.
Κι όμως, κι ένας γίγαντας σαν τον Φάνη μπορεί να λυγίσει...
Όταν η Σοφία τον διαβεβαίωσε πως δε θα παραιτηθεί από την υπόθεση, ο γίγαντας έδειξε σημάδια ανακούφισης.
Φεύγοντας θέλησε να δεσμεύσει την εχεμύθειά της.
-Κι αυτά που είπαμε, ας μείνουν μεταξύ μας, έτσι;
Η Σοφία γέλασε. Κι όταν έμεινε μόνη, γέλασε με την ψυχή της. Η μεταμόρφωση είχε κρατήσει μόλις κάποια λεπτά κι ύστερα, ο Φάνης πήρε πάλι την μορφή του άκαμπτου, σκληρού γίγαντα.
Όταν ακούστηκε ξανά το κουδούνι, ένιωσε άσχημα γιατί φοβήθηκε πως ίσως ν' άκουσε το κοροϊδευτικό γέλιο της και είχε γυρίσει.
Ανοίγοντας όμως, την πόρτα, άλλος ήταν ο σίφουνας που εισέβαλε στο διαμέρισμα της.

***
-Τι ήθελε πρωί πρωί αυτός στο σπίτι σου; Εδώ κοιμήθηκε χθες βράδυ;
Η Σοφία αναρωτήθηκε αν έπρεπε ν' αρχίσει να τσιμπιέται για να ξυπνήσει επιτέλους από αυτόν τον εφιάλτη. Και έμοιαζε αστείο ότι παλιότερα ο Αλέξης γι' αυτήν αποτελούσε όνειρο.
-Με συγχωρείς! Τι κάνεις; Με ποιο δικαίωμα μπουκάρεις έτσι στο χώρο μου και αρχίζεις την ανάκριση; είπε θυμωμένα και στη συνέχεια, έστρεψε το βλέμμα ψηλά:
Τι συμβαίνει εδώ; Ποιος μου κάνει φάρσα;
Ο Αλέξης ήταν ανυποχώρητος. Συνέχιζε να πιέζει για εξηγήσεις.
-Μισό , μισό λεπτό. Μήπως τα 'χουμε και δεν το 'χω καταλάβει;
-Σοφία, σε ρώτησα αν υπάρχει άλλος και το αρνήθηκες. Παίζεις μαζί μου;
-Όχι, Αλέξη , δεν παίζω. Ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.
-Και τότε , τι δουλειά είχε αυτός στο σπίτι σου κυριακάτικα;
Η Σοφία δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. Θεωρούσε πως οι ερωτήσεις του Αλέξη ήταν αδιάκριτες και δεν τον αφορούσαν. Από την άλλη δεν έβρισκε μια απάντηση να του δώσει και να τελειώσει το θέμα εκεί.
-Δεν είναι πάντως αυτό που νομίζεις. Είναι κάτι επαγγελματικό. Για μια σοβαρή υπόθεση που έχουμε αναλάβει.
« Ήμουν ειλικρινής μαζί του», σκέφτηκε. « Σ' αυτό το σημείο αλλάζουν πορεία τα πράγματα».
-Σίγουρα;
-Σίγουρα.
Ο Αλέξης δεν πείστηκε. Το φανέρωνε η γκριμάτσα αμφισβήτησης που είχε πάρει το πρόσωπό του. Σταμάτησε όμως, να επιμένει. Έδωσε τόπο στην οργή και της αποκάλυψε με τρυφερότητα το σκοπό της επισκέψεως του.
-Ήθελα να σε δω. Δε μου τηλεφώνησες όλες αυτές τις μέρες κι ανησύχησα. Ήρθα εδώ πρωί πρωί για να σε προλάβω να μην κανονίσεις κάτι. Να περάσουμε αυτήν την όμορφη Κυριακή μαζί. Τι λες;
-Μάλιστα!
Η Σοφία ήταν σκεπτική. Πόσο ακόμα θα συνέχιζε να του κάνει την δύσκολη και την αδιάφορη; Της άρεζε ο Αλέξης! Της άρεζε πολύ και με μεγάλη προσπάθεια του αντιστεκόταν. Τελικά, αποφάσισε να σπάσει τις αλυσίδες και να του δώσει το πράσινο φως.
-Και που προτείνεις να πάμε;
Ο Αλέξης χαμογέλασε.
-Κάπου μακριά. Έξω από την πόλη. Τι θα 'λεγες για μια ερημική παραλία στο πρώτο πόδι (εννοεί Χαλκιδικής); Καλοκαιράκι είναι! Ας το χαρούμε!
Η Σοφία δεν έλεγε «όχι» για ένα μπανάκι σε πεντακάθαρα θαλασσινά νερά.
Έκανε έναν γρήγορο έλεγχο με το μυαλό της στα σημεία του σώματος της που χρειάζονται αποτρίχωση και έδωσε το οk. Ήταν έτοιμη να βγει στην παραλία αφού την προηγούμενη μέρα λόγω του πάρτι, είχε περιποιηθεί τον εαυτό της ιδιαίτερα.
Επομένως, το μόνο που είχε να πει στον Αλέξη ήταν: «Φύγαμε!».

***
Η ημέρα κύλησε μαγικά!
Η Σοφία ξέχασε όσα είχαν προηγηθεί κι επέτρεψε στον πειθαρχημένο εαυτό της να ζήσει δυνατά κάθε στιγμή.
Η παραλία στην ακτή Σάνη που γνώριζε ο Αλέξης ήταν ονειρική. Εκτενής, με λιγοστό κόσμο και ωραία νερά, αν και στην αρχή της θάλασσας δεν υπήρχε άμμος ή χαλίκι, αλλά τεράστιες πλάκες. Όταν όμως, τις περνούσες, η θάλασσα σε αποζημίωνε με τον καλύτερο τρόπο. Λεπτή κι απαλή άμμος, πεντακάθαρα και ρηχά, βαθυγάλανα νερά!
-Αν δεις κάτι «περίεργο», μην απορήσεις. Κάποιοι έρχονται εδώ και κάνουν γυμνισμό, είπε γελώντας ο Αλέξης.
-Αλήθεια; είπε η Σοφία εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για την πληροφορία. Δεν έχω κάνει ποτέ. Πώς είναι;
-Μπορείς να δοκιμάσεις αν θες. Εγώ όποτε το έχω επιχειρήσει, αισθάνομαι πραγματικά ελεύθερος. Σα να γίνομαι ένα με τη φύση!
Η Σοφία τον κοίταξε πονηρά.
-Δηλαδή τώρα, έτσι όπως είσαι, το βγάζεις το μαγιό σου; Δεν ντρέπεσαι;
-Γιατί να ντραπώ; Άλλωστε, όπως βλέπεις, μόνοι μας είμαστε, αν εξαιρέσεις εκείνο το ζευγάρι στο βάθος.
Η Σοφία στράφηκε προς την κατεύθυνση που έδειχνε ο Αλέξης.
Πράγματι, αρκετά μακριά από αυτούς, υπήρχε ένα ζευγάρι μεσηλίκων που κρατούσαν από ένα βιβλίο και λιάζονταν. Η Σοφία σκέφτηκε πως το πιο πιθανό ήταν να είναι τουρίστες.
-Ναι, ωραία! Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δε θα έρθουν άλλοι.
-Α, Σοφάκι, μου φαίνεται πως θες να δοκιμάσεις. Ακούγεσαι σα να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου. Αυτά τα πράγματα δεν χρειάζεται να τα πολυσκέφτεσαι. Αφήσου!
«Αφήσου». Αυτή η προστακτική την εκνεύριζε. Ίσως γιατί τη χρησιμοποιούσε πολύ συχνά ο πρώην της, ο Τάσος. Έτσι κι εκείνος την παρακινούσε να κάνει πράγματα όταν η Σοφία δίσταζε. Φαίνεται πως εκείνος το 'χε μότο στη ζωή του κι εύκολα «αφηνόταν». Γι' αυτό τελικά, μετά από τρία χρόνια σχέσης, άφησε τη Σοφία για την φοιτήτρια πληροφορικής που είχε έρθει για πρακτική στην εταιρεία όπου εργαζόταν.
Είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε, όμως η Σοφία ακόμη ένιωθε μια δυσάρεστη ανατριχίλα σ' όλο της το κορμί όταν άκουγε αυτή τη λέξη.
Δεν ήθελε να συνεχίσει τους συνειρμούς που θα της χαλούσαν τελικά τη διάθεση.
Ο Τάσος ήταν το σκοτεινό παρελθόν, ο Αλέξης έμοιαζε με τ' ονειρικό μέλλον!
Αυτό που είχε ανάγκη να ζήσει.
-Έι, που αφαιρέθηκες; Άκουσες αυτό που σου είπα;
-Όχι, συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
-Λέω πως αν θες να δοκιμάσεις, υπάρχει ένας βολικός τρόπος. Μπαίνουμε με τα μαγιό και δεν τα βγάζουμε παρά μόνο όταν είμαστε αρκετά μέσα. Συμφωνείς;
-Ωραία ιδέα!
-Βέβαια θα χρειαστεί να τα κρατάμε συνεχώς στο χέρι πράγμα που θα μας εμποδίσει ν' απολαύσουμε το κολύμπι αλλά για αρχή..., ε;
-Ναι, πάμε!
Η Σοφία τον τράβηξε από το χέρι ανυπόμονα.
-Α, εσύ είσαι απρόβλεπτη!, είπε γελώντας ο Αλέξης και την ακολούθησε χωρίς αντίσταση.

***
Όταν επέστρεψε στο σπίτι αναμαλλιασμένη κι εξαντλημένη, νόμιζε πως είχε ξυπνήσει από όνειρο. Δε μπορούσε να πιστέψει πόσο όμορφα είχε περάσει!
Όση ώρα ξέβγαζε την αλμύρα στο ντους, το μυαλό της χανόταν στις υπέροχες στιγμές που είχε ζήσει.
Στη μέση του απέραντου γαλάζιου, ο Αλέξης κι εκείνη, γυμνοί, να χαίρονται, να νιώθουν, ν' απολαμβάνουν! Κι όταν την πλησίασε, αισθάνθηκε τη ζεστασιά του σώματός του ακόμα και μέσα στο κρύο νερό. Το φιλί του ήταν υγρό κι αλμυρό, έμοιαζε σαν να 'χε καταπιεί ολόκληρη τη θάλασσα. Στην αρχή ήταν αμήχανη. Φοβόταν πως αν ο Αλέξης ζητούσε κάτι παραπάνω, θ' αναγκαζόταν να τον σταματήσει, όμως εκείνος σα να κατάλαβε το σφίξιμο του κορμιού της, σα να μάντεψε τις σκέψεις της και δεν έκανε καμία τέτοια κίνηση που να μεγαλώσει την αμηχανία της. Η Σοφία το αντιλήφθηκε, χαλάρωσε κι απόλαυσε!
Κι ύστερα, η σκέψη της κόλλησε στο ερωτευμένο του βλέμμα, εκεί στο γραφικό ταβερνάκι της Αφύτου, όπου της είπε πόσο όμορφη είναι κάτω από το λαμπερό ήλιο.
Ήταν υπέροχα, υπέροχα, υπέροχα!
Η Σοφία δεν ήθελε να σταματήσει ποτέ να αισθάνεται μ' αυτόν τον τρόπο.
Ας ήταν αιώνια αυτή η γλύκα, αυτή η ευτυχία!

***
Ο Αλέξης, αφού αποχαιρέτησε την Σοφία μ' ένα γρήγορο αλλά παθιασμένο φιλί, πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Ήταν μελαγχολικός παρ' ότι είχε περάσει μια πολύ όμορφη μέρα και γι' αυτό ευθυνόταν –εν αγνοία της- η Λένα.
Ο Αλέξης δεν ήταν ο άνδρας που θα το έπαιζε σε διπλό ταμπλό. Απλά δεν είχε το κουράγιο να πει στη Λένα την αλήθεια. Αναζητούσε τον χρόνο να μαζέψει την κατάλληλη ποσότητα δύναμης για να το τολμήσει. Μέχρι τότε η σχέση του με τη Λένα θα βρισκόταν αναγκαστικά σε αναμονή.
Καθώς οδηγούσε, άκουσε τη δόνηση του κινητού. Στην οθόνη του τηλεφώνου αναβόσβηνε η λέξη «μωρό». Θα ήθελε να ήταν η Σοφία, όμως εκείνη δεν είχε καταχωρηθεί ως μωρό του στο τηλέφωνο του παρά μόνο στην καρδιά του.
Η Λένα συνέχιζε να τον καλεί και 'κεινος πάλευε με τις τύψεις και τις ενοχές. Αν επιθυμούσε να μην κινήσει υποψίες, να μην προδοθεί και να μην την πληγώσει, έπρεπε ν' απαντήσει και να μιλήσει με τον συνηθισμένο τρόπο του. Κι έτσι έκανε!
-Έλα, μωρό μου...
-Αλέξη μου, τι κάνεις; Πού είσαι;
-Είχα πάει για μπανάκι με τον Φαέθοντα και τώρα γυρίζω σπίτι. Εσύ τελείωσες;
-Αχ ναι, μόλις μπήκα και 'γω σπίτι. Τα 'χω παίξει! Άντε να τελειώνω μ' αυτό το κωλόμπαρο γιατί ο ιδιοκτήτης μου 'χει βγάλει την ψυχή. Το ένα του βρομάει το άλλο του ξινίζει. Χάλασα την Κυριακή μου με τον μαλάκα. Εσύ καλά πέρασες, μωρό μου; Το είδα το μήνυμα σου, αλλά δε μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω αμέσως. Σε έπαιρνα αργότερα αλλά μάλλον δεν είχες σήμα. Καλλιθέα πήγατε;
-Ε; Ναι! Μωρό μου να σε πάρω όταν φτάσω, γιατί τώρα οδηγάω και...
-Α, ναι βρε Αλέξη, ξεχάστηκα. Γιατί δε μιλάς τόση ώρα και 'γω λέω και δε σταματάω. Θα τα πούμε αργότερα. Πάω να κάνω ένα ντουζάκι να χαλαρώσω.
-Οk!
-Α, Αλέξη, μήπως θες να 'ρθεις σπίτι μου να μείνουμε μαζί απόψε;
-Άσ' το καλύτερα ρε μωρό μου. Είμαι ψόφιος!
-Έχεις δίκιο. Ταλαιπωρία θα 'ναι! Δεν έχεις και καθαρά ρούχα για τη δουλειά εδώ για να ερχόσουν κατευθείαν.
-Είναι κι αυτό!
-Καλά, τα λέμε μετά. Φιλάκια!
Ο Αλέξης ξεφύσησε ανακουφισμένος. Τα 'χε καταφέρει! Η Λένα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ωραία!
Από 'δω και πέρα, τι;
Δεν ήξερε πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι φοβόταν για την τροπή που θα μπορούσαν να πάρουν. Ήλπιζε για το πιο ανώδυνο... για όλους!

***
Η εβδομάδα εκείνη ξεκίνησε με τη Σοφία να πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, οι άνθρωποι που τη γνώριζαν χρόνια, όπως ο Πέτρος, δε δυσκολεύονταν να καταλάβουν πως κάτι καλό της συνέβαινε. Ήταν ευδιάθετη και λαμπερή πράγμα που δεν άργησε να παρατηρήσει ο συνάδελφος της.
-Τι έγινε, μικρούλα; Είχαμε καμιά εξέλιξη;
-Τι εννοείς;
Η Σοφία μάντευε πού το πήγαινε. Σίγουρα ο Πέτρος πίστευε πως κάτι είχε προκύψει με το Φάνη. Η Σοφία βρήκε ευκαιρία να του ξεκαθαρίσει πως ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει καμία ερωτική εξέλιξη. Ήταν μόνο συνεργάτες και τίποτα παραπάνω.
-Ε, τότε; Νέο πρόσωπο;
-Νέο!
-Μπράβο, Σοφάκι! Το κρατάς μυστικό από μένα;
-Όχι, Πέτρο, δεν είχα σκοπό να το κρατήσω μυστικό. Απλά είναι πολύ φρέσκο ακόμα. Όταν το σιγουρέψω, μη στενοχωριέσαι, θα 'σαι ο πρώτος που θα μάθει λεπτομέρειες.
-Χαίρομαι για σένα. Είσαι καλό κορίτσι και σου αξίζει το καλύτερο. Εύχομαι να το βρήκες. Όχι που μου είχες κολλήσει στον ξερόλα τον Τάσο.
-Αχ, Πέτρο, σε παρακαλώ, μην αρχίζεις...
-Δεν αρχίζω, μη φοβάσαι. Έχω μέσα δουλειά. Άντε, καλή επιτυχία!, της είπε όλο νόημα.
Η Σοφία δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
Το ίδιο ευχόταν κι αυτή στον εαυτό της!

Διαβάστε το Απόσπασμα 09

 

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 07

Εκείνο το πρωινό ο Αλέξης είχε ρεπό. Ήταν ευκαιρία να περάσει από την τράπεζα για να τακτοποιήσει μια οφειλή. Είχε αρκετό κόσμο στο κέντρο. Ήλπιζε να βρει μια καλή θέση ν' αφήσει το αυτοκίνητο, μάταια όμως. Αναγκάστηκε να διπλοπαρκάρει ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών που όπως κι ο ίδιος, προσεύχονταν να μην περάσει από εκεί η δημοτική αστυνομία για όσο θα έλειπαν.
Η τράπεζα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κυρίως με ηλικιωμένους που περίμεναν στη σειρά για να παραλάβουν τις συντάξεις τους. Ο Αλέξης βλαστήμησε την κακιά του τύχη. Ήθελε να πιστεύει πως «οι γέροι στήνονται στην ουρά πρωί πρωί», όμως φαίνεται πως εκείνη την ημέρα είχαν τεμπελιάσει.
Κοίταξε το ρολόι του νευρικά. Ήταν 11 παρά τέταρτο και στις δώδεκα είχε ραντεβού μ' ένα φιλαράκι του από το στρατό για καφέ στην Κρήνη. Το 190 αναβόσβηνε στην πινακίδα των αριθμών προτεραιότητας κι εκείνος είχε το 258. Αν και εξυπηρετούσαν πέντε ταμεία, του φαινόταν αδύνατο να γίνει η δουλειά του χωρίς να στήσει το φιλαράκι του. Μέσα του αμφιταλαντευόταν.
«Να φύγω και να 'ρθω άλλη μέρα ή να περιμένω μήπως και περάσουν γρήγορα τα νούμερα;».
Η ένδειξη είχε φτάσει στο 193.
Ξανακοίταξε το ρολόι του. 11 παρά πέντε. Σκούρα τα πράγματα!
«Άσ' το καλύτερα. Άλλη φορά», κατέληξε.
Δευτερόλεπτα πριν κάνει το πρώτο βήμα, μια ξανθιά αιθέρια ύπαρξη τον πλησίασε και του έτεινε το χέρι.
«Το θέλεις; Το κρατούσα για μια φίλη αλλά δε θα 'ρθει τελικά».
Ο Αλέξης έστρεψε το βλέμμα στο χαρτάκι που του πρόσφερε η κοπέλα. Σ' αυτό αναγραφόταν το νούμερο 201.
-Ευχαριστώ πολύ. Με σώζεις!, της είπε και 'κεινη του χάρισε ένα χαμόγελο όλο γοητεία καθώς απομακρυνόταν.
Αν υπήρχε ελεύθερος χώρος στην καρδιά του, σίγουρα θα την είχε ερωτευτεί μετά από αυτό.
Πολύ γρήγορα έφτασε η σειρά του, τέλειωσε εξίσου γρήγορα τη δουλειά του στο ταμείο κι επέστρεψε στο διπλοπαρκαρισμένο του αυτοκίνητο που ευτυχώς ούτε το είχε πειράξει κάποιος «κακός» γερανός από τη θέση του ούτε κάποιος «κακός» αστυνομικός του είχε αφήσει σημείωμα για πρόστιμο.
Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει όταν ένα αυτοκίνητο μπήκε μπροστά του εμποδίζοντάς τον.
-Εδώ βρήκες να σταματήσεις βρε μαλάκα;
Από το αυτοκίνητο κατέβηκε μια γυναίκα. Μια γυναίκα που στον Αλέξη δεν ήταν άγνωστη. Μπροστά του στεκόταν η Σοφία χωρίς να τον έχει δει. Ο Αλέξης τα 'χε χάσει. Δεν περίμενε να την δει όπως και δεν περίμενε να χτυπά με τόσο δυνατό ρυθμό η καρδιά του στην περίπτωση που τη συναντούσε.
Ήταν τόσο όμορφη, τόσο αέρινη... Μια οπτασία! Ο Αλέξης είχε κοκαλώσει στο κάθισμα του και παρακολουθούσε τις κινήσεις της.
Αφού αποβιβάστηκε από το αμάξι από τη μεριά του συνοδηγού , έσκυψε στο ανοιχτό παράθυρο και φάνηκε κάτι να είπε στον οδηγό. Κούνησε το κεφάλι της σα να συμφωνούσε σ' αυτό που εκείνος της έλεγε κι ύστερα, πέρασε το δρόμο κι εξαφανίστηκε.
Το αυτοκίνητο που τη μετέφερε , ξεκίνησε κι ο Αλέξης ελευθερώθηκε. Μια ακατανίκητη επιθυμία του δημιουργήθηκε. Ήθελε να δει ποιος βρισκόταν στη θέση του οδηγού. Έμεινε πίσω από το αμάξι μέχρι εκείνο να σταματήσει με αλάρμ λίγο πιο πέρα. Έτσι, ο Αλέξης μπόρεσε να προσπεράσει αργά αντικρίζοντας το πρόσωπο του οδηγού. Ήταν ένας νεαρός άνδρας. Του φάνηκε από το λίγο που τον είδε, πως είχε κοκκινωπά μαλλιά.
Αμέσως ένα αίσθημα ζήλιας τον κυρίευσε.
Παράλογο αλλά ένιωθε σα να 'χε ανακαλύψει πως η κοπέλα του τον απατούσε.
Πόνεσε, θύμωσε.
-Ποιος είναι αυτός; Ποιος είναι αυτός ο κοκκινοτρίχης γαμώτο μου; έλεγε και ξανάλεγε στη διαδρομή.
Όταν έφτασε στην Κρήνη ήταν 12 παρά δέκα. Χαλάρωσε στη θέση του παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή.
-Αλεξάκο, αυτό δεν πρέπει να τ' αφήσεις έτσι, είπε στον εαυτό του. Πρέπει να δράσεις, φίλε.
-Ποιος είναι αυτός ο φακιδομούρης ρε; ρώτησε το είδωλό του στον καθρέφτη και
γέλασε δυνατά.
Στη συνέχεια, σοβάρεψε απότομα.
-Πάμε για καφεδάκι τώρα για να στανιάρουμε κι αργότερα, θα σχεδιάσουμε την επιχείρηση κατάκτησης της δεσποινίδος Σοφίας. Ε, δεν πάει άλλο!
Κατέβηκε, κλείδωσε και πήγε να συναντήσει το φίλο του που τον περίμενε.

***
Η Σοφία επέστρεψε κρατώντας ένα χαρτόκουτο με δυο πλαστικά ποτήρια καφέ. Έδωσε το ένα στον Φάνη.
-Ορίστε και το καφεδάκι σου.
-Να' σαι καλά. Τι έγινε τελικά; Το πήρες το πρόγραμμα;
-Ναι, ευτυχώς στο πρακτορείο ήταν μια πολύ εξυπηρετική κοπέλα. Μου έγραψε τα δρομολόγια σ' ένα χαρτί γιατί δεν τα είχαν εκτυπωμένα.
-Πότε έχει λεωφορείο για Αλβανία λοιπόν;
Η Σοφία συμβουλεύτηκε το «σκονάκι» της.
-Κάθε Τετάρτη στις 9 η ώρα το βράδυ.
-Επομένως έχουμε μια ελπίδα να τον εντοπίσουμε, αν βέβαια ο μάρτυρας σου κατάλαβε σωστά κι η Αλβανία δεν είναι στην πραγματικότητα Βουλγαρία ή Τουρκία. Εμείς πρέπει να 'μαστε καλυμμένοι από όλες τις πλευρές, γι' αυτό και το επόμενο μας βήμα είναι να του φτιάξουμε πορτρέτο με βάση τις μαρτυρίες, να το φωτοτυπήσουμε και να το στείλουμε στα σύνορα. Τι λες κι εσύ;
-Έχω μείνει άφωνη!
Ο Φάνης την κοίταξε χαμογελώντας περήφανα.
-Σου το 'πα, είμαι ο καλύτερος!, κορδώθηκε, όμως φαινόταν πως το διασκέδαζε.
-Δε γυρνάμε στο γραφείο λέω εγώ που μας περιμένει πολύ δουλειά;
Ο Φάνης δεν έφερε αντίρρηση κι άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου.

***
Οι μάρτυρες κλήθηκαν την επόμενη κιόλας μέρα να παραβρεθούν στα γραφεία της ασφάλειας για να δώσουν την περιγραφή του καταζητούμενου Σπύρου.
Η Μαριέττα, η σκιτσογράφος που συνεργαζόταν με την αστυνομία και την είχε βοηθήσει πολλές φορές με τα σκίτσα της, ήταν εκεί, έτοιμη να συνδυάσει μυαλό και ταλέντο με σκοπό το καλύτερο αποτέλεσμα.
Το πρώτο ραντεβού ήταν ο Δημήτρης, ο νεαρός από το μπαρ ο οποίος ήταν κι ο τελευταίος που είχε συναντήσει τον Σπύρο.
Στη συνέχεια, στο τμήμα κατέφτασαν παρέα η Μαρίνα και η Στέλλα και αργότερα, αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία με τους προηγούμενους, ήρθε η Σίσσυ.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά χωρίς εκπλήξεις κι η Μαριέττα παρέδωσε το τελικό της πορτρέτο στον Φάνη και τη Σοφία.
Το πρόσωπο του νεαρού που απεικονιζόταν στο σκίτσο ήταν μακρουλό μ' έντονες γωνίες. Τα μαλλιά ήταν χτενισμένα «καρφάκια» και ντεκαπαρισμένα σε ξανθό που πλησίαζε το λευκό. Τα μάτια ήταν μεγάλα και γαλανά, τα χείλη σαρκώδη. Κάτω από το αριστερό μάτι υπήρχε μια μικρή κρεατοελιά.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά σίγουρα ο Σπύρος δεν ήταν ο άνθρωπος που θα χανόταν μέσα στο πλήθος. Εάν δεν προχωρούσε σε κάποια αλλαγή, ήταν εύκολο ν' αναγνωριστεί. Ο Φάνης είχε την επιτυχία δεδομένη!
Η Σοφία πήρε το σκίτσο στο γραφείο της. Ένιωσε την ανάγκη να το επεξεργαστεί προσεκτικά, να το μελετήσει, ν' «ανοίξει διάλογο» μαζί του μήπως και της αποκαλύψει κάποιο μυστικό. Κοιτούσε το πορτρέτο βυθισμένη στις σκέψεις της.
Προσπαθούσε να ψυχολογήσει το κενό βλέμμα, τα ακούνητα χείλη.
«Άραγε είσαι εσύ αυτός που ψάχνω;».
Η απορία ήταν έκδηλη στην έκφρασή της.
Απάντηση όμως, δεν έπαιρνε. Το μυστήριο δε λυνόταν.
Τότε ήταν που ακούστηκε ο ήχος του κινητού της για να την επαναφέρει.
-Παρακαλώ;
-Σοφία, τι κάνεις; Ο Αλέξης είμαι!

***
Η Σοφία νόμισε πως ξαφνικά είχε εισβάλει σ' ένα όνειρο.
-Ποιος; ψέλλισε.
-Σοφία, μ' ακούς; Ο Αλέξης είμαι.
Ήταν επιτακτική ανάγκη ν' ανακτήσει τον χαμένο έλεγχο και να χειριστεί με ψυχραιμία την κατάσταση. Προτίμησε να παίξει το ρόλο της αδιάφορης.
-Α, έλα, Αλέξη, τι κάνεις;
Εκείνον φάνηκε να τον βολεύει η στάση της. Χωρίς να διστάσει, ξεστόμισε αυτό που είχε στο μυαλό του.
-Τι θα έλεγες να πραγματοποιούσαμε επιτέλους την έξοδο που' χαμε συμφωνήσει;
Η Σοφία είχε μείνει άναυδη με το θράσος του να της τηλεφωνεί μετά από τόσον καιρό σα να μη συνέβη τίποτα, όμως ήταν αποφασισμένη να μην του δώσει την ικανοποίηση ότι της είχε κοστίσει που δεν την διεκδίκησε.
Ήταν πολύ εγωίστρια για να πέσει ξανά ευάλωτη στην παγίδα του.
Η απάντησή της ήταν κοφτερή σα λεπίδι και του έκοψε τα φτερά.
-Άσ' το καλύτερα. Έχω πολύ δουλειά αυτό το διάστημα.
Στο μυαλό του Αλέξη κατά το άκουσμα της φράσης «πολύ δουλειά» καρφώθηκε η εικόνα του κοκκινομάλλη άνδρα με τον οποίο την είχε δει τις προάλλες.
-Δηλαδή δεν έχεις ούτε ένα διωράκι στη διάθεση σου να πάμε έστω για ένα καφέ; Στον ελεύθερο σου χρόνο τι κάνεις;
Η Σοφία αισθάνθηκε εκνευρισμό με την αδιακρισία του.
-Δεν έχω ελεύθερο χρόνο.
-Δεν το πιστεύω.
-Αλέξη, τι θες;
-Να σε δω.
-Δε γίνεται.
-Υπάρχει κάτι νέο στη ζωή σου, έτσι δεν είναι;
Ο διάλογος είχε πάρει περίεργη τροπή. Αν κάποιος τους άκουγε, θα στοιχημάτιζε πως γνωρίζονταν αρκετό καιρό. Ίσως να επέμενε πως πρόκειται για ερωτικό καβγαδάκι ενός ερωτευμένου ζευγαριού. Κανένας όμως, δε θα ισχυριζόταν πως αυτοί οι δυο άνθρωποι είχαν συναντηθεί όλο κι όλο τρεις φορές.
Η τελευταία ερώτηση του Αλέξη ξάφνιασε τη Σοφία και της προκάλεσε αμηχανία. Ποια έπρεπε να είναι η απάντησή της; Τι ήθελε πραγματικά; Να τον αποκόψει εντελώς διαλύοντας του κάθε ελπίδα να την κερδίσει ή απλά να τον «βασανίσει» και στη συνέχεια, να του δώσει την ευκαιρία που ζητούσε;
Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Ο Αλέξης ήταν στη γραμμή και απαιτούσε μιαν απάντηση.
-Δεν είναι αυτό..., βγήκε από τα χείλη της αβίαστα, σα νερό που κυλούσε και κανείς δεν ήταν ικανός να εμποδίσει τη ροή. Ήταν λέξεις της ψυχής που αρθρώνονται χωρίς να δώσουν εξηγήσεις στο μυαλό.
-Τότε, τι είναι; συνέχισε να πιέζει εκείνος.
Την ίδια στιγμή στο γραφείο μπήκε ο Φάνης φουριόζος. Κάτι είπε στη Σοφία μα εκείνη δεν άκουσε.
-Πρέπει να κλείσω. Έχω δουλειά. Τα λέμε...
Ήταν τα τελευταία της λόγια πριν τερματίσει την κλήση.
Η συνομιλία αυτή άφησε μια γλυκόπικρη γεύση στον Αλέξη. Δεν είχε την έκβαση που προσδοκούσε, αλλά είχε καταφέρει να ανοίξει ως τα μισά μια πόρτα που φοβόταν πως θα 'ταν κλειδωμένη.
Δε θα το άφηνε έτσι. Ήταν έτοιμος για το επόμενο καθοριστικό βήμα!

***
-Νομίζω πως το τελικό σκίτσο είναι απολύτως επιτυχές! Πολύ κοντά στο αληθινό πρόσωπο!
-Πώς το κατάλαβες αυτό, Φάνη; είπε αφήνοντας να βγει από μέσα της ένας βαρύς αναστεναγμός.
-Από την αντίδραση της τελευταίας κοπελίτσας, της Σίσσυς. Τρόμαξε όταν είδε το αποτέλεσμα. Έκανε σα να τον είχε μπροστά της.
Η Σοφία δεν έδειξε να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του συναδέλφου της.
-Για να σε δω... Τι συνέβη; Ποιος ήταν στο τηλέφωνο και κατέβασες τέτοια μούτρα;
Αυτή η αδιακρισία του Φάνη της έδινε στα νεύρα.
Τον κοίταξε με το αφοπλιστικό της βλέμμα που δεν άφηνε περιθώρια για περαιτέρω ερωτήσεις.
-Καλά, καλά , μια κουβέντα είπαμε βρε παιδάκι μου. Εγώ απλώς σε νοιάζομαι και...
Την εξομολόγηση του Φάνη διέκοψε η είσοδος του Πέτρου στο γραφείο. Η νέα άφιξη όμως, δεν ήταν ικανή να ξεκολλήσει το μυαλό της Σοφίας από την τελευταία πρόταση του Φάνη.
«Εγώ απλώς σε νοιάζομαι;».
Η Σοφία αναρωτήθηκε αν είχε ακούσει καλά.
«Με νοιάζεται; Από πού κι ως πού; Τι παράξενο! Από εκεί που δεν είχα κανέναν, τώρα ξαφνικά έγιναν δυο. Ω, Θεέ μου!».
Τις σκέψεις της διέλυσε ο Πέτρος που της απηύθυνε το λόγο.
-Τι λες, Σοφία;
-Για ποιο πράγμα;
-Ά, καλά! Αυτή , Πέτρο γι' αλλού ταξιδεύει. Βάζω στοίχημα πως δεν άκουσε λέξη. Κάνε ένα κόπο να της τα ξαναπείς!
Η Σοφία εστίασε στον Φάνη.
«Με νοιάζεται; Αφού όλο κόντρα μου πηγαίνει».
-Λοιπόν, Σοφάκι , το Σάββατο θα γιορτάσουμε με τη Μάνια την επέτειο μας. Θα κάνουμε ένα παρτάκι. Θα 'ρθεις, έτσι δεν είναι;
Γελούσαν και τ' αυτιά του ερωτευμένου Πέτρου.
Η Σοφία δε μπορούσε να μη χαμογελάσει.
-Εννοείται πως θα έρθω!
Το αγνό χαμόγελό της όμως, επισκίασαν τα λόγια του Φάνη:
-Εννοείται πως θα έρθουμε.

***
Σ' όλη τη διαδρομή σκεφτόταν τις ατάκες του Φάνη. Δεν του είχε δώσει κανένα δικαίωμα να της συμπεριφέρεται έτσι, να της πετά σπόντες και να προσπαθεί με τον δικό του μοναδικό, γεμάτο αυτοπεποίθηση τρόπο να την «εξουσιάζει» λες και είναι ζευγάρι. Στο κάτω κάτω δεν ήθελε να την νοιάζεται, δεν ήθελε να του προκαλεί το ενδιαφέρον. Της αρκούσε να τη βλέπει ως απλή συνάδελφο, όπως έπραττε κι η ίδια.
Η Σοφία σιχαινόταν τους αυταρχικούς άνδρες. Την απωθούσαν τ' αρσενικά που χωρίς να σε ρωτήσουν , σε όριζαν δική τους, κατάκτησή τους και σου επιβάλλονταν με το «έτσι θέλω». Από την άλλη, θαύμαζε τους άνδρες που ξέρουν να διεκδικούν, που πολεμούν να σε κατακτήσουν χωρίς να σε θεωρούν δεδομένη. Έναν τέτοιο ονειρευόταν στο πλευρό της η Σοφία κι ίσως εκείνο το απόγευμα να πλησίασε τ' όνειρο καθώς έμπαινε στην πολυκατοικία όπου έμενε.
-Σοφία...
-Αλέξη, τι κάνεις εδώ;
Είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια «ρουφώντας» την εικόνα του αναψοκοκκινισμένου άνδρα που της έκλεινε το δρόμο με το καλογυμνασμένο σώμα του.
-Ήθελα να σε δω!
-Γιατί;
Η ερώτησή της ήταν κοφτή, απότομη, σα να υπενθύμιζε στον εαυτό της πως δεν έπρεπε να λυγίσει μπροστά του.
-Πάμε πάνω. Θέλω να μιλήσουμε!
-Καλύτερα όχι, Αλέξη.
-Τότε, πάμε κάπου έξω. Σ' ένα καφέ, σ' ένα εστιατόριο. Θα είσαι πεινασμένη, έτσι δεν είναι;
-Κουρασμένη είμαι, Αλέξη. Οπότε καλύτερα να το αφήσουμε...
-Γιατί να το αφήσουμε ρε Σοφία; Γιατί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας; Αφού ξέρουμε κι οι δυο πως από την πρώτη στιγμή που οι ματιές μας συναντήθηκαν, αισθανθήκαμε έναν δυνατό ηλεκτρισμό, μια ανεξήγητη έλξη. Κάνω λάθος; Πες μου σε παρακαλώ. Αν μου πεις ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο για σένα και πως όλα είναι της φαντασίας μου, σου υπόσχομαι να μη σε ξαναενοχλήσω ακόμα κι αν κομματιάσω την καρδιά μου.
Της μιλούσε βαθιά, ειλικρινά. Το βλέμμα του ήταν καθαρό κι οι λέξεις, γάργαρες.
Ο έρωτας τους όλο αυτό το διάστημα ήταν σιωπηλός, έμμεσος και τώρα ξαφνικά , έβγαινε με ορμή στην επιφάνεια κάνοντας τη Σοφία να τα χάσει.
-Κι αν εξαφανιστείς πάλι;
-Δεν εξαφανίστηκα. Άφησα το χρόνο να δοκιμάσει τα συναισθήματά μου.
-Και;
-Και τι; Δε με βλέπεις; Είμαι εδώ μπροστά σου. Λιώνω!
Η Σοφία δε μπόρεσε να κρατήσει ένα ειρωνικό γελάκι ακούγοντας τις υπερβολές του.
-Μ' αμφισβητείς;
-Πώς , όχι; Έχεις σκεφτεί ότι δε γνωριζόμαστε καλά καλά;
-Δε με νοιάζει. Μου αρκεί αυτό που αισθάνομαι. Και πίστεψέ με , είναι πολύ δυνατό!
-Με τρομάζεις! Σε παρακαλώ, δώσε μου χρόνο να σκεφτώ. Μην πιέζεις άλλο την κατάσταση. Είμαι μπερδεμένη.
-Υπάρχει άλλος;
Η αγωνία στη φωνή του ήταν έκδηλη.
-Αυτό μου το ρώτησες και στο τηλέφωνο και σου απάντησα. Όχι, δεν υπάρχει άλλος. Υπάρχω μόνο εγώ και εγώ θέλω να σκεφτώ. Μπορώ;
Ο Αλέξης χαμήλωσε το βλέμμα και ψέλλισε: «Μπορείς».
-Ωραία! Όταν είμαι έτοιμη, θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου. Εντάξει;
Το δέχτηκε. Δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έφυγε αφήνοντάς την ν' απορεί με την ξαφνική του επιμονή. Δεν της είχε αποκαλύψει πως την είχε δει με τον Φάνη εκείνη τη μέρα. Δε θέλησε να μοιραστεί μαζί της πως η ζήλια φούντωσε μέσα του και πως δεν κατάφερε να τη βγάλει στιγμή από το μυαλό του.
Το κεφάλι του το 'νιωθε βαρύ. Σα μαθητής που αδυνατεί να λύσει μια δύσκολη άσκηση στα μαθηματικά και παιδεύεται.
Κάτι είχε ξεχάσει. Τον είχε συνεπάρει ο έρωτας και κάτι του είχε διαφύγει.
Η Λένα!
«Είναι και η Λένα στη μέση ,που να πάρει!».

***
-Δυστυχώς κανένα νέο από τα σύνορα. Δε χάνουμε όμως, τις ελπίδες μας.
-Όχι, ψέλλισε η Σοφία αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό να βγει από μέσα της.
Ο Φάνης συνοφρυώθηκε.
-Τι συμβαίνει, δεσποινίς; Πολύ συχνά σ' ακούω ν' αναστενάζεις τώρα τελευταία και δεν πιστεύω πως έχει να κάνει με την υπόθεση. Κάνω λάθος;
Οι μύες του προσώπου της Σοφίας συσπάστηκαν, σημάδι ότι ενοχλήθηκε από το σχόλιο του Φάνη.
-Γιατί δεν ανοίγεσαι ρε κορίτσι μου; Αν υπάρχει κάτι που σε απασχολεί, μπορούμε να το συζητήσουμε και ίσως σε βοηθήσω να βρεις μια λύση. Τι φίλοι είμαστε;
Η Σοφία τον κοιτούσε εξεταστικά χωρίς να μιλά.
« Παράξενα όντα οι άνδρες», σκεφτόταν.
« Ίσως, απλώς διαφορετικά», διόρθωσε.
Ό,τι κι αν ίσχυε, από εκείνη απείχαν μίλια μακριά. Μπορούσε όμως, να ζήσει χωρίς αυτούς; Η μοναξιά είναι καλή, για κάποιους! Για ένα χρονικό διάστημα. Με την αιώνια μοναξιά τι γίνεται; Δεν αντέχεται! Η Σοφία είχε μείνει αρκετό καιρό μόνη. Ο μαγνήτης του Αλέξη που την έλκυε τόσο δυνατά ήταν αδιάψευστος μάρτυρας. Για τη Σοφία, μοναξιά τέλος!
Φυσικά, είχε αποφασίσει ότι δε θα του παραδινόταν τόσο εύκολα. Όμως, είχε αποφασίσει ότι θα του παραδινόταν!
Κι ο Φάνης; Θα έμενε στην αφάνεια!
-Να περάσω αύριο να σε πάρω να πάμε μαζί στο πάρτι του Πέτρου;
Έκανε κι εκείνος την προσπάθεια του.
-Να περάσεις!
Του άναβε κι η Σοφία το πράσινο φως.
Πολλές φορές οι γυναίκες εκμεταλλεύονται το ενδιαφέρον ενός άνδρα γι' αυτές.
« Ωχ, πού να παίρνω τώρα τ' αμάξι κι άντε να βρω να παρκάρω εκεί. Δε μπορώ να οδηγήσω και με τα ψηλοτάκουνα, πρέπει ν' αλλάζω παπούτσια. Κι αν πιω και λίγο παραπάνω, πώς θα γυρίσω; Άσε, καλύτερα να πάω με τον Φάνη».
-Να περάσεις!, επανέλαβε αφού επιβεβαιώθηκε πως ήταν η πιο σωστή επιλογή.

Διαβάστε το Απόσπασμα 08

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 06

Ο διοικητής καλωσόρισε τη Σοφία. Της είχε αδυναμία και πάντα την επαινούσε για το ζήλο που επιδείκνυε σε κάθε υπόθεση που αναλάμβανε.
Εκείνο το πρωινό δεν ήταν μόνος στο γραφείο. Απέναντι του στεκόταν ένας μεγαλόσωμος νεαρός άνδρας που η Σοφία δεν είχε ξαναδεί.
Ο διοικητής έσπευσε να κάνει τις συστάσεις.
-Αστυνόμε, αυτή είναι η εξαίρετη συνάδελφος για την οποία σου μίλησα. Η αστυνόμος Σοφία Καλλίτση.
Στη συνέχεια, στράφηκε προς τη Σοφία:
-Ο αστυνόμος Φάνης Παχούμης ανήκει στο τμήμα εξερευνήσεων της Δ.Ε.Ε. Ήρθε από την Αθήνα για να βοηθήσει.
Ο νεαρός άνδρας έτεινε το χέρι του προς τη Σοφία λέγοντας χαμογελαστά πως χάρηκε για τη γνωριμία. Εκείνη από την άλλη, που είχε μείνει άναυδη, δεν κατάφερε να πει το ίδιο παρά μόνο να κάνει μηχανικά την ίδια κίνηση ώστε να πραγματοποιηθεί η χειραψία.
-Λοιπόν, Σοφία, είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε μια άψογη συνεργασία.
Κι ο διοικητής δεν έχασε την ευκαιρία να τον διαβεβαιώσει γι' αυτό.
Όταν επέστρεψε στο γραφείο της, η Σοφία ξέσπασε στον Πέτρο.
-Η γνωστή σου μάλλον το άνοιξε το στοματάκι της.
-Η Νάντια;
-Ε, ποιος άλλος; Για να στέλνουν έναν άσχετο για να μας ελέγξει;
-Γιατί τον αποκαλείς άσχετο; Μπορεί να 'ναι ικανός και ν' αποδειχθεί χρήσιμος συνεργάτης.
-Άσε με ρε Πέτρο. Εμείς τόσο καιρό πασχίζουμε μ' αυτήν την υπόθεση και δε βγάζουμε άκρη και τώρα, ο Αθηναίος θα κουνήσει απλά τα χέρια και θα λύσει το μυστήριο;
Ο Πέτρος δε μπορούσε να δικαιολογήσει την έκρηξη της Σοφίας.
-Γιατί αντιδράς τόσο αρνητικά;
-Δεν καταλαβαίνεις; Αφενός δε μου αρέσει καθόλου να μ' ελέγχουν στη δουλειά μου άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα για το ποια είμαι και τι έχω κάνει μέχρι στιγμής κι αφετέρου, για να καθίσω και να τον κατατοπίσω πλήρως ώστε να μπορεί ν' ακολουθήσει, πρέπει ν' αφιερώσω πολύ χρόνο κι η έρευνα θα μείνει στάσιμη γι' αυτό το διάστημα.
-Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό. Αν σου φαίνεται χρονοβόρο να τον ενημερώσεις για την υπόθεση, αναλαμβάνω να το κάνω εγώ. Απλό!
Η Σοφία δε μίλησε. Μονάχα έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό σα να' θελε να διώξει από μέσα της αυτό που την ενοχλούσε.
-Μ' έχει κυριεύσει το άγχος, είπε με ήπιο τόνο.
Ο Πέτρος συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού του.
-Είναι που δε μ' αρέσουν οι αλλαγές.
-Κακώς!
-Λες, ε;
-Λέω! Γιατί τις περισσότερες φορές γίνονται για καλό.
-Να, να τώρα θα το πεις! Το βλέπω!, είπε γελώντας η Σοφία.
Ο Πέτρος άρχισε κι αυτός να γελά χωρίς να ξέρει το λόγο.
-Ποιοοο;
-Για το προξενιό... Παραδέξου το, θα το έλεγες, έτσι δεν είναι.
Οι δυο τους ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια. Το είχαν ανάγκη. Και οι δυο!

***
Τελειώνοντας τη βάρδια της η Σοφία μπήκε στο αυτοκίνητό της κι ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, όταν ένα ρυθμικό χτύπημα στο τζάμι τη σταμάτησε.
Ήταν ο Φάνης, ο νέος συνεργάτης που της χαμογελούσε.
Η Σοφία πάτησε ένα κουμπί και το τζάμι αυτόματα υποχώρησε. Έτσι μπορούσε να τον δει καθαρά.
-Φεύγεις, ε; της είπε κι η φωνή του ήταν τόσο βαριά που έφτασε στ' αυτιά της Σοφίας σαν ένα ενοχλητικό βουητό.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά με μια κίνηση του κεφαλιού της ενώ περίμενε ν' ακούσει το επόμενο σχόλιο του. Τελικά, ο Φάνης ήθελε να της ζητήσει μια χάρη.
-Να, έλεγα μήπως, δηλαδή..., άρχισε διστακτικά. Αν έχεις χρόνο μέσα στο Σαββατοκύριακο να βρεθούμε για να με κατατοπίσεις σχετικά με την έρευνα.
«Ήταν που θα το αναλάμβανε ο Πέτρος...», ήταν η πρώτη σκέψη της Σοφίας.
Ο Φάνης συνέχισε να δικαιολογείται.
-Απλώς εγώ το σκέφτηκα σαν ευκαιρία για να γνωριστούμε αφού θα συνεργαστούμε. Αν μπορούσες να μου κάνεις και μια μικρή ξενάγηση στην πόλη γιατί πέρα από τον Λευκό Πύργο και την Καμάρα δεν ξέρω τίποτα άλλο για να πω την αλήθεια.
Η Σοφία έκρυψε επιτυχώς τη δυσανασχέτησή της.
-Δώσε μου τον αριθμό του κινητού σου και θα σε πάρω για να κανονίσουμε, οk;
Εκείνος έδειξε να ευχαριστήθηκε προσωρινά κι ύστερα, άρχισε πάλι:
-Αν μπορείς, έτσι; Δε θέλω να σου δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα.
«Δεν έχω γκόμενο αν αυτό εννοείς», σκέφτηκε η Σοφία κι αμέσως μετά, αφού τον «καθησύχασε» γι' ακόμη μια φορά πως όλα ήταν σε τάξη, τον αποχαιρέτισε.
Στη διαδρομή ως το σπίτι της, δε σταμάτησε να μιλά με τον εαυτό της.
-Νόμιζες πως θα τη γλίτωνες, Σοφάκι. Έπεσες έξω! Τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα κανονίσει τίποτα για το Σαββατοκύριακο. Θα κάνω παρέα με τον Φάνη, τον μεγαλόκαρδο γίγαντα. Που να 'ξερες, Πέτρο τι μου 'λαχε! Ραντεβού δεν ήθελες να μου κανονίσεις, ε, ραντεβού θα βγω τελικά. Ωωωωχ, Παναγίτσα μου!
... και μετά της ήρθε μια εικόνα στο μυαλό με τον Φάνη γονατιστό μπροστά της κρατώντας ένα δαχτυλίδι αρραβώνων.
-Λεεεες; είπε και γέλασε κοροϊδευτικά.

***

Ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένα Σαββατοκύριακο. Τόσο μακριά τα σώματα, τόσο κοντά οι σκέψεις!
Ο Αλέξης κι η Λένα είχαν φτάσει στο τετράστερο ξενοδοχείο της Χαλκιδικής τ' οποίο έσφυζε από κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν τουρίστες από το εξωτερικό. Η συμπαθέστατη ρεσεψιονίστ τους υποδέχτηκε στ' αγγλικά κι όταν κατάλαβε πως το ζευγάρι ήταν Έλληνες εξέφρασε τον ενθουσιασμό της χωρίς ενδοιασμούς.
Η Λένα πήρε στα χέρια της το κλειδί του δωματίου κι ένιωσε μια ανείπωτη χαρά να την πλημμυρίζει. Ήταν σα να συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή τι της συνέβαινε. Το ήθελε πολύ αυτό το ρομαντικό διήμερο με τον αγαπημένο της. Είχαν καιρό να κάνουν κάτι οι δυο τους. Το τελευταίο διάστημα το είχαν περάσει με πολλούς καβγάδες οπότε αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία για ν' αναζωπυρώσουν τη σχέση τους.
Πριν ανεβούν στο δωμάτιο που βρισκόταν στον τρίτο όροφο, η Λένα επέμεναν να περάσουν από το χώρο ευεξίας ώστε να κλείσουν ραντεβού για SPA. Ο Αλέξης δεν είχε σκοπό να της χαλάσει χατίρι και γι' αυτό εκείνη τον αντάμειψε μ' ένα γλυκό φιλί.
Το ραντεβού κανονίστηκε για την ίδια μέρα στις πέντε. Σειρά είχε τώρα να δουν σε ποιο δωμάτιο θα περνούσαν τη νύχτα τους. Δεν απογοητεύτηκαν από το θέαμα. Το δωμάτιο ήταν άνετο κι ευρύχωρο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ, τα έπιπλα, καφέ κι αυτά έμοιαζαν καινούρια. Οι χρυσοκέντητες κουρτίνες ήταν ασορτί με το πάπλωμα που σκέπαζε το κρεβάτι. Το μπάνιο μεγάλο, άστραφτε από καθαριότητα ενώ το ατού του ήταν η μπανιέρα- υδρομασάζ.
Η Λένα ανακαλύπτοντας το πλεονέκτημα του μπάνιου χαμογέλασε πονηρά στον Αλέξη και 'κεινος είδε τα μεγάλα καστανά μάτια της ν' αποκτούν μια πράσινη λάμψη. Στην αρχή, τρόμαξε, μετά, προσγειώθηκε στην πραγματικότητα και μάλωσε τον εαυτό του σιωπηλά.
«Αυτή είναι η Λένα. Είμαι με τη Λένα», σκέφτηκε.
Κι ενώ ο Αλέξης ήταν με τη Λένα, η Σοφία ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Φάνη.
Είχαν κανονίσει να γευματίσουν μαζί σ' ένα εστιατόριο της Λεωφόρου Νίκης με θέα τον Θερμαϊκό.
Είχαν δώσει ραντεβού μπροστά στην είσοδο του Λευκού Πύργου στις δύο κι η Σοφία έφτασε πρώτη πράγμα που τη δυσαρέστησε. Δεν είχε καμιά όρεξη να περιμένει μέσα στη ζέστη του μεσημεριού τον «κοκκινοτρίχη γίγαντα».
« Α, Σοφάκι, τι έχεις πάθει; Γιατί τον αντιπάθησες τόσο πολύ τον άνθρωπο; Δώσε του μια ευκαιρία. Μπορεί να 'ναι καλό παιδί και εκτός από συνάδελφοι, να γίνετε και φίλοι», είπε στον εαυτό της και πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη σκέψη της, άκουσε τ' όνομά της. Γύρισε κι είδε τον Φάνη που ερχόταν προς το μέρος της.
-Ήμουν από την άλλη μεριά και χάζευα τα νερά, της είπε απολογητικά.
-Μην ανησυχείς. Μόλις ήρθα!
Ο Φάνης χαμογέλασε κι η Σοφία έφερε συνειρμικά στο νου της την εικόνα του SHREK, του πράσινου τέρατος των κινουμένων σχεδίων.
Περπάτησαν στην παραλία ο ένας πλάι στον άλλον μέχρι το εστιατόριο. Ο Φάνης αποδείχτηκε ευχάριστη παρέα αφού η ενέργεια του παρέσυρε τη Σοφία κι έδιωξε όλη εκείνη τη μουντάδα που είχε φορτωθεί από τις αρνητικές σκέψεις της.
Κάθισαν στο μπαλκόνι του εστιατορίου για ν' απολαμβάνουν τη θέα όσο θα τρώνε κι ο Φάνης μιλούσε... και μιλούσε. Κι αφού παρήγγειλαν, ο Φάνης συνέχιζε να μιλά. Η Σοφία έτρωγε κι άκουγε... μέχρι που έπαψε να τον παρακολουθεί κι άρχισε να ονειρεύεται. Φανταζόταν πως απέναντι της, στη θέση αυτού του καλοντυμένου ψηλού κι εύσωμου άνδρα με τα κοκκινωπά μαλλιά, τις φακίδες στο πρόσωπό του και τη μπάσα φωνή, καθόταν ένας άλλος άνδρας πολύ όμορφος με δυο μεγάλα γαλανά μάτια να την κοιτούν και να της υπόσχονται.
-Έτσι δεν είναι, Σοφία; Δίκιο δεν έχω;
Κι η Σοφία επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα.
-Ναι, ναι, βέβαια, ψέλλισε κι ύστερα, σαν τιμωρημένο παιδί κατσούφιασε.
Ο Φάνης μιλούσε και δεν πρόσεξε την αλλαγή στη διάθεσή της!

***
Ο Φάνης πρότεινε να συνεχίσουν την έξοδό τους πίνοντας ένα καφέ στην παραλία της Κρήνης.
-Έχω ακούσει πολλά για την Κρήνη και για τα ωραία μπαρ κι εστιατόρια της αλλά δεν έτυχε ποτέ να τα επισκεφτώ. Τι λες;
Η Σοφία ήθελε πολύ ν' αρνηθεί μα δεν τα κατάφερε. Ο Φάνης είχε κι άλλο κρυμμένο άσσο στο μανίκι του.
-Να συζητήσουμε και για την υπόθεση. Εγώ σου τα είπα όλα. Σειρά σου τώρα...
Κι η Σοφία τον πίστεψε και τελικά, δέχτηκε. Αναγκαστικά θ' αποχωριζόταν τον πονοκέφαλο που την τυραννούσε αργότερα.
Συμφώνησαν να κινηθούν μ' ένα αυτοκίνητο κι επειδή η Σοφία είχε παρκάρει πιο κοντά στο σημείο όπου βρίσκονταν και γνώριζε το δρόμο, αποφάσισαν πως θα πήγαιναν με το δικό της.
Στη διαδρομή έβαλε μουσική ν' ακούγεται από το ραδιόφωνό της αλλά δυστυχώς για εκείνη, ο Φάνης δεν πτοήθηκε κι ακουγόταν κι η δική του μπάσα φωνή. Η Σοφία βλαστημούσε μέσα της την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκε την πρότασή του για καφέ και φανταζόταν να σταματά σε ανύποπτη στιγμή το αυτοκίνητο και να τον πετά έξω με τις κλωτσιές.
Φτάνοντας ο Φάνης έδειξε να γοητεύεται από την ομορφιά της περιοχής. Μάλιστα διάλεξε ο ίδιος το καφέ όπου θα κάθονταν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Αφού παρήγγειλαν δυο παγωμένους φραπέ, ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή της
Σοφίας. Δεν είχε σκοπό να τελειώσει τη «βόλτα» χωρίς να ενημερώσει τον Φάνη για την υπόθεση γιατί υπήρχε ο φόβος να της ζητήσει να την επαναλάβουν κι η Σοφία δεν ήταν διατεθειμένη να το επιχειρήσει ξανά.
Προς μεγάλη της έκπληξη ο Φάνης παρακολουθούσε τα λεγόμενα της μ' ενδιαφέρον και τη διέκοπτε μόνο για να υποβάλλει διευκρινιστικές ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις αυτές ήταν εύστοχες κι η Σοφία συμπέρανε πως ο Φάνης μπορεί να είχε περίεργη συμπεριφορά αλλά στη δουλειά του έδινε βαρύτητα κι επεδείκνυε σοβαρότητα.
Ίσως λοιπόν, ο Φάνης να αποδεικνυόταν πολύτιμος συνεργάτης!
Αφού τελείωσαν και με τον καφέ τους , η Σοφία ανακουφισμένη τον μετέφερε με το αυτοκίνητό της εκεί όπου είχε παρκάρει ο Φάνης το δικό του. Αποχαιρετίστηκαν κι όταν έμεινε μόνη, η Σοφία έδιωξε την υπερένταση μ' έναν βαθύ αναστεναγμό.

***
Οι μέρες περνούσαν, ο Αλέξης παρέμενε στη σχέση με τη Λένα, η Σοφία έχτιζε τη δική της με το νέο της συνάδελφο.
-Ακολουθώ μια συγκεκριμένη τακτική στη δουλειά μου. Προσπαθώ να φτιάξω το ψυχολογικό προφίλ του δράστη με τη χρήση των ήδη υπαρχόντων δεδομένων. Όσον αφορά αυτή την υπόθεση, έχω σκεφτεί το εξής. Αν δεχτούμε ότι ο Σπύρος είναι ο δολοφόνος και γνωρίζει ότι βρισκόμαστε στα ίχνη του, τότε είναι φυσικό να κρύβεται και να μην προχωρεί σε νέο έγκλημα με το φόβο ότι αν κάτι πάει στραβά, θα μας δώσει τ' αποδεικτικά στοιχεία που αναζητούμε.
-Ελπίζω να μη μεταφράζω σωστά τη σκέψη σου, Φάνη. Δεν εννοείς πως συμφέρον για μας αποτελεί η διάπραξη ενός ακόμα φόνου.
-Ξέρω πως ακούγεται τρομακτικό. Όμως, δε μας βοηθά καθόλου στην περίπτωση αυτή το προφίλ του «φοβισμένου δολοφόνου». Πρέπει να βγει από το καβούκι του νομίζοντας πως δεν τον υποψιάζεται κανείς κι εμείς με μια αιφνίδια κίνηση να τον τσακώσουμε.
-Να φανταστώ πως εμμέσως κρίνεται η δουλειά μου αυτή τη στιγμή;
-Προς Θεού , Σοφία , δεν υπονοώ...
-Ναι, Φάνη, σίγουρα δεν υπονοείς. Θεωρείς πως η δική μου τακτική να ψάχνω μ' ανοιχτά χαρτιά για τον Σπύρο είναι αδύνατον να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνάς όμως, πως δεν είχα κανένα στοιχεία για το άτομό του. Έπρεπε να ρωτήσω για να μάθω, διαφορετικά πώς θα ξεκινούσα την έρευνα μου;
-Σωστό ήταν ν' απευθυνθείς πρώτα στην αρμόδια υπηρεσία κι ύστερα, να βγεις στους δρόμους...
-Ε, Φάνη ως εδώ, δε σου επιτρέπω.
-Μην αρπάζεσαι, Σοφία.
-Δε νομίζω ότι σου 'χω δώσει το δικαίωμα να μου μιλάς μ' αυτόν τον τρόπο κι ούτε να κρίνεις φυσικά τη δουλειά μου.
-Ηρέμησε, ηρέμησε! Εδώ είμαστε για να συνεργαστούμε κι όχι για να τσακωθούμε. Σου ζητώ συγγνώμη αν σε προσέβαλα. Εγώ απλώς εξέφρασα την άποψη μου.
Η Σοφία έδειχνε φανερά εκνευρισμένη. Ωστόσο, με μια βαθιά αναπνοή προσπάθησε να διώξει τη σύγχυσή της αφού δε θα οδηγούσε πουθενά η τεταμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους.
Η συμπεριφορά του Φάνη της έμοιαζε αλαζονική.
«Ήρθε ο ξερόλας να μας μάθει τη δουλειά μας», σκεφτόταν.
Κι επειδή κι η μοίρα δε συμπαθεί τους αλαζόνες και τους ξερόλες, την ίδια στιγμή ήχησε στο γραφείο το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Απάντησε η Σοφία.
-Είμαι ο Δημήτρης, ο μπάρμαν από το MOSTRO στη Νεάπολη. Δεν ξέρω αν με θυμάστε. Χθες βράδυ πέρασε ο Σπύρος που ψάχνατε, από το μαγαζί. Δεν είπαμε πολλά γιατί γινόταν χαμός. Το μόνο που κατάφερα να μάθω είναι ότι από βδομάδα φεύγει στο εξωτερικό. Δε μου είπε ακριβώς για πού αλλά από τα συμφραζόμενα, μάλλον για Αλβανία το κόβω...
Η Σοφία κατέβασε το ακουστικό έχοντας ένα ειρωνικό μειδίαμα στις άκρες των χειλιών της. Κοίταξε τον Φάνη κι απλώς, πρόφερε:
-Όπως είπες κι εσύ, βγήκα στους δρόμους ψάχνοντας. Ξεχνάς μάλλον ότι ο δρόμος πάντα κάπου βγάζει.
Ο Φάνης δε μίλησε για να μην οξύνει τα πνεύματα, ήταν όμως φανερό από το ύφος του προσώπου του ότι σκεφτόταν:
«Εύχομαι, όχι σε αδιέξοδο».

***
Οι έρευνες τώρα έπρεπε να 'ναι εντατικές. Το σημείο ήταν κρίσιμο. Είχαν την ευκαιρία να πιάσουν επιτέλους το «φάντασμα» Σπύρος και οι κινήσεις τους έπρεπε να 'ναι πολύ προσεκτικές αλλά συγχρόνως γρήγορες και αποτελεσματικές.
Συναίσθημα και λογική στο εσωτερικό της Σοφίας είχαν έρθει σε σύγκρουση. Από τη μια, η συμπεριφορά του ξερόλα Φάνη της έδινε στα νεύρα από την άλλη, το μοίρασμα του βάρους της υπόθεσης της είχε φέρει μια ανέλπιστη ανακούφιση και της είχε δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας. Βέβαια, ήταν πολύ πεισματάρα κι εγωίστρια για να παραδεχτεί τα οφέλη αυτής της συνεργασίας. Ακόμα κι όταν αντιλαμβανόταν τα σημάδια, τα έσπρωχνε βαθιά μέσα της με το φόβο μην ξεφύγει κάποιο προς την επιφάνεια.
Κι ο Φάνης όμως, βίωνε μια εσωτερική «τρικυμία». Για 'κεινον ίσως ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Η Σοφία του άρεζε! Του άρεζε πολύ κι επικίνδυνα! Δεν είχε σκοπό να της το κρύψει αλλά τα βήματά του θα ήταν μελετημένα. Το πρώτο που είχε να κάνει ήταν να κοντρολάρει το συναίσθημα για να μη χάσει τον έλεγχο κι ύστερα, σιγά σιγά να της δώσει τα πρώτα στίγματα μέχρι ν' αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά. Ο Φάνης ήταν αυστηρά μεθοδικός. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Στη δουλειά αλλά και στον έρωτα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο. Κι αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με την εξέλιξη των πραγμάτων αλλά και με το αποτέλεσμα. Ήταν σίγουρος πως ο δολοφόνος θα πιανόταν ή μάλλον, ότι θα τον έπιανε ο ίδιος γιατί ήταν πολύ καλός , ναι , ο καλύτερος στη δουλειά του, όπως πίστευε. Ήταν σίγουρος επίσης, πως η Σοφία θα έπεφτε στην αγκαλιά του. Πώς άλλωστε να του αντισταθεί; Ο Φάνης θα συλλάβει το δολοφόνο, η Σοφία θα τον θαυμάσει και θα πέσει στην αγκαλιά του. «Προσχεδιασμένο το κόλπο!», σκεφτόταν μ' ένα χαμόγελο γεμάτο δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Κι ίσως να εξελίσσονταν μ' αυτόν τον τρόπο τα πράγματα
-ποιος ξέρεις;- αν εκείνη τη μέρα δεν...

Διαβάστε το Απόσπασμα 07

Στη σκιά του Αυγερινού

sth skia

 

Πίσω από κάθε μεγάλο άντρα κρύβεται συνήθως μια μεγάλη γυναίκα. Όλα όμως ανατρέπονται όταν η Τερέζα Βολάνη, μαθήτρια, μοντέλο και ερωμένη του διάσημου γλύπτη Άγγελου Αυγερινού, μεταμορφώνεται σ' ένα λαμπερό και αυτόφωτο αστέρι. Ο δάσκαλος αισθάνεται πως χάνει το βάθρο του. Ο εγωισμός τον τυφλώνει. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη παρόλο που τα έργα, που είναι στην πραγματικότητα γλυπτά της μαθήτριάς του, φέρουν τη δική του υπογραφή. Με φόντο την Αθήνα του Μεσοπολέμου και την παρακμιακή ελευθεριότητα των καμπαρέ όπου όλα επιτρέπονται, μία θυελλώδης ερωτική σχέση που ξεπερνάει τα σύνορα της Ελλάδας οδηγεί τους ήρωες σε μια πολυτάραχη ζωή. Από τα διθυραμβικά σχόλια και την αποθέωση στη δίνη της φλόγας και της καταστροφής. Δίπλα στον Αυγερινό και την Τερέζα, η ανδρόγυνη Καλυψώ, η άνευρη Άννα, ο φοβισμένος Θεμιστοκλής θα προσπαθήσουν ν' αδράξουν την ευτυχία. Άραγε το αστέρι της Τερέζας Βολάνη θα ανατείλει κάτω από τη σκιά του Αυγερινού;

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 05

Η Σοφία το επόμενο πρωί πήγε στα ΚΤΕΛ για να υποδεχτεί τη μητέρα της. Όση ώρα περίμενε στο αυτοκίνητό της μέχρι ν' ανακοινωθεί η άφιξη του λεωφορείου, σκεφτόταν τη γνωριμία της με τον Αλέξη. Θυμόταν πως ανυπομονούσε να τον συναντήσει όταν της υποσχέθηκε πως ο ίδιος θα έφερνε το κινητό στο σπίτι της. Τώρα που της είχε περάσει εκείνη η «φλόγα» , τώρα που η δουλειά της πάλι είχε μπει σε προτεραιότητα, το όλο σκηνικό με τον Αλέξη της φάνταζε «βιαστικό», «παρορμητικό» κι ίσως, «επιπόλαιο».
Σχεδόν δεν γνωρίζονταν κι όμως, εκείνος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δεχτεί τον καφέ που του πρότεινε η Σοφία. Κι αν είχε δεχτεί πολλούς τέτοιους «καφέδες» στο παρελθόν; Αν η Σοφία δεν ήταν «μοναδική περίπτωση» και το' χε σύστημα να γνωρίζει μ' αυτόν τον τρόπο τις κοπέλες που του γυάλιζαν; Η κάθε γυναίκα θέλει να
' ναι μοναδική για τον άνδρα που της αρέσει. Οι σκέψεις αυτές έκαναν τη Σοφία να κατσουφιάσει.
-Τι ηλίθια που είμαι! Αν ενδιαφερόταν, δε θα έπαιρνε ένα τηλέφωνο; Δε θα ξαναπροσπαθούσε; Είπα θα τον κυνηγήσω, αλλά , όχι, τελικά δε θα το κάνω. Του εξήγησα πως είχα δουλειά, δεν ήταν πως δεν ήθελα να βγω μαζί του. Αν είναι τόσο εγωιστής, ε, τότε δεν αξίζει να ξεκινήσω κάτι μαζί του. Καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα. Ναι, ναι, καλύτερα..., είπε αποφασιστικά και στράφηκε προς το παράθυρο της. Ένα τσιγγανάκι είχε κολλήσει το πρόσωπο του στο γυαλί και την παρακολουθούσε μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο στα σκασμένα του χείλη. Η Σοφία τρόμαξε τόσο πολύ που η καρδιά της συνέχισε να χοροπηδά στα στήθη της ακόμα κι όταν συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
Έμειναν για λίγο να κοιτούν η μια την άλλη κι ύστερα, αφού η Σοφία κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να ξεκολλήσει από το τζάμι της αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε, αποφάσισε να κατεβάσει το παράθυρο ως τη μέση.
-Θα με δώσεις καλέ κυρία κάτι να φάω; είπε η μικρή τσιγγανοπούλα που δεν ξεπερνούσε σε ηλικία τα οκτώ έτη.
-Να σου δώσω να φας; Δεν έχω μαζί μου κάτι που να τρώγεται.
-Λεφτά καλέ κυρία. Δώσε μου λεφτά κι εγώ θ' αγοράσω.
-Α, λεφτά! Ε βέβαια! Κάτσε να δω αν έχω ψιλά.
Η Σοφία έβγαλε ένα μικρό ροζ πορτοφόλι από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κι πήρε από μέσα ένα ευρώ.
-Άντε, έλα, πάρε. Τυχερή είσαι!
Το κορίτσι με τα βαθιά μαύρα μάτια και τα κολλημένα από τον ιδρώτα στο μέτωπο μαλλιά άνοιξε τη χούφτα του στο κέρμα κι έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης.
Η Σοφία τόλμησε να του ανταποδώσει το χαμόγελο και τότε, εκείνο σοβάρεψε απότομα.
Η Σοφία σάστισε με την αλλαγή στη διάθεση του. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό ότι θ' άπλωνε το παιδικό του χέρι και θα της έσφιγγε το λαιμό μέχρι να ξεψυχήσει. Εκείνο όμως, είπε μονάχα:
-Έχεις πολύ ωραία μάτια! Να προσέχεις!
κι έφυγε τρέχοντας.

***
Η Σοφία έμεινε καθηλωμένη στο κάθισμα της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Έμοιαζε περισσότερο με όνειρο αυτό που είχε ζήσει λίγα λεπτά πριν παρά πραγματικότητα. Ένα όνειρο που της είχε κοστίσει ένα ευρώ και πολλά καρδιοχτύπια!
Η ανακοίνωση της άφιξης του δρομολογίου που την αφορούσε, της θύμισε πως είχε ένα σκοπό η πρωινή επίσκεψη της στα ΚΤΕΛ. Η κυρα- Ευτέρπη σε λίγο θ' αποβιβαζόταν από το λεωφορείο και καλό θα ήταν να δει αμέσως μπροστά της την κόρη της για ν' αποφευχθεί η ταραχή που αισθανόταν κάθε φορά που πατούσε το πόδι της στη μεγαλούπολη.
Όταν συναντήθηκαν, η κυρα-Ευτέρπη έσφιξε στην αγκαλιά της την κόρη της σα να είχε να τη δει χρόνια. Η Σοφία ένιωσε ένα δυνατό κύμα αγάπης να τη χτυπά και τα καλοσχηματισμένα μάτια της υγράνθηκαν αμέσως. Κατάφερε όμως, να το κρύψει , αφού δεν είχαν καιρό για συγκινήσεις.
-Άντε, πάμε, μανούλα, έχω παρκάρει πιο πέρα.
-Κάτσε, παιδί μ', να πάρω τη βαλίτσα μου.
-Ποια βαλίτσα ρε μαμά; Για δυο μέρες ήρθες...
Η κυρα-Ευτέρπη χαμογέλασε πονηρά.
-Πόσα ρούχα πήρες βρε μαμά; απόρησε η Σοφία βλέποντας πως είχε κουβαλήσει τη μεγάλη καφέ βαλίτσα, γερμανική και παμπάλαια αλλά πολύ γερή, «οικογενειακό κειμήλιο».
Η γυναίκα πέρασε το δουλεμένο χέρι της γύρω από τη μέση της κόρης της.
-Πάμε βρε, που ακόμα τη μάνα σου δεν την έμαθες... Για μοντέλο με πέρασες για να με νοιάζουν τα ρούχα και τα φτιασίδια; Τάπερ έχει μέσα , γεμάτα μ' ό,τι τραβάει η όρεξη σου , να φας να στηλωθείς.
-Τάπερ; Έλα, Παναγιά μου! , σταυροκοπήθηκε η Σοφία έχοντας έντονη την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Όσο μεγαλώνει η κυρα-Ευτέρπη, τόσο χειροτερεύει στο θέμα «φαγητό», παραδέχτηκε η κόρη της.

***
Το οφθαλμολογικό ιατρείο βρισκόταν στον έκτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην Εγνατία. Η Σοφία καθόταν μόνη στο χώρο της αναμονής όσο η μητέρας της εξεταζόταν. Σκεφτόταν πως έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Μαρίνα. Ίσως είχε κάποια επικοινωνία με το Σπύρο. Ή είχε μάθει κάτι γι' αυτόν και δίσταζε να ενημερώσει την αστυνομία.
Η έρευνα βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο. Αυτός ο Σπύρος... Αυτός ο Σπύρος ήταν το πρόσωπο- κλειδί! Έπρεπε να βρεθεί... Έπρεπε να τον βρει...
Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι, σημάδι που της έδινε ο οργανισμός της όταν το παράκανε. Ήταν επιτακτική η ανάγκη να χαλαρώσει. Έγειρε το κεφάλι ελαφρά προς τα πίσω, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
Ο ήχος του κουδουνιού την επανέφερε βίαια. Ο γιατρός πάτησε το κουμπί που έδωσε την άδεια στην πόρτα ν' ανοίξει μ' ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο.
Στην αίθουσα αναμονής μπήκε ένας νεαρός άνδρας.
-Έχει ασθενή μέσα; ρώτησε τη Σοφία μ' έναν φουριόζικο τρόπο που έδειχνε πως βιαζόταν.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Ο νέος κάθισε απέναντι της σε μια σκούρα γκρι πολυθρόνα και πήρε στα χέρια του ένα περιοδικό από αυτά που στοιβάζονταν στο διπλανό τραπεζάκι.
Η Σοφία βρήκε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει.
Ήταν γύρω στα 25, ψηλός και γεροδεμένος, είχε κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και στο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν αυστηρότητα. Μικρά μάτια, σουβλερή μύτη, χείλη σφιγμένα.
Μάλλον αντιλήφθηκε το επίμονο βλέμμα της Σοφίας και σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος της. Εκείνη για να μη δώσει κάποιο δικαίωμα, αστραπιαία μετακίνησε το οπτικό της πεδίο κάποια εκατοστά και βρέθηκε να κοιτά την αφίσα που υπήρχε στον τοίχο κολλημένη ακριβώς από πάνω του. Έσμιξε τα φρύδια της προσποιούμενη πως διάβαζε τη λεζάντα της αφίσας στην οποία απεικονιζόταν το πρόσωπο ενός μωρού με μεγάλα γαλανά μάτια και στο κέντρο τους δυο λευκούς κύκλους αντί για κόρες.
-Χάσκι, ακούστηκε η μπάσα φωνή του νέου που συνοδεύτηκε από ένα χαχανητό.
Η Σοφία τού χαμογέλασε ασυνείδητα.
-Λευκοκόρια λέγεται.
-Α, μμμ..., ήταν κάποιοι απροσδιόριστοι ήχοι της Σοφίας κατά την προσπάθεια της να συντονιστεί στην συχνότητα του νέου.
Ενστικτωδώς έστρεψε το κεφάλι της προς την αφίσα που υπήρχε κρεμασμένη στον άλλο τοίχο. Σ' αυτήν απεικονιζόταν μια νεαρή γυναίκα που χαμογελούσε ενώ στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως. Εδώ τα γράμματα της λεζάντας ήταν μεγάλα κι ευανάγνωστα. Η Σοφία μπορούσε να διαβάσει καθαρά το μήνυμα «Εσείς ακόμα φοράτε γυαλιά;».
Έριξε μια κλεφτή ματιά στον άνδρα. Είχε επιστρέψει στο ξεφύλλισμα του περιοδικού κι η Σοφία αισθάνθηκε ανακούφιση.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του γιατρού και η πόρτα του εξεταστηρίου άνοιξε.
-Όπως είπαμε, κυρία Ευτέρπη. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείτε. Αν δε σας βολέψουν αυτοί οι φακοί ή αν επιδεινωθεί η κατάσταση, θα 'ρθειτε να κάνουμε μια μικροεπέμβαση. Δεν είναι τίποτα. Για μας πια αυτό είναι υπόθεση ρουτίνας.
Η κυρα- Ευτέρπη είχε στραβώσει τα χείλη, σημάδι φόβου.
Γιατρός και μητέρα πλησίασαν τη Σοφία. Εκείνη σηκώθηκε για να τους υποδεχτεί και μαζί της, σηκώθηκε κι ο νέος. Χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν χώθηκε μέσα στο εξεταστήριο. Η Σοφία έδειξε απορημένη και ασυνείδητα κοίταξε το γιατρό.
-Ο γιος μου, είπε καθησυχαστικά εκείνος.
Μα , πώς δεν το είχε καταλάβει; Αφού έμοιαζαν αρκετά. Μόνο που ο πατέρας ήταν κοντύτερος και το σώμα του δεν ήταν τόσο γυμνασμένο όσο του νεαρού. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου όμως, ήταν τα ίδια με τη διαφορά ότι στον πατέρα είχαν ωριμάσει πια.
Ο γιατρός ενημέρωσε τη Σοφία για την κατάσταση της μητέρας της και της εξήγησε σε ποιο στάδιο βρισκόταν ο «καταρράχτης» του ματιού. Επανέλαβε πως η περίπτωση του χειρουργείου δεν έπρεπε να τις απασχολεί αφού ήταν κάτι συνηθισμένο.
Κι έτσι, οι δυο γυναίκες βγήκαν από το ιατρείο, η μεγαλύτερη με βαριά καρδιά και φόβους κι η μικρότερη με μια ανεξήγητη διάθεση για μυστήριο...

***
Η Σοφία έκανε μια στάση κάτω από το διαμέρισμά της για ν' αφήσει τη μητέρα της και ξεκίνησε για το τμήμα. Εκεί την περίμενε προσεκτική μελέτη αφού πρώτα έκανε ένα τηλεφωνάκι στη Μαρίνα.
-Είχες κάποια επικοινωνία με τον Σπύρο όλες αυτές τις μέρες; τη ρώτησε.
Το κορίτσι στην άλλη γραμμή ακούστηκε μελαγχολικό.
-Έχει εξαφανιστεί. Μάλλον φοβάται. Μετά από αυτό που μου έκανε...
-Μαρίνα, μην ξεχνάς πως μπορείς να τον καταγγείλεις. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Πρέπει να λάβεις τα μέτρα σου.
-Δε θέλω να μπλέξω. Βρείτε τον! Μόνο αυτό. Πρέπει να τιμωρηθεί για ό,τι έκανε στην Άννα. Και τώρα, με συγχωρείτε αλλά πρέπει να κλείσω. Έχω μάθημα στη σχολή.
-Εντάξει, αλλά αν συμβεί το παραμικρό σε παρακαλώ, να μ' ενημερώσεις.
Η Σοφία δεν έβλεπε φως στην υπόθεση «Σπύρος».
Κάλεσε στο γραφείο της τον Πέτρο και του ζήτησε να βρει και να της φέρει τους φακέλους με τις καταθέσεις όλων αυτών που σχετίζονταν με τη δολοφονία.
Ήθελε να ψάξει τον « Σπύρο» μέσα σ' αυτές.
Δυστυχώς, όμως η έρευνα της δεν οδήγησε πουθενά.
Η Σοφία απογοητεύτηκε. Έβγαλε από τον φάκελο τις φωτογραφίες της Άννας πριν ακόμη βρεθεί δολοφονημένη. Ήταν ένα φρέσκο ξανθό κορίτσι με πράσινα γατίσια μάτια. Σε μια φωτογραφία μάλλον από νυχτερινή της έξοδο, χαμογελούσε ευτυχισμένα.
Σε μια άλλη ήταν μπροστά σε μια τούρτα με αναμμένα τα κεράκια στο πάρτι των γενεθλίων της και τέλος , στην τρίτη φωτογραφία ,σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Η Σοφία αισθάνθηκε πόνο. Δε μπορούσε να πιστέψει πως αυτό το κορίτσι δεν ήταν ζωντανό!
***
Ο Αλέξης δε μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της Λένας. Αυτή η γυναίκα ήταν τόσο δυναμική, τόσο δραστήρια , αλλά , όταν ήθελε, μεταμορφωνόταν σ' ένα άκρως γοητευτικό θηλυκό, έτοιμο ν' αποπλανήσει όποιον άνδρα είχε στόχο.
Αναπολούσε εκείνες τις πρώτες τους στιγμές όπου ακόμα ερωτευμένος, μύριζε παντού το άρωμα που ανέδιδαν τα πλούσια σγουρά μαλλιά της με το φλογερό χρώμα του πάθους , ανατρίχιαζε σε κάθε άγγιγμα της, την ονειρευόταν κάθε βράδυ γιατί δεν ήθελε ν' αποχωριστεί την εικόνα της ούτε λεπτό. Το παραδεχόταν! Την είχε ερωτευτεί πολύ! Όμως, κάποιες φορές αυτός ο έρωτας ξεφουσκώνει απότομα. Και σ' αφήνει ν' αναρωτιέσαι αν τελικά ήταν αληθινός. Σ' αυτήν τη φάση βρισκόταν ο Αλέξης τώρα. Αναρωτιόταν! Πού είχε πάει αυτός ο ρομαντικός έρωτας, που είχε καταχωνιαστεί τόσο συναίσθημα; Μπορεί να ήταν μια περίοδος δοκιμασίας γι' αυτούς. Αυτό σκεφτόταν και είχε αποφασίσει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους.
Αλλά εκείνα τα αμυγδαλωτά καστανοπράσινα ματάκια όλο και τον βασάνιζαν...
«Επιτέλους , πάψε να φέρεσαι επιπόλαια», έλεγε στον εαυτό του.
«Έδωσες μια υπόσχεση. Πρέπει να την τηρήσεις», κατέληγε κι έβαζε το κινητό πάλι στη θήκη του.

***

Η κυρία Ευτέρπη, αφού ολοκλήρωσε τις εξετάσεις της, επέστρεψε στο χωριό αφήνοντας τη Σοφία πάλι μόνη στο σπίτι αλλά μ' ένα ψυγείο γεμάτο τρόφιμα.
Οι άνθρωποι της γενιάς της κυριαρχούνται από το «σύνδρομο της κατοχής» που τους κληροδότησαν τόσο έντονα οι πρόγονοι τους.
Η Σοφία γελούσε , αλλά στο βάθος του μυαλού της ήξερε καλά πως αν έμεναν μαζί, η κυρα-Ευτέρπη -όσο κι αν την αγαπούσε τη μανούλα της- θα της έσπαγε τα νεύρα.
Ένα κομμάτι μουσακά απολάμβανε εκείνο το απόγευμα η Σοφία που μόλις είχε επιστρέψει σπίτι. Μπορεί να είχε απομακρυνθεί από το χώρο εργασίας , αλλά της ήταν αδύνατο ν' αφήσει τις σκέψεις της εκεί και να χαλαρώσει. Ήταν μόνιμη έγνοια πια η λύση του μυστηρίου. Το μυαλό της έκανε ένα διάλειμμα όταν γνώρισε τον Αλέξη , όμως ήταν σύντομο και τώρα ήταν έτοιμη ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο στη δουλειά. Όπως συνήθιζε άλλωστε...
Οι επόμενες κινήσεις της έπρεπε να είναι αποφασιστικές. Τα περιθώρια είχαν στενέψει και την πίεζαν.
Την επόμενη μέρα στο τμήμα θέλησε να το συζητήσει με τον Πέτρο.
-Να ζητήσουμε στοιχεία από τη Δ.Ε.Ε (Διεύθυνση Εγκληματικών Ερευνών) στην πρωτεύουσα. Ίσως μπορούν να βοηθήσουν, πρότεινε ο υπαστυνόμος.
-Λες ρε Πέτρο;
Η Σοφία είχε τις αμφιβολίες της.
-Γιατί όχι; Θα τηλεφωνήσω κιόλας στη Νάντια, τη γνωστή που σου έλεγα ότι έχω. Σίγουρα θα μας εξυπηρετήσει.
Ο Πέτρος δεν περίμενε τη συγκατάθεση της Σοφίας. Επικοινώνησε αμέσως με τη γνωστή του. Της ζήτησε να του βρει τα στοιχεία που ήθελε κι εκείνη, αφού δέχτηκε, απάντησε πως θα τον καλούσε πίσω όταν είχε τ' αποτελέσματα από την έρευνα της.
Όταν η Νάντια είχε νεότερα, ο Πέτρος την έβαλε σ' ανοιχτή ακρόαση για ν' ακούει και η Σοφία.
-Δε βρήκα τίποτα στ' όνομα «Σπύρος Φωτίδης». Είσαι σίγουρος πως είναι σωστό;
Ο Πέτρος κοίταξε ερωτηματικά τη Σοφία πριν απαντήσει κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.
-Αυτό το όνομα προέκυψε από την έρευνα.
-Τι να σου πω, Πέτρο; Μήπως είναι αλλοδαπός και δεν έχει δηλώσει στοιχεία;
-Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν το γνωρίζω. Καλώς, Νάντια μου. Σ' ευχαριστώ πολύ.
-Αν βρω κάτι, θα σ' ενημερώσω. Κι για ό,τι άλλο χρειαστεί, μη διστάσεις να τηλεφωνήσεις, οk;
Ο Πέτρος την ευχαρίστησε ακόμη μια φορά και κατέβασε το ακουστικό.
-Λες να ' ναι αλλοδαπός;
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Τα κορίτσια δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο.
-Ίσως να μην το γνωρίζουν κι οι ίδιες.
-Διόλου απίθανο! Πρέπει να επικοινωνήσω μαζί τους για το διευκρινίσω.
Μου φαίνεται δε θα βγάλουμε άκρη μ' αυτήν την υπόθεση. Είναι πολύ μπερδεμένη και δεν προκύπτουν στοιχεία για έρευνα. Έναν ύποπτο έχουμε κι αυτός είναι αόρατος.
-Σοφία, μην απογοητεύεσαι! Ξέρεις πολύ καλά πως τέτοιες σοβαρές υποθέσεις θέλουν το χρόνο τους. Ο δολοφόνος θα βρεθεί! Είμαι σίγουρος! Άλλωστε, σ' εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια. Είσαι εργασιομανής και κοφτερό μυαλό. Συνδυασμός που οδηγεί στην επιτυχία.
Η Σοφία χαμογέλασε συνεσταλμένα. Ο συνάδελφος της την ήξερε καλά...

***
Η Λένα είχε ετοιμάσει μια έκπληξη στον Αλέξη. Το επόμενο σαββατοκύριακο που εκείνος είχε ρεπό, είχε σχεδιάσει να το περάσουν οι δυο τους κάπου ρομαντικά. Είχε ακούσει στο ραδιόφωνο μια προσφορά ενός τετράστερου ξενοδοχείου στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Ρομαντικό διήμερο με σπα, χαλάρωση κι έρωτα! Τέλεια! Το χρειάζονταν!
Όταν του ανακοίνωσε πως είχε κλείσει ήδη δωμάτιο, ο Αλέξης πιέστηκε να χαμογελάσει. Η προσποίηση του ήταν επιτυχής κι έτσι, η Λένα δεν αντιλήφθηκε τη σκιά που θόλωσε το βλέμμα του. Εκείνη έδειχνε πολύ χαρούμενη κι ο Αλέξης δεν ήθελε με τίποτα να της το χαλάσει.
-Περιμένω με ανυπομονησία να 'ρθει το Σάββατο, του είπε μ' ενθουσιασμό.
Σ' αγαπώ, συμπλήρωσε δίνοντας του ένα γλυκό φιλί.
Το σώμα του Αλέξη ανταποκρίθηκε, όμως η καρδιά του είχε κολλήσει.
Μα, τι του συνέβαινε επιτέλους;

***
Η Σοφία είχε μόλις επικοινωνήσει με τη Μαρίνα, τη Στέλλα και τη Σίσσυ. Καμία δε γνώριζε αν ο Σπύρος ήταν αλλοδαπός ή όχι. Και οι τρεις όμως, τη διαβεβαίωσαν πως δεν έδινε τέτοια εντύπωση. Ούτε από την ομιλία ούτε από το παρουσιαστικό του.
-Δε βγαίνει άκρη, μουρμούρισε η Σοφία τρίβοντας το μέτωπό της.
Ο Πέτρος την κοίταξε εξεταστικά. Έμοιαζε κουρασμένη. Ίσως να μην είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ. Τέτοιες υποθέσεις σε κάνουν να χάνεις τον ύπνο σου.
-Τι θα κάνεις το Σαββατοκύριακο; ρώτησε ο Πέτρος θέλοντας να της δώσει την ευκαιρία να κάνει ένα διάλειμμα.
Το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απογοήτευσης.
-Δε θα πας για κανένα μπανάκι; Καλοκαίριασε για τα καλά κι η ΕΜΥ ανακοίνωσε πως το επόμενο διήμερο η θερμοκρασία θ' ανέβει ακόμη πιο ψηλά.
-Για μπάνιο είμαι τώρα εγώ ρε Πέτρο;
Ο άνδρας φάνηκε να θύμωσε.
-Και για ποιο πράγμα είσαι, Σοφία; Επιτέλους, ζήσε! 28 χρονών είσαι. Στη δουλειά είσαι πρώτη, αλλά μόνο η δουλειά υπάρχει για σένα; Η προσωπική ζωή; Ένας σύντροφος να σ' αγαπάει και να σε φροντίζει;
-Όχου, σαν ν' ακούω τη μάνα μου κάνεις ώρες ώρες.
-Γιατί και η μάνα σου σε βλέπει να μαραζώνεις. Αυτό συζητούσαμε με τη Μάνια χθες βράδυ.
-Α, άλλα θέματα δεν έχεις να συζητήσεις με τη γυναίκα σου, Πέτρο; Για μένα λέτε;
-Ξέρεις ότι η Μάνια σε συμπαθεί πολύ και σ' εκτιμά. Μάλλον έχει δίκιο!
-Σε ποιο πράγμα έχει δίκαιο;
-Να κανονίσουμε προξενιό!
Η Σοφία άρχισε να γελά δυνατά.
-Γι' ανέκδοτο σου φάνηκε;
-Ούτε που να το σκέφτεστε... Αυτά τα πράγματα δεν είναι για μένα!
-Άντε πάλι! Τι είναι για σένα ρε Σοφία τελικά;
Είχε αρχίσει να στριμώχνεται κι αυτό δεν της άρεζε καθόλου.
Μα, γιατί επιτέλους όλοι ασχολούνταν με τη ζωή της;
Ήταν έτοιμη να ξεσπάσει όταν στο γραφείο μπήκε σαν από μηχανής θεός ένας συνάδελφος για να σώσει την κατάσταση.
-Σοφία, σε ζητά ο διοικητής.
Εκείνη σηκώθηκε αμέσως αποφεύγοντας να ρίξει έστω και μια ματιά στον Πέτρο που την είχε εκνευρίσει με την επιμονή του.
Όταν βγήκε από το γραφείο, ο Πέτρος δε μπόρεσε να μη ρωτήσει:
-Τι συμβαίνει, Γιώργο;
Κι ο άλλος απάντησε χαμογελώντας:
-Έχουμε νέα άφιξη.

Διαβάστε το απόσπασμα 06

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 04

Η Στέλλα απείχε πολύ από το μοντέλο που είχε πλάσει η Σοφία στο μυαλό της ακούγοντας τη φωνή της. Ήταν ένα κορίτσι που το ύψος της δεν ξεπερνούσε το 1.60 , κουβαλούσε αρκετά κιλά απ' ότι ταίριαζε στον τύπο της αλλά είχε μια όμορφη και χαριτωμένη μουρίτσα. Είχε μεγάλα πράσινα μάτια , περήφανη μυτούλα και σαρκώδη χείλη. Τα πλούσια μαλλιά της ήταν βαμμένα μαύρα και σχημάτιζαν μεγάλες μπούκλες. Η Σοφία σκεφτόταν κοιτάζοντας την πως το πρόσωπό της άξιζε πολλά και πως αν συνοδευόταν από κάποιο άλλο , πιο σουλουπωμένο σώμα, η Στέλλα θα ήταν ένα θαύμα της φύσης!
-Συγνώμη αν σας ξύπνησα χθες βράδυ...
Η Σοφία της χαμογέλασε. Σαν αστραπή πέρασε το όνειρο με τον Αλέξη κι η μελαγχολία που ακολούθησε με την επαναφορά στην πραγματικότητα. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια θέλοντας να ξεκολλήσει από τις επώδυνες μνήμες και ν' αφοσιωθεί στη συζήτηση που είχε με τη Στέλλα.
-Πριν κάποιες μέρες συναντήθηκα με τη Σίσσυ Σταγκίδη.
-Αλήθεια;
-Είναι φίλη σου, έτσι δεν είναι;
Η Σοφία είχε παρατηρήσει την ειρωνεία στον τόνο της φωνής του κοριτσιού. Γι' αυτό θέλησε να επιβεβαιώσει με μια ερώτηση τη φιλία μεταξύ της Σίσσυς και της Στέλλας.
Η Στέλλα δεν προσπάθησε να κρυφτεί. Είπε στη Σοφία ξεκάθαρα πως με τη Σίσσυ είχαν χαθεί μετά τη δολοφονία της Άννας. Δεν επικοινωνούσαν. Οι σχέσεις τους είχαν ψυχραθεί και όποτε συναντιόνταν στη σχολή, αντάλλαζαν απλώς τα τυπικά «γεια σου, τι κάνεις;».
Η Σοφία σκέφτηκε πως η Σίσσυ δεν είχε αναφερθεί στο πάγωμα των σχέσεων τους. Ζήτησε από τη Στέλλα να της πει περισσότερα γι' αυτό το θέμα.
-Δεν ξέρω. Δε μπορώ να το εξηγήσω. Νομίζω πως αν ενωθούμε και πάλι , ίσως αναγκαστούμε ν' αντιμετωπίσουμε την αλήθεια κι ακόμα είναι πολύ νωρίς. Δεν είμαστε έτοιμες.
-Μόνο αυτό;
Η Στέλλα ήπιε δυο γουλιές από το χυμό πορτοκάλι που είχε παραγγείλει πριν από λίγο σ' έναν γοητευτικό σερβιτόρο.
-Αυτό! Γιατί; Ανέφερε κάτι άλλο η Σίσσυ;
-Όχι. Η Σίσσυ δε μίλησε για τις σχέσεις σας. Όμως, Στέλλα , καταλαβαίνω από το ύφος και τη στάση σου πως κάποιος άλλος λόγος οδήγησε σ' αυτή τη ρήξη.
Το κορίτσι δάγκωνε το καλαμάκι από αμηχανία.
Χαμήλωσε το βλέμμα σα να παραδεχόταν τα λόγια της Σοφίας.
-Υπάρχει ένα ακόμα κορίτσι στην παρέα... η Μαρίνα.
-Την γνωρίζω.
-Ήταν κολλητές με την Άννα...
-Ναι. Κι αυτό το ξέρω.
-Ωραία. Μετά την απώλεια της Άννας , θεώρησα υποχρέωση μου να στηρίξω τη Μαρίνα και να σταθώ πλάι της. Έτσι, ήρθαμε πιο κοντά και.. απλά η Σίσσυ παραπονέθηκε πως την παραμέλησα.
-Μαλώσατε;
-Εεεε, όχι...
-Κατάλαβα, μαλώσατε! Κι ο Σπύρος;
Η Στέλλα κοκάλωσε ακούγοντας τ' όνομα αυτό. Γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη κι έχασε τα λόγια της.
Η Σοφία έκανε τη σκέψη πως δεν το χειρίστηκε σωστά. Η αναφορά στο αγόρι είχε γίνει απότομα και χωρίς να προηγηθεί σύνδεση με την κουβέντα τους.
-Στέλλα, ξέρω για το Σπύρο... Καλύτερα να μου πεις όλη την αλήθεια.
Κι η Στέλλα μίλησε. Αποκάλυψε τις προστριβές που είχαν μεταξύ τους η Άννα κι η Μαρίνα για τα μάτια του συγκεκριμένου νέου και είπε πως απ' αυτό πήγαζαν και οι δικές της λογομαχίες με τη Σίσσυ. Μετά το θάνατο της Άννας, η Σίσσυ επέμενε πως η Μαρίνα υποδυόταν τη θλιμμένη και πως στην πραγματικότητα δε νοιάζεται για τίποτε άλλο παρά μόνο για τον εαυτό της. Η Στέλλα βέβαια, έκρινε την άποψη της Σίσσυς σκληρή κι απάνθρωπη και εξακολούθησε να βρίσκεται στο πλευρό της Μαρίνας και να της συμπαραστέκεται γιατί αισθανόταν τον βαθύτατο πόνο της που ξεπερνούσε κάθε πείσμα.
Εν τω μεταξύ, η Μαρίνα βίωνε ακόμα έναν κρυφό γολγοθά. Ο Σπύρος δεν ήταν και τόσο αγαθό παιδί όπως νόμιζε. Έφτασε στο σημείο ν' απειλήσει την Μαρίνα μ' ένα μαχαίρι πως σε περίπτωση που ανέφερε τ' όνομα του στην αστυνομία , θα της έκανε μεγάλο κακό. Ο λόγος παραμένει άγνωστος. Δε μπορούσαν λοιπόν παρά να υποσχεθούν πως καμία τους δε θα ξεστόμιζε κουβέντα για το άτομο του. Να, όμως που η Σίσσυ τώρα αθετούσε την υπόσχεση της και έβαζε σε κίνδυνο τις ζωές και των τριών κοριτσιών.
Η Σοφία άκουγε με προσοχή την Στέλλα. Είχε μείνει έκπληκτη με τα περιστατικά που το κορίτσι της αφηγούταν. Αυτός ο Σπύρος ίσως ήταν το κλειδί στην υπόθεση. Ζήτησε να μάθει περισσότερα στοιχεία γι' αυτόν. Η Στέλλα δείλιασε να το κάνει. Ήταν φυσικό. Μετά από τις απειλές...
Η Σοφία την καθησύχασε διαβεβαιώνοντας την πως θα υπήρχε κάλυψη από μέρους της αστυνομίας.
-Δεν ξέρω και πολλά... Ξέρω μονάχα ότι το επίθετο του είναι Φωτίδης και πως εργάζεται στο γκαράζ του θείου του στους Αμπελόκηπους.
Η Σοφία την άκουσε με ανακούφιση.
Οι πληροφορίες ήταν αρκετές ώστε να βρεθούν τα ίχνη του αρσενικού της υπόθεσης...

***
Η Σοφία ζούσε ξανά τη συνάντησή της με τη Μαρίνα στο «φτωχικό» της δεύτερης στο Πανόραμα μέσω της κασέτας όπου είχε ηχογραφήσει τη συνομιλία τους. Τώρα που ξανάκουγε το κακομαθημένο κορίτσι να μιλά μ' εκείνον τον στόμφο, αναρωτιόταν πως την είχε αντέξει όλη εκείνη την ώρα. Κρυφά μέσα της η Σοφία συμμεριζόταν την άποψη της Σίσσυς για τη Μαρίνα , όμως δεν έπρεπε ν' ανακατεύει τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες της σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση.
Ο Πέτρος μπήκε στο γραφείο.
-Τι κάνεις, Σοφάκι;
-Τίποτα. Έβαλα ν' ακούσω την κασέτα των καταθέσεων.
-Μαζοχίζεσαι μου φαίνεται!
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Όσο ήσουν στο γραφείο του διοικητή, χτυπούσε το κινητό σου. Την είδες την κλήση;
-Α, όχι, Πέτρο! Ευχαριστώ.
Η Σοφία άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου της. Φαντάστηκε πως θα ήταν η Στέλλα , ήλπιζε πως ήταν ο Αλέξης. Τελικά ήταν η μητέρα της, η κυρα-Ευτέρπη από το χωριό.
Σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού στο καντράν του σταθερού.
-Έλα, μαμά. Έπαιρνες στο σταθερό; Ήμουν στο γραφείο του αρχηγού. Τι έγινε;
Η Σοφία έκανε μια κίνηση να πατήσει το ΣΤΟΠ στο μαγνητοφωνάκι μα ο Πέτρος της έγνεψε να το αφήσει να παίξει. Εκείνη απορροφήθηκε στην κουβέντα με τη μητέρα της.
-Πότε θα έρθεις ; Κι ο μπαμπάς; Καλά, καλά! Μια κουβέντα είπα. Ε, ναι βρε μαμά, επειδή δε συνηθίζεις να τον αφήνεις μόνο. Ε, εντάξει. Αν είναι για δυο μέρες... σιγά! Δεν είναι δα και μωρό! Σε ποιο γιατρό; Τι έπαθαν τα μάτια σου; Εξετάσεις για καταρράκτη; Ε, και γιατί δεν πας στη Δράμα; Α, πάλι; Ε, καλά, ναι. Καλά, καλά! Μεθαύριο; Με των οκτώ; Άρα κατά τις δέκα και τέταρτο θα 'σαι εδώ. Έγινε! Ναι, μανούλα μου, μην ανησυχείς! Φιλιά στο μπαμπά. Γεια σου! Ναι, ναι, γεια!
Η Σοφία κατέβασε το ακουστικό μονολογώντας. «Μάνες!».
-Τι έγινε, Πέτρο;
Ο άνδρας τής έκανε ένα νεύμα να σωπάσει. Είχε κολλήσει το αυτί του στο μαγνητοφωνάκι. Η Σοφία τον πλησίασε.
Η συζήτηση με τη Μαρίνα είχε λάβει τέλος και το κορίτσι στεκόταν στην πόρτα για να ξεπροβοδίσει την αστυνομικό που είχε βρεθεί σπίτι της. Ο Πέτρος έμοιαζε με λαγωνικό που κάτι ύποπτο είχε μυρίσει.
-Τ' άκουσες αυτό;
-Όχι, ποιο;
Ο Πέτρος πάτησε το rewind κι ύστερα, έβαλε να παίξει ξανά η σκηνή του αποχαιρετισμού.
-Τώρα; Άκουσες;
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Το κορίτσι ψιθυρίζει κάτι. Ένα όνομα.
Η Σοφία ανατρίχιασε.
-Πέτρο..., δεν ακούω...
-Σσσστ, να , τώρα... Σπύρος , νομίζω. Λέει και το επίθετο. Κοττίδης.
-Σπύρος; Φωτίδης.
-Ναι, ναι. Αυτό είναι! Τον ξέρεις;
Η Σοφία βυθίστηκε για λίγο στον κόσμο της. Ώστε η Μαρίνα είχε αναφερθεί στο άτομο του με τον δικό της τρόπο. Η συμπεριφορά της εξέφραζε τους φόβους της. Ο Σπύρος την απειλούσε και μάλλον δεν αστειευόταν. Γι' αυτό και 'κεινη είχε αποφασίσει να μιλήσει στην αστυνομία. Ουσιαστικά, με τον τρόπο της είχε κάνει μια έκκληση για βοήθεια γιατί ανησυχούσε για τον εαυτό της. Αυτόν τον Σπύρο έπρεπε επειγόντως να τον βρει η Σοφία...

***
Το γκαράζ ήταν κλειδωμένο. Το στόρι ήταν κατεβασμένο και δεν υπήρχε ψυχή γύρω.
Η Σοφία πλησίασε για να διαβάσει κάποιο σημείωμα που ίσως είχε αφήσει ο ιδιοκτήτης. Μάταια! Έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Απογοητεύτηκε. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει αυτόν το νεαρό. Ίσως η Μαρίνα μπορούσε να τη βοηθήσει.
Η ώρα ήταν έξι το απόγευμα. Σκέφτηκε πως μια βόλτα στο Πανόραμα δεν ήταν άσχημη ιδέα. Μπήκε στο αμάξι κι έβαλε μπροστά τη μηχανή.
Είχε αρκετή κίνηση και άργησε να φτάσει. Στο δρόμο είχε βρίσει, την είχαν βρίσει... έως ότου μετανιώσει που αποφάσισε να κάνει ένα τόσο μεγάλο δρομολόγιο στην πόλη με το αυτοκίνητό της. Η Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε κινούμενη κόλαση αντιμετωπίζοντας τεράστιο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Κάτι τέτοιες στιγμές νοσταλγούσε την ηρεμία του χωριού της!
Το σπίτι με την υπέροχη θέα υψωνόταν μπροστά της και κείνη το αντίκρισε με δέος γι' ακόμη μια φορά. Αφού χάζεψε για λίγο την πόλη από ψηλά, άνοιξε την καγκελόπορτα της αυλής και πλησίασε αυτή του σπιτιού. Χτύπησε το κουδούνι.
Μια νεαρή με πρόσωπο οικείο στη Σοφία, εμφανίστηκε. Ήταν η Βιολέτα, η οικιακή βοηθός.
-Τι θέλετε , παρακαλώ; ρώτησε η κοπέλα με την ξενική της προφορά.
-Θα ήθελα να δω τη Μαρίνα.
-Σας περιμένει;
-Εεεε, όχι, όμως είναι ανάγκη να τη δω. Είμαι αστυνομικός.
Η Βιολέτα κούνησε το κεφάλι σαν να είχε μαντέψει το λόγο της επισκέψεως της και παραμέρισε για να περάσει. Την οδήγησε στο σαλόνι.
-Καθίστε και θα την ειδοποιήσω.
-Ευχαριστώ.
Η Σοφία έμεινε για λίγο μόνη με το βλέμμα της να περιεργάζεται τον αρχοντικό χώρο γύρω της.
Σε λίγα λεπτά άκουσε βήματα στην ξύλινη σκάλα. Η Μαρίνα ερχόταν προς το μέρος της.
Την πλησίασε και της έδωσε το χέρι.
-Τι κάνετε;
Φαινόταν αλλαγμένη. Πιο αδύνατη , πιο αδύναμη. Σαν κάτι να είχε περάσει από πάνω της και της είχε ρουφήξει όλη την ενέργεια. Αφού και τα γκριζοπράσινα μάτια που θυμόταν η Σοφία έμοιαζαν πια να 'χουν χάσει το χρώμα τους.
-Είσαι καλά, Μαρίνα;
Το κορίτσι στάθηκε όρθιο μπροστά της. Έδειχνε πως προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην ξεσπάσει σε κλάματα. Η Σοφία τρόμαξε.
-Τι συμβαίνει;
-Αργήσατε.
Το κορίτσι ανέβασε τη μπλούζα της φανερώνοντας μια πληγή κάτω από τον δεξιό πνεύμονα.
-Τι; Πώς έγινε αυτό;
-Με μαχαίρωσε.
Η Σοφία τρελάθηκε.
-Ποιος;
-Ο Σπύρος!, είπε η Μαρίνα και ξέσπασε σε κλάματα.
Η Σοφία την κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε.
-Γιατί δε μου τηλεφώνησες; Γιατί δε με ειδοποίησες; Πότε έγινε αυτό; Έπρεπε να μου το πεις αμέσως. Γιατί δεν το 'κανες;
-Φοβόμουν. Φοβάμαι!

***
Στο μυαλό της έφερνε ξανά και ξανά τη σκηνή με την αλλιώτικη Μαρίνα. Τώρα πια μπορούσε να τη δει με άλλα μάτια. Το καημένο το κορίτσι! Όμως αυτός ο αδίστακτος νέος; Αυτός ο Σπύρος... πώς μπόρεσε να φερθεί μ' αυτόν τον τρόπο; Πώς οδηγήθηκε σ' αυτήν την παράλογη κι εγκληματική πράξη; Η Σοφία είχε καθήκον να βρει το κίνητρο. Ίσως ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν τόσο καιρό! Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν αυτός ο στυγνός δολοφόνος που έψαχναν, σίγουρα υπήρχε κάτι από πίσω του που οπωσδήποτε ήθελε να κρύψει. Κάτι που αν αποκαλυπτόταν, θα τον έβαζε σε μπελάδες. Η Σοφία ήξερε καλά πως έπρεπε πάση θυσία να ξετρυπώσει αυτόν τον Σπύρο σύντομα. Ήταν άλλο ένα πρόσωπο-κλειδί!

***
Η Λένα είχε σχολάσει νωρίτερα από τη δουλειά. Είχε μπει στο σπίτι του Αλέξη με το αντικλείδι της και τον περίμενε να επιστρέψει για να του κάνει έκπληξη. Τον είχε πεθυμήσει! Είχε αναλάβει τη διακόσμηση ενός νέου καφέ μεγάλου επιχειρηματία και έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να μην τον δυσαρεστήσει, αφού εκείνος πλήρωνε πολλά. Έτσι είχε παραμελήσει τον τελευταίο καιρό τον Αλεξάκο της. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, θεώρησε πως ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να επανορθώσει. Είχε νοικιάσει μια ρομαντική κομεντί από το βίντεο κλαμπ και είχε στο νου της να παραγγείλει κινέζικο για να δειπνήσουν μαζί.
Τα κλειδιά στην πόρτα ακούστηκαν κι η Λένα «φόρεσε» το καλό της χαμόγελο για να υποδεχτεί τον αγαπημένο της. Ο Αλέξης μιλούσε στο κινητό. Όταν την είδε μπροστά του, ξαφνιάστηκε. Εκείνη ακουμπισμένη με την πλάτη στον απέναντι από την εξώπορτα τοίχο, του έστελνε φιλάκια ενώ εκείνος τερμάτιζε τη συνομιλία του με την πρόταση «τελικά και'γω δε μπορώ απόψε. Τα λέμε μιαν άλλη φορά».
Η Λένα τον πλησίασε.
-Μωρό μου, δε μου πες ότι θα ρθεις από δω και...
-Και; Από ποιον σε στερώ; Ποιος ήταν στο τηλέφωνο; Ψιθύρισε ενώ τον φιλούσε ερεθιστικά στο λαιμό.
-Ο ... ο Φαέθων, παλιός συνάδελφος...
-Ο Φαέθων; Τι να σου κάνει, μωρό μου, αυτός με τέτοιο όνομα; Ενώ εγώ...
Η ματιά της ήταν όλο υπονοούμενα κι υποσχέσεις!

***
Η Σοφία έμεινε να κοιτά το κινητό της με απορία. Ονειρευόταν πάλι; Κι αν ναι, τι κουλό όνειρο ήταν αυτό! Ο Αλέξης της τηλεφωνεί για να βγούνε την πιο ακατάλληλη στιγμή κι η Σοφία του αρνείται όσο πιο ευγενικά μπορεί ώστε να μην τον αποτρέψει να το ξαναεπιχειρήσει - πράγμα που την κάνει να μισήσει τον ίδιο της τον εαυτό γιατί αυτό ήταν που παρακαλούσε κάθε μέρα όλη μέρα από τότε που τον γνώρισε - και στο τέλος, της λέει μέσα σε δευτερόλεπτα πως τελικά και κεινος δε μπορεί να συναντηθούν. Τόσο εγωιστής ήταν που η άρνηση της τον είχε πειράξει αλλά δεν ήθελε να το δείξει; Μα, να της φερθεί με τόση αγένεια; Άλλη γνώμη είχε σχηματίσει γι' αυτόν. Άλλωστε η Σοφία ήταν πρόθυμη να του εξηγήσει το λόγο που την ανάγκαζε να μη δεχτεί την πρόταση του. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να τον συναντήσει. Κάθε άλλο, σαν τρελή! Όμως η έρευνα προηγείτο της προσωπικής της ζωής. Αχ, αν την άφηνε να του εξηγήσει...
Την έπιασε πανικός όταν σκέφτηκε πως έχασε τη μοναδική ευκαιρία να βρεθεί κοντά του. Κι αν δεν της ξανατηλεφωνούσε; Τι να έκανε; Αποφάσισε να τον καλέσει αυτή στο κινητό και να του κλείσει ραντεβού για το επόμενο βράδυ. Σχημάτισε τον αριθμό με τρεμάμενα χέρια. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Σταμάτησε, όταν άκουσε τη γυναικεία φωνή που την ειδοποιούσε πως ο συνδρομητής έχει το τηλέφωνο του κλειστό.
-Τόσο πολύ λες να θύμωσε; αναρωτήθηκε φωναχτά.
Έκανε μια γκριμάτσα απόγνωσης.
Θα του τηλεφωνούσε την επόμενη μέρα. Εν ανάγκη θα πήγαινε να τον βρει στη δουλειά του. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει , να του εξηγήσει... Τον ήθελε τόσο πολύ...
Προς το παρόν , έπρεπε να συναντήσει κάποιον άλλον. Τον Σπύρο! Η Μαρίνα της είχε πει πως ήξερε για έναν φίλο του που εργαζόταν σ' ένα καφέ στη Νεάπολη. Ο Σπύρος πήγαινε συχνά εκεί. Οι πληροφορίες δεν ήταν επαρκείς αφού η Μαρίνα δεν ήξερε ούτε που ακριβώς βρισκόταν η καφετέρια, ούτε πώς λεγόταν , ούτε το όνομα του φίλου του Σπύρου. Οπότε το έργο της Σοφίας ήταν πολύ δύσκολο. Έπρεπε ν' αφιερώσει ένα-δυο βράδια για να ενημερωθεί για τις καφετέριες της Νεάπολης και να τις επισκεφτεί με σκοπό να βρει το φίλο ή και τον ίδιο το Σπύρο –αν στεκόταν τυχερή.

***

Ευτυχώς η Νεάπολη δεν είχε πολλές καφετέριες πράγμα που θα διευκόλυνε την έρευνα της Σοφίας. Θέλησε να ξεκινήσει με τη βραδινή βάρδια σκεπτόμενη πως τ' αγόρια προτιμούν να εργάζονται σ' αυτήν.
Με αναμμένα τα αλάρμ του αυτοκινήτου σταμάτησε μπροστά στο πρώτο καφέ που έδειχνε ο χάρτης τον οποίο είχε εκτυπώσει για να την κατατοπίζει. Πήρε βαθιές ανάσες κι είπε στον εαυτό της ένα προτρεπτικό «ξεκινάμε» που όμως, έκρυβε την ευχή της για καλή τύχη.
Το καφέ είχε αρκετό κόσμο για καθημερινή. Αυτό δε βοηθούσε και πολύ γιατί το προσωπικό δε θα 'χε το χρόνο για ν' ασχοληθεί μαζί της και να της δώσει τις πληροφορίες που ζητούσε. Πλησίασε το μπαρ. Μια κοπέλα , αρκετά εντυπωσιακή, προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει. Όταν η Σοφία της εξήγησε περί τίνος πρόκειται, εκείνη φάνηκε ν' άλλαξε διάθεση. Σα να μαζεύτηκε στο καβούκι της.
-Εγώ ντεν ξέρω κανένα Σπύρο, είπε σε «άπταιστα» ελληνικά.
Επίσης, ήταν κατηγορηματική ως προς το ότι στο συγκεκριμένο καφέ-μπαρ εργάζονταν μόνο κοπέλες. Η Σοφία πείστηκε αφού διαπίστωσε με μια προσεκτική ματιά πως οι θαμώνες του ήταν κατά κύριο λόγο, αρσενικά!
Βγαίνοντας από το καφέ , το διέγραψε από το χάρτη της.
Ευτυχώς , κοντά στον επόμενο προορισμό της, βρήκε να παρκάρει οπότε δε θα ανησυχούσε για την τύχη του αυτοκινήτου της. Βέβαια , αν η έρευνα και σ' αυτό το καφέ- μπαρ διαρκούσε όσο η προηγούμενη...
Το γωνιακό αυτό καφέ είχε περισσότερο κόσμο από το πρώτο.
-Μπράβο! Ο κόσμος διασκεδάζει, μονολόγησε η Σοφία (ήταν πριν την κρίση, γι' αυτό!)
Κατευθύνθηκε προς το μπαρ αφού την είχαν καλωσορίσει ήδη δυο κορίτσια με αναλογίες μοντέλου κι αυτά , που βρίσκονταν στην υποδοχή. Η Σοφία όμως, ήξερε τι έψαχνε και ο νεαρός πίσω από τη μπάρα της φάνηκε πρόθυμος να βοηθήσει.
Όταν τον είδε από κοντά, παραδέχτηκε πως ήταν πολύ γοητευτικός! Ένα καλό δόλωμα για όλα εκείνα τα κοριτσάκια που του παράγγελναν το ποτό τους μήπως και τις προσέξει.
-Τι να προσφέρω σ' αυτά τα μελαγχολικά υπέροχα μάτια;
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Θα σου απαντήσω με κάτι κοινότυπο. Δε συνηθίζω να πίνω εν ώρα εργασίας.
Εκείνος σούφρωσε τα χείλη μ' έναν παιδιάστικο αλλά πολύ χαριτωμένο μορφασμό κι η Σοφία βιάστηκε να δώσει εξηγήσεις.
-Το Σπύρο; Τι μπλεξίματα έχει ο αλητάκος; Καλό παιδί είναι ο μπαγάσας αλλά πολύ ζωηρός!
Η Σοφία δεν είχε σκοπό ν' αποκαλύψει το λόγο που τον έψαχνε οπότε τα μπάλωσε μ' έναν πρόχειρο λόγο.
-Τι να σας πω; Έχω να τον δω πολύ καιρό. Χαθήκαμε! Δεν είμαστε και κολλητοί. Δυο τρεις φορές έχουμε βγει όλο κι όλο όποτε έτυχε να 'χω κι εγώ ρεπό. Συνήθως περνούσε από το μαγαζί και τα λέγαμε. Αλλά σας λέω, έχει αρκετό καιρό να περάσει από εδώ.
Η Σοφία του έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της στο γραφείο ώστε αν τον συναντήσει , να την ειδοποιήσει, όμως γνώριζε πως αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Εκείνη βέβαια όφειλε να το κάνει. Ποτέ δεν ξέρεις...

Διαβάστε το Απόσπασμα 05

 

Διατροφή για μια καλύτερη ζωή

diatrofh

 

Για να χάσεις βάρος πρέπει να πεινάσεις πολύ. Το αυγό αυξάνει τη χοληστερόλη του αίματος. Τα παιδιά δεν υπάρχει λόγος να προσέχουν τη διατροφή τους. Μην τρως ζωϊκές πρωτεΐνες, κάνουν κακό στην υγεία. Αν θέλεις να χάσεις βάρος, μην τρως υδατάνθρακες. Τα λιπαρά κάνουν κακό στην υγεία.

Αυτά και άλλα πολλά ακούμε καθημερινά από φίλους και γνωστούς, «ειδικούς» και μη, από περιοδικά και τηλεόραση, αλλά και από επώνυμους και διάσημους, Έλληνες και ξένους. Τίποτε από αυτά που διαβάσαμε δεν προσεγγίζει, έστω και λίγο, την αλήθεια.

Ο σύγχρονος άνθρωπος. εκτός του ότι είναι εκτεθειμένος σε ένα ακατάλληλο, πολυδιαφημισμένο και πολυγευστικό διατροφικό περιβάλλον, δέχεται ταυτόχρονα και λανθασμένη πληροφόρηση γύρω από το ποια διατροφική συμπεριφορά είναι αυτή που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να είναι υγιής, δραστήριος αλλά και αδύνατος, αφού τα πρότυπα της εποχής αυτό επιτάσσουν. Πρέπει λοιπόν να εκπαιδευτεί. Και το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας έχει ακριβώς αυτόν το σκοπό.

Νύχτα γάμου

nyxta gamou

 

Η Λότι έχει βαρεθεί τις μακροχρόνιες σχέσεις με άντρες που δε θέλουν δεσμεύσεις και παιδιά. Όταν ο Μπεν, ο νεανικός της έρωτας, εμφανίζεται και πάλι στη ζωή της και της θυμίζει τη συμφωνία τους να παντρευτούν οι δυο τους αν στα τριάντα τους δεν έχουν βρει το ιδανικό ταίρι, αρπάζει την ευκαιρία. Δε χρειάζονται ραντεβού και αρραβώνες – μια απλή γαμήλια τελετή δίχως καλεσμένους είναι ό,τι πρέπει. Για να ακολουθήσει το ταξίδι του μέλιτος στο ελληνικό νησί όπου πρωτοσυναντήθηκαν. Αλλά η Φλις, η αδελφή της Λότι, προσπαθεί να ξεπεράσει ένα εφιαλτικό διαζύγιο, είναι αποφασισμένη να μην αφήσει τη Λότι να οδηγηθεί στα ίδια λάθη με εκείνη και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εμποδίσει την ολοκλήρωση αυτού του γάμου. Άραγε η Λότι και ο Μπεν θα καταφέρουν να έχουν μια πρώτη νύχτα γάμου που θα θυμούνται για πάντα;

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 03

-Συγνώμη που ήρθα νωρίτερα...
-Δεν πειράζει. Έλα, πέρασε...
Η πρόσκληση της βγήκε αβίαστα. Λες κι ο Αλέξης ήταν κάποιος φίλος που την είχε επισκεφτεί για να της κρατήσει συντροφιά.
Κι εκείνος , όμως , δεν έδειξε να το σκέφτεται. Δεν τον κράτησαν στο κατώφλι της ενδοιασμοί. Δέχτηκε την πρόσκληση της Σοφίας μ' ένα χαμόγελο.
-Είναι η ώρα που πίνω καφέ. Θες κι εσύ έναν; είπε ξεπερνώντας τον ίδιο της τον εαυτό.
-Γιατί όχι;
Η Σοφία , αφού ρώτησε την προτίμησή του, μπήκε στην κουζίνα.
Άνοιξε το ντουλάπι της να βγάλει τα υλικά και τότε μόνο συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Κοίταξε πίσω της. Ο Αλέξης καθόταν ανέμελα στον λευκό της καναπέ. Της φαινόταν απίστευτο!
Επέστρεψε στο σαλόνι κρατώντας το δίσκο με τα ποτήρια.
-Ωραίο το σπιτάκι σου, Σοφία!
-Ευχαριστώ!
-Μόνη σου μένεις;
-Ναι!
-Αλήθεια, δεν έχουμε συστηθεί. Εγώ γνωρίζω τ' όνομά σου από τα στοιχεία που άφησες, εσύ όμως...
-Εντάξει. Και 'γω το ξέρω! Αλέξης, σωστά;
Ο άνδρας χαμογέλασε και τα γαλανά του μάτια άστραψαν.
-Εργάζεσαι κάπου, Σοφία;
-Ναι, είμαι αστυνομικός.
-Μπράβο!, αναφώνησε γεμάτος ενθουσιασμό ο Αλέξης.
-Δε μου φαίνεται, έτσι;
-Δεν είναι αυτό... απλά...
-Θ' απορήσεις περισσότερο μάλλον, αν σου πω ότι υπηρετώ στο τμήμα ανθρωποκτονιών.
-Μένω έκπληκτος! , παραδέχτηκε ο Αλέξης. Πώς πήρες αυτήν την απόφαση;
Η Σοφία έκανε μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν και εξήγησε στον Αλέξη όλα όσα ήθελε να μάθει για εκείνη. Αισθανόταν πολύ ευτυχισμένη με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα.
Ο Αλέξης έμεινε στο σπίτι της μιάμιση περίπου ώρα.
Ούτε που αντιλήφθηκαν το πέρασμα του χρόνου. Η χημεία μεταξύ τους ήταν πολύ δυνατή.
-Πρέπει να φύγω, Σοφία. Πέρασα πολύ ωραία. Θα ήθελα να σε ξαναδώ , αν βέβαια το θέλεις κι εσύ.
-Γιατί όχι; Να σου δώσω τον αριθμό του κινητού μου να μου τηλεφωνήσεις όποτε θες.
Ο Αλέξης σημείωσε το νούμερο στο δικό του κινητού, χαιρετίστηκαν φιλικά κι η Σοφία έκλεισε την πόρτα πίσω του πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.
Χοροπηδούσε από τη χαρά της όταν... θυμήθηκε το λόγο που είχε έρθει ο Αλέξης. Το κινητό της...
Πήρε τα κλειδιά της κι έτρεξε από τις σκάλες για να τον προλάβει.
Ο Αλέξης μόλις έβγαινε από το ασανσέρ της πολυκατοικίας. Ξαφνιάστηκε όταν την είδε μπροστά του.
-Το κινητό μου ξέχασες να μου δώσεις...
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί με διασταυρωμένα τα βλέμματα τους.
Στο τέλος, ξέσπασαν σε φοβερά γέλια.

***
Η Σίσσυ ήταν ένα χαριτωμένο κορίτσι. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για να σου μείνει αλλά μια λάμψη, μια διαπεραστική φωτεινότητα! Καμία σχέση με τη μουντάδα της Μαρίνας.
Παρήγγειλαν καφέ και άρχισαν αμέσως να συζητούν για το φλέγον θέμα.
-Γιατί ζητήσατε να με ξαναδείτε;
-Ίσως έχεις κάποια πράγματα να προσθέσεις πάνω σ' αυτά που μου αποκάλυψε η φίλη σου Μαρίνα Σταυροπούλου.
-Η Μαρίνα;
Το κορίτσι πρόφερε το όνομα με ειρωνεία.
-Ναι; Δεν είναι φίλη σου;
-Ας το πούμε...
-Όχι, Σίσσυ. Άκου. Οι λεπτομέρειες είναι πολύ σημαντικές. Ποια είναι η σχέση σου με τη Μαρίνα;
-Εντάξει. Κατάλαβα. Όχι φίλες. Συμφοιτήτριες. Παραδέχομαι πως κάναμε παρέα αλλά δε μπορώ να πω πως τρέφω και πολύ καλά συναισθήματα για το άτομο της.
Η Σοφία την κοίταξε προσεκτικά. Η Σίσσυ φαινόταν έξυπνο κορίτσι. Τα καστανά της μάτια είχαν μια σπιρτάδα. Από παντού ξεχείλιζε η δυναμικότητα του χαρακτήρα της. Ακόμα και τα σγουρά, καστανά μαλλιά της είχαν νεύρο, ζωντάνια. Ήταν φλόγα που έκαιγε!
-Δεν τη συμπαθείς;
Απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού.
Η Σοφία ήταν σίγουρη πως τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία, αφού κι η Μαρίνα δεν είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως στην αφήγησή της με τη Σίσσυ. Έτσι, η Σοφία πριν τη συναντήσει, είχε πιστέψει πως πρόκειται για ένα κορίτσι δειλό κι άβουλο. Είχε πέσει έξω όμως. Γνωρίζοντας την κατάλαβε πως ήταν αδύνατο αυτό το κορίτσι να μην είχε δραστική συμμετοχή σ' εκείνη την συζήτηση περί γονέων.
-Ποιος είναι ο λόγος που δεν την συμπαθείς;
Η Σοφία δεν χρειαζόταν απάντηση από τη συνομιλήτρια της. Ήταν ικανή να δικαιολογήσει και μόνη της την αντιπάθεια αυτή . Αρκούσε να φέρει στο νου της τη συνάντηση τους στο πλουσιόσπιτο της.
-Η Μαρίνα είναι ζηλιάρα κι εκδικητική, απάντησε η Σίσσυ χωρίς περιστροφές.
Η Σοφία δεν περίμενε να ακούσει τα δυο αυτά επίθετα. Παρ' όλα αυτά δεν αποτέλεσαν έκπληξη για εκείνη.
«Θα πρόσθετα το ειρωνική», σκέφτηκε.
Η Σίσσυ συνέχισε:
-Εγώ την είχα καταλάβει από την αρχή. Η Στέλλα και η Άννα έλεγαν πως κάνω λάθος. Δεν ξέρω, η Στέλλα ίσως να πιστεύει ακόμη πως η Μαρίνα είναι ένα καλοκάγαθο κοριτσάκι. Βέβαια, αφού μέχρι και τώρα, η Μαρίνα συνεχίζει να την καλοπιάνει και να της φέρεται άψογα και κολακευτικά. Εγώ όμως, δεν ξεγελιέμαι και δεν θαμπώνομαι από τα πλούτη της. Μου είναι αδιάφορα και αυτά και αυτή! Άλλωστε, όταν η Άννα ξύπνησε, δικαιώθηκα.
-Τι εννοείς;
-Όπως ξέρεις, η Άννα και η Μαρίνα ήταν πάρα πολύ καλές φίλες. Κολλητές! Μέχρι να μπει ο Σπύρος ανάμεσα τους.
Διέκοψε τη ροή του λόγου της βίαια. Σα να 'χε κάνει κάποιο λάθος που ήταν αργά για να διορθώσει.
-Ο Σπύρος; Ποιος Σπύρος;
Η Μαρίνα δεν είχε αναφέρει κανέναν Σπύρο. Η Σοφία περίμενε ν' ακούσει από τη Σίσσυ ό,τι είχε να της πει για αυτόν το Σπύρο με αγωνία και περιέργεια. Η Σίσσυ όμως, φαινόταν για πρώτη φορά πως προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Έμοιαζε να είχε αποκαλύψει κάτι που είχε συμφωνηθεί να μείνει κρυφό.
-Σίσσυ... , ποιος είναι ο Σπύρος;
Στα χείλη του κοριτσιού έσκασε ένα πικρό χαμόγελο.
-Ο Σπύρος... δεν ήθελε να μπλέξει... εγώ τώρα δεν ξέρω αν πρέπει...
-Πρέπει να μου πεις όσα ξέρεις.
-Δεν έχει σχέση με την υπόθεση.
-Για να είσαι σίγουρη πως δεν έχει σχέση με την υπόθεση , πρέπει να κρατάς το κλειδί της.
-Προς Θεού...
-Τότε;
-Απλώς... Εντάξει, –η Σίσσυ έδειξε να συμβιβάζεται με την ιδέα της αποκάλυψης- ο Σπύρος ήταν ένα αγόρι που είχαν γνωρίσει σ' ένα κλαμπ. Η Μαρίνα ενδιαφερόταν για εκείνον, όμως ο Σπύρος διάλεξε την Άννα.
-Και;
-Ε, από τότε τα δυο κορίτσια ψυχράθηκαν μεταξύ τους. Δεν ήταν όπως πριν!
-Αυτός ήταν ο λόγος; Όχι το περιστατικό στην καφετέρια με τη συζήτηση σας για τη σχέση πατέρα-κόρης;
-Α, ναι, εκεί ήταν η κορύφωση! Η αιτία της ρήξης όμως, ήταν ο Σπύρος κάποιους μήνες νωρίτερα.
-Πόσο καιρό είχε σχέση η Άννα με το Σπύρο;
-Κάποιους μήνες απ' όσο ξέρω.
-Μάλιστα!
Η Σίσσυ χαμήλωσε το βλέμμα. Ξαφνικά, φαινόταν τόσο αδύναμη.
-Τι άλλο να πω;
Η Σοφία άγγιξε με το χέρι της το χέρι του κοριτσιού θέλοντας να της δώσει θάρρος. Με αυτήν την κίνηση της ήταν σα να της ψιθύριζε πως έκανε το σωστό.
Η Σίσσυ την κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια.
-Τι άλλο να πω; επανέλαβε με νεύρο στη φωνή.
-Που θα βρω αυτόν τον Σπύρο...

***
Η Σοφία καθόταν στο γραφείο της και σκεφτόταν όσα είχαν ειπωθεί κατά τη συνάντηση της με τη Σίσσυ. Έπρεπε να βρει αυτόν τον Σπύρο επειγόντως. Ερχόταν συχνά σ' επαφή με το θύμα και ήταν απαραίτητο να καταθέσει. Ίσως γνώριζε ή είχε παρατηρήσει κάτι που θα φαινόταν χρήσιμο στις αρχές.
Η Σίσσυ όμως, δε γνώριζε σχεδόν τίποτα για εκείνον. Ούτε το επίθετο ούτε τη διεύθυνση του. Κι αυτό δυσκόλευε τον εντοπισμό του.
« Ίσως η Στέλλα γνωρίζει κάτι γι' αυτόν», είχε πει στη Σοφία.
Και τώρα η Σοφία ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στο κορίτσι.
-Καλησπέρα, στη Στέλλα Σαμαράκη θα ήθελα να μιλήσω.
-Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή. Είμαι η μητέρα της. Θέλετε να της αφήσετε κάποιο μήνυμα;
Η φωνή της ηχούσε όμορφα, μα όταν η Σοφία φανέρωσε την ταυτότητά της ο ήχος της σκλήρυνε.
-Από το αστυνομικό τμήμα τηλεφωνώ σχετικά με την υπόθεση της δολ...
-Ναι, κατάλαβα. Τι θέλετε;
-Προέκυψαν κάποια νέα στοιχεία και χρειαζόμαστε τη βοήθεια της.
-Εντάξει. Όταν επιστρέψει, θα της πω να σας τηλεφωνήσει, είπε η κυρία Σαμαράκη με απροθυμία. Σε αυτό το νούμερο που βλέπω στην οθόνη αναγνώρισης να σας καλέσει;
-Αυτός είναι ο αριθμός του γραφείου μου. Να σας δώσω και του κινητού μου...
Η Σοφία πρόφερε έναν έναν τους αριθμούς.
-Ευχαριστώ πολύ.
-Ένα λεπτό! Πριν κλείσουμε, θέλω να σας παρακαλέσω να χειριστείτε το θέμα με λεπτότητα, γιατί το κοριτσάκι μου είναι ευαίσθητο κι αυτή η υπόθεση την έχει ταράξει πολύ.
-Μείνετε ήσυχη!

***

Είχε έναν φρικτό πονοκέφαλο. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει στο κρεβατάκι της και να ισιώσει το κορμί της, να χαλαρώσει, να μη σκέφτεται τίποτα , ούτε καλό ούτε κακό.
Πέταξε όλα τα ρούχα της στο πάτωμα κι έμεινε με το μαύρο στρινγκ της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Είχε αρχίσει ν' αποκτά κυταρρίτιδα. Ε, βέβαια! Παλιότερα πήγαινε σε γυμναστήριο. Τώρα πια δεν ασχολιόταν με τίποτα. Την είχε πάρει από κάτω. Είχε αφοσιωθεί στη δουλειά κι είχε παραμελήσει τον εαυτό της.
Έπεσε στο κρεβάτι της όπως ένα άψυχο σώμα. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να χαλαρώσει ... όταν ο ήχος του κινητού της την ανάγκασε να επανέλθει στον πραγματικό κόσμο.
Έτσι γυμνή όπως ήταν, έτρεξε στο σαλόνι για να βρει το τηλέφωνο. Σκέφτηκε πως η Στέλλα θα είχε πάρει το μήνυμα που είχε αφήσει η Σοφία στη μητέρα της.
Απάντησε λαχανιασμένη.
Η γνωστή φωνή την καθήλωσε.
-Ελπίζω να μη σε διακόπτω από κάτι!
-Αλέξη;;;
-Με αναγνώρισες! Χαίρομαι! Δε μου αρέσει καθόλου να προσπαθώ στον άλλον που δε με θυμάται να εξηγήσω ποιος είμαι κι από πού γνωριζόμαστε.
Η Σοφία γέλασε.
Ήθελε να του πει πως ήταν αδύνατο να τον ξεχάσει αλλά συγκρατήθηκε.
Δεν ήταν σωστό να του δείξει πόσο πολύ ανυπομονούσε γι' αυτό το τηλεφώνημα.
-Δεν ξέρω αν έχεις κανονίσει τίποτα για απόψε αλλά εγώ έχω μια πρόταση να σου κάνω.
Η Σοφία δεν πίστευε στ' αυτιά της. Μήπως ζούσε σε κάποιο όνειρο; Την είχε πάρει ο ύπνος έτσι όπως ήταν εξαντλημένη και ονειρευόταν...
-Σοφία, είσαι στη γραμμή;
-Ναι, ναι... Σ' ακούω, Αλέξη. Δεν έχω κανονίσει τίποτα. Είναι ωραία η ιδέα σου.
-Θα περάσω λοιπόν, κατά τις εννιά να σε πάρω. Μη φας! Ξέρω ένα πολύ ωραίο εστιατόριο.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο , ελευθέρωσε τη χαρά της με ατέλειωτα ουρλιαχτά και φωνές. Δείπνο με τον Αλέξη!!!!
-Πρέπει να ετοιμαστώ! Σε τέσσερις ώρες θα έρθει να με πάρει.

***
Το θυροτηλέφωνο χτύπησε κι η Σοφία κοκάλωσε.
- Ήρθε!, αναφώνησε πανικοβλημένη.
Έτρεξε στην παπουτσοθήκη κι έβγαλε τα χρυσά ψηλοτάκουνα πέδιλα της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό όμως, της φάνηκε πως κάτι έλειπε.
-Τα σκουλαρίκια!
Σχεδόν τρέμοντας τα πέρασε στ' αυτιά της. Όταν κι αυτά ήταν πια στη θέση τους , η Σοφία ήταν έτοιμη να συναντήσει τον Αλέξη.
Κράτησε στο αριστερό της χέρι το μικρό χρυσό τσαντάκι της και λίγο πριν βγει από την πόρτα, κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά αναπνοή κι ύστερα, ... έσβησε πίσω της τα φώτα!
Ο Αλέξης την περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ένας μικρός θεός!
-Είσαι πολύ όμορφη! , ήταν το πρώτο πράγμα που βγήκε από τα χείλη του αντικρίζοντας τη Σοφία.
Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα για να μη φανεί το ελαφρύ κοκκίνισμα του προσώπου της.
Την οδήγησε στο αυτοκίνητο του. Ένα κόκκινο seat leon που φαινόταν πως είχε αγοραστεί πρόσφατα. Αυτό που πρόσεξε και άρεσε πολύ στην Σοφία ήταν το πόσο καθαρό ήταν και από έξω αλλά και μέσα.
-Λοιπόν... που πάμε;
-Μην ανησυχείς! Έχω κάνει κράτηση.
Η Σοφία χαμογέλασε αμήχανα. Δεν ήξερε τι να πει. Δεν ένιωθε άνετα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και φοβόταν πως ο Αλέξης θα το αντιλαμβανόταν. Δε μπορούσε όμως, να ελέγξει τον εαυτό της. Έμοιαζε με κοριτσόπουλο στο πρώτο του ραντεβού.
Ο Αλέξης άρχισε να της λέει διάφορα. Της μιλούσε για τη δουλειά -για μια απαιτητική πελάτισσα που είχε έρθει για να τον παιδεύσει-, για τον καιρό –η ΕΜΥ προέβλεπε βροχή πέφτοντας όμως έξω, για το λευκό παντελόνι που φορούσε –το είχε δει σε μια βιτρίνα της Τσιμισκή και το είχε ερωτευτεί.
-Εσύ γιατί δε μιλάς; Συμβαίνει κάτι; Μήπως μετάνιωσες;
Η Σοφία βιάστηκε ν' απαντήσει πως όλα ήταν εντάξει. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να πιστέψει ο Αλέξης πως η πρώτη τους έξοδο γι' αυτήν ήταν μια αγγαρεία.
Έβριζε τον εαυτό της για το άγχος και τη συμπεριφορά της. Θα την νόμιζε για σνομπ. Αλλά δεν ήταν! Είχε μόνο λίγο τρακ...
Κατηφόρισαν προς ένα εστιατόριο της Κρήνης. Η Σοφία δεν επισκεπτόταν συχνά αυτά τα μέρη και της φάνηκαν μεγάλες οι αλλαγές. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν στα καφέ, τα πάρκα , την προβλήτα. Η νύχτα κουβαλούσε μια ατμόσφαιρα ρομαντική πράγμα που άγχωνε περισσότερο τη Σοφία αφού το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στην αγκαλιά του Αλέξη και ν' αφεθεί στο φιλί του. Σε καμία περίπτωση όμως, δε θ' αποκάλυπτε σκέψεις κι επιθυμίες της. Τους άνδρες τους κυνηγούσε μονάχα όταν πήγαιναν κόντρα στο νόμο. Στον έρωτα περίμενε από εκείνους την πρώτη κίνηση!
Οι λεπτομέρειες είναι περιττές... Η βραδιά τους κύλησε όμορφα , η συνάντηση στέφθηκε με επιτυχία. Φαγητό, κρασί, κουβεντούλα, γελάκια...Η Σοφία τον κοιτούσε και η μόνη λέξη που της ερχόταν στο μυαλό ήταν «ευχαριστώ».
«Ευχαριστώ που ζωντάνεψες τα όνειρά μου».
«Ευχαριστώ που έδωσες χρώμα στη ζωή μου».
«Ευχαριστώ που μ' έκανες ξανά να αισθανθώ ...τον έρωτα».

***
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Ξύπνησε στο κρεβάτι της με το κορμί της γυμνό και ιδρωμένο σα να είχε δει εφιάλτη.
Είχε σκοτεινιάσει. Στα τυφλά βρήκε το κινητό της ακολουθώντας τον ήχο του.
-Ναιαι; απάντησε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
-Συγνώμη, σας ξύπνησα; Είμαι η Στέλλα Σαμαράκη. Η μητέρα μου μου είπε...
Η Σοφία ψηλάφισε τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας με τα δάχτυλά της και πίεσε το διακόπτη για ν' ανάψει το φως. Το ρολόι απέναντι της έδειχνε πως πλησίαζαν τα μεσάνυχτα.
Το κορίτσι που της είχε τηλεφωνήσει, προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για το ακατάλληλο της ώρας.
Κανόνισαν βιαστικά ένα ραντεβού για την επόμενη μέρα.
Η Σοφία απενεργοποίησε το κινητό.
Έμοιαζε να τα χει χαμένα. Τι άλλο βέβαια, να της συνέβαινε; Αφού η έξοδος με τον Αλέξη ήταν απλά ένα όνειρο!

Διαβάστε το Απόσπασμα 04

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS
Please update your Flash Player to view content.
Please update your Flash Player to view content.

Αναζήτηση βιβλίων

Δημοσιεύστε το δικό σας Βιβλίο !

Είστε ερασιτέχνης ή επαγγελματίας συγγραφέας και θέλετε να δημοσιεύσουμε ένα έργο σας; Συμπληρώστε τα παρακάτω στοιχεία και θα επικοινωνήσουμε μαζί σας






Σύνδεση or Δημιουργία λογαριασμού