Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου

email icon1 dixatzi@gmail.com 

URL Ιστότοπου:

Έτσι, για χάρη σου

etsi gia xarh soy

Ο Μάνος κοίταξε την κοπέλα που είχε μείνει μέσα στο αυτοκίνητο. Φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της, κουκουλωμένη σε ένα χοντρό πορτοκαλί μπουφάν. Είχε σκιστά ελαφίσια μάτια και σκούρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Την κοιτούσε σαν μαγνητισμένος, χωρίς κι αυτός να μπορεί να καταλάβει το γιατί. Δεν ήταν η ομορφιά της που τον έκανε έτσι, κάτι άλλο ήταν, κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Λες και την ήξερε από κάπου – αλλά όχι, αποκλείεται, θα το θυμόταν. Σαν να είχε λάβει το μήνυμα, σαν κάποιος να είχε φωνάξει σιωπηλά το όνομά της, η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της προς το μέρος του. Τον κοίταξε. Ύψωσε ελαφρά τα φρύδια της κι ύστερα στράφηκε απότομα αλλού. Αλλά για λίγο. Σύντομα τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ξανά. Τους χώριζε ένα πεζοδρόμιο και μια τζαμαρία, αλλά ήταν σαν να μην τους χώριζε τίποτα. Η Έλλη και ο Μάνος κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους.
Θα μπορούσε να είναι μια κλασική ροζ ερωτική ιστορία. Αλλά δεν είναι.
Πολύ απλά, γιατί αυτός ο έρωτας δεν έχει τέτοια απόχρωση· έχει το κόκκινο του πάθους και το μαύρο του μίσους.
Για χάρη της Έλλης ο Μάνος θα κινδυνέψει πολύ, όπως κινδυνεύουμε πάντα όταν ερωτευόμαστε μέχρι θανάτου. Θα παλέψει με εχθρούς ορατούς και αόρατους, ακόμα και με την ίδια τη συνείδησή του.
Και για χάρη του Μάνου, η Έλλη θα τινάξει την «τέλεια» ζωή της στον αέρα. Και θα αρχίσει πάλι απ' το μηδέν.
Κανονικά, μια τέτοια αγάπη αξίζει να σωθεί.
Θα σωθεί; Μακάρι...

Πως να μεγαλώσετε σωστά τα παιδιά σας

megalosete

 

Γιατί κάποια παιδιά πετυχαίνουν στη ζωή τους και κάποια άλλα όχι;
Συνήθως αναζητούμε την απάντηση στην ευφυΐα. Πετυχαίνουν τα παιδιά που παίρνουν υψηλούς βαθμούς στα μαθήματα και στις εξετάσεις.
Ο Πολ Ταφ ισχυρίζεται ότι η επιτυχία έγκειται στο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά, όπως επιμονή, περιέργεια, αυτοέλεγχος, αισιοδοξία και ευσυνειδησία παίζουν σημαντικό ρόλο. Μέσα από έρευνες, μελέτες και πραγματικές περιπτώσεις παιδιών, εντοπίζει τη στενή σχέση ανάμεσα στο στρες κατά την παιδική ηλικία και την επιτυχία. Ξεσκεπάζει τους τρόπους με τους οποίους οι γονείς προετοιμάζουν, ή και όχι, τα παιδιά τους για την ενηλικίωση. Και μας προσφέρει νέες οπτικές για να βελτιώσουμε τις ζωές των παιδιών που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας.

Τα γαλάζια φτερά του έρωτα

ta galazia

 

Η Κατερίνα, ο Λευτέρης και ο Οκάν είναι τρεις φίλοι που ζουν στη νησιωτική ελληνοτουρκική μεθόριο. Τα δυο αγόρια, παρά τη διαφορετική εθνικότητά τους, είναι πολύ στενά δεμένα, ενώ ο Λευτέρης και η Κατερίνα έχουν βρει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον πρώτο τρυφερό τους έρωτα. Η ζωή όμως θα παίξει σε όλους παράξενα παιχνίδια και στην εφηβεία οι δρόμοι τους θα χωρίσουν.
Ο Λευτέρης γίνεται πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά τα βράδια ξοδεύεται σε υπόγεια μπαρ αναζητώντας εφήμερους έρωτες. Μια νύχτα, σε ένα τέτοιο μαγαζί, θα δοκιμάσει μια απίστευτη έκπληξη. Μπροστά του θα βρεθεί η Κατερίνα και η παλιά αγάπη τους θα θεριέψει διεκδικώντας δυναμικά το μερίδιό της στη ζωή τους.

Η εξαφάνιση

ejafanish

 

Η Κυβέλη είναι ένα ιδιαίτερα χαρισματικό και μυστηριώδες κορίτσι. Η μοναδική σκέψη που την καταδιώκει από τότε που θυμάται τον εαυτό της είναι η ανεξιχνίαστη εξαφάνιση του αδερφού της.
Δεκατρία χρόνια αργότερα από εκείνο το τραγικό γεγονός, η μοίρα θα τη φέρει αντιμέτωπη με ένα στοιχείο που αναζητούσε σε όλη της τη ζωή, με έναν εφιάλτη που στοίχειωνε τις νύχτες της και φοβόταν όσο τίποτε άλλο στον κόσμο!
Αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στο μυστήριο αυτό κάνει τα πάντα προκειμένου να φτάσει στην αλήθεια, ακόμη και αν εκείνη μπορεί να τη σκοτώσει...
Ο Χάρης, γείτονας, συμμαθητής και μοναδικός της φίλος, στέκεται στο πλάι της και τη βοηθάει σε κάθε δυσκολία. Θα αποδειχτούν όμως η αγάπη και ο κρυφός του έρωτας για εκείνη αρκετά;
Με φόντο την Έδεσσα της δεκαετίας του '90, οι δυο τους θα ζήσουν μια σειρά από γεγονότα γεμάτα αγωνία και ανατροπές που θα τους στιγματίσουν για πάντα.

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 13

Εκείνο το πρωινό στον προθάλαμο όπου βρισκόταν το δωμάτιο της Λένας, η Σοφία συνάντησε τον Αλέξη. Πριν ακόμα τον χαιρετήσει, εκείνος την ενημέρωσε πως ήταν μια νοσοκόμα στο δωμάτιο για να καθαρίσει τη Λένα κι έτσι, δε μπορούσε να μπει. Ήταν αμήχανη η στιγμή και για τους δυο. Βουβοί, στον ίδιο χώρο. Ο Αλέξης καθιστός με σκυμμένο το κεφάλι. Η Σοφία όρθια να διαβάζει δήθεν κάποιες ανακοινώσεις κολλημένες στον τοίχο. Η νοσοκόμα, που πρώτη φορά έβλεπε η Σοφία, βγήκε και έδωσε την άδεια στον Αλέξη να εισέλθει στο δωμάτιο. Εκείνος κοίταξε με τη σειρά του τη Σοφία και με το βλέμμα την παρακίνησε να μπει. Η Σοφία υπάκουσε. Μόνο για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Τα βλέμματα τους για ακόμη μια φορά συναντήθηκαν. Μαρτυρούσαν μια μεταξύ τους μυστική συμφωνία. Σα να παραδέχονταν κι οι δυο πως ήταν καλύτερα έτσι...
Η Λένα φαινόταν καλύτερα από κάθε άλλη φορά εκείνη την ημέρα κι η Σοφία ήλπισε πως ίσως να έφευγε από το νοσοκομείο με τις πληροφορίες που χρειαζόταν.
-Πώς αισθάνεσαι;
-Καλά. Πολύ καλά.
-Το βλέπω. Το πρόσωπο σου λάμπει.
Η Λένα, έτσι όπως καθόταν στο κρεβάτι της, χαμήλωσε το κεφάλι ντροπαλά.
-Ο Αλέξης είναι εδώ.
-Ναι, τον είδα έξω.
-Είμαστε μαζί. Ξέρεις, ζευγάρι εννοώ. Δεν έχει άλλη.
Το γνωστό τσίμπημα στην καρδιά της Σοφίας.
-Γιατί να έχει άλλη; Φαίνεται πως σ' αγαπά πολύ.
-Ναι, μ' αγαπάει!
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε ακούσια από τα σωθικά της Σοφίας.
-Λοιπόν, ν' αρχίσουμε;
Η Λένα έμοιαζε ενθουσιασμένη.
-Θυμήθηκα. Θυμάμαι.
-Ευχάριστο αυτό. Τι θυμήθηκες;
-Αυτόν τον άνδρα. Τον ξέρω. Έχει όνομα.
Η Σοφία προσπάθησε να μη γελάσει για να μην την προσβάλει. Η Λένα είχε κάνει πρόοδο όσον αφορούσε την ομιλία, όμως συνέχιζε να προφέρει αργά τις λέξεις, χρησιμοποιούσε μικρές και κοφτές προτάσεις και πολλές φορές δυσκολευόταν να εκφράσει σωστά και κατανοητά αυτό που ήθελε να πει.
-Πώς τον λένε;
-Δημήτρη. Τον λένε έτσι.
Η Σοφία αισθάνθηκε ένα ρίγος σ' όλο της το κορμί.
-Είσαι σίγουρη;
-Ναι. Σίγουρη.
Η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν άφηνε περιθώρια στη δυσπιστία της Σοφίας να εμφανιστεί.
-Πού τον γνώρισες;
-Εγώ, αυτόν; Δούλευα εκεί.
-Που; Πού δούλευες;
-Σε μαγαζί.
-Σε μπαρ;
-Ναι, μπαρ. Εκεί δούλευα.
Η Σοφία έμεινε για λίγο σιωπηλή και σκεπτική κι ύστερα, άνοιξε την τσάντα της κι άρχισε να ψάχνει χωρίς τελικά να βρει αυτό που αναζητούσε.
-Λένα, ξεκουράσου. Θα τα πούμε αύριο.
-Δημήτρη πάντως, την άκουσε η Σοφία να λέει λίγο πριν βγει από το δωμάτιο.
«Δημήτρη στην Ελλάδα, Τάκη στη Γερμανία», συμπλήρωσε εκείνη με τη σκέψη της.
Στον προθάλαμο συνάντησε τον Αλέξη που επέστρεφε από το κυλικείο κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι καφέ.
-Τελειώσατε;
-Ναι.
-Ωραία.
-Θύμισε μου κάτι. Τι δουλειά έκανε η Λένα;
-Διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Σε μια εταιρία εργαζόταν που αναλάμβανε καφέ, μπαράκια. Τέτοια μαγαζιά.
-Μάλιστα. Ευχαριστώ. Γεια.
-Γεια, αποκρίθηκε ο Αλέξης σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.

***
Η Σοφία σκεφτόταν πως τα πράγματα είχαν μπλεχτεί αλλά και ξεμπλεχτεί ταυτόχρονα. Τα νέα δεδομένα επιβεβαίωναν τους φόβους της αλλά παράλληλα την εξέπλητταν.
Μια σκέψη περνούσε από το μυαλό της και την τριβέλιζε.
Μήπως τελικά η γνωριμία και η σχέση της με τον Αλέξη ήταν ένα σχέδιο της μοίρας για να αποκαλυφθούν όλα;

***
Τα βήματα που ακολούθησε η Σοφία ήταν γρήγορα μα σταθερά.
Την επόμενη κιόλας ημέρα βρισκόταν στο δωμάτιο της Λένας κρατώντας μια φωτογραφία.
-Πες μου, Λένα. Αυτόν που σου δείχνω στην φωτογραφία, τον γνωρίζεις;
Το πρόσωπο της νεαρής γυναίκας σκοτείνιασε όταν αντίκρισε τον άνδρα στη φωτογραφία.
-Αυτός. Αυτός. Αυτός, άρχισε να φωνάζει.
-Λένα, ηρέμησε, σε παρακαλώ και απάντησε με ψυχραιμία στην ερώτηση μου. Τον άνθρωπο που σου δείχνω, τον γνωρίζεις;
-Ναι.
-Είναι ο Δημήτρης;
-Ναι. Αυτός.
-Είναι ο άνθρωπος που σου επιτέθηκε.
-Επιτέθηκε. Ναι.
-Είσαι σίγουρη γι' αυτό; Πρέπει να είσαι προσεκτική. Λοιπόν;
-Ναι, λέω. Αυτός. Δημήτρης. Εγώ δούλευα εκεί. Εκείνος φίλος με αφεντικό. Ερχόταν μαγαζί. Ήθελε το νούμερο. Ξέρεις, στο τηλέφωνο μου.
-Σε φλέρταρε;
-Ναι, ήθελε το νούμερό μου. Εγώ είπα είμαι ζευγάρι με τον Αλέξη. Εκείνος είπε δεν πειράζει.
-Ήταν πιεστικός δηλαδή;
-Ουου, πολύ. Κάθε μέρα ερχόταν εκεί. Κάθε μέρα το νούμερό μου. Να κάνουμε παρέα. Εγώ έχω Αλέξη, εκείνος δεν πειράζει. Μετά, επιτέθηκε. Δεν ξέρω γιατί.
Η Σοφία όμως, ήξερε...

***
Η πόρνη που είχε τύχει να δει το δολοφόνο της Άννας το βράδυ του εγκλήματος ήταν συνεπής στο ραντεβού της με τη Σοφία.
-Μπορεί να είναι αυτός ο άνδρας που είδατε; τη ρωτούσε δείχνοντας της τη φωτογραφία που είχε δείξει και στη Λένα λίγες ώρες πριν.
-Τι να σου πω, κορίτσι μου; Εκατό τοις εκατό δε μπορώ να 'μαι σίγουρη και να πάρω στο λαιμό μου έναν άνθρωπο γιατί εγώ τον είδα από πίσω κι ήταν και νύχτα. Πάντως, δε θα πω ψέματα, έτσι όπως φαίνεται σ' αυτή τη φωτογραφία, μοιάζει. Τι να πω; Μπορεί, μπορεί να 'ναι αυτός. Για να με κάλεσες εδώ σημαίνει είναι ύποπτος. Μπορεί. Μπορεί. Μοιάζει έτσι που τον βλέπω.
Για την ώρα, της Σοφίας της έφτανε που δεν τον είχε απορρίψει η μοναδική μάρτυρας...

***

Τα πράγματα πια στο μυαλό της Σοφίας είχαν μπει στη θέση τους. Ήταν καιρός πια να τακτοποιηθούν και στην πραγματικότητα.
Η Σοφία πριν προχωρήσει στη σύλληψη του δράστη, θέλησε να μιλήσει μ' ένα άτομο ακόμη. Τη Μαρίνα! Δεν άργησε να της τηλεφωνήσει.
-Ο Σπύρος κρίθηκε ένοχος. Σε λίγο καιρό θα γίνει το δικαστήριο και θα πρέπει να παραβρεθείς, όπως καταλαβαίνεις. Είσαι βασική μάρτυς.
Στην άλλη γραμμή έπεσε σιωπή.
-Μαρίνα, μ' ακούς;
-Σας ακούω.
-Ωραία. Θα ειδοποιηθείς όταν...
-Συγγνώμη, πρέπει να σας μιλήσω...
Η Μαρίνα κατέφτασε στο τμήμα γεμάτη άγχος και αγωνία.
Το πρώτο που είπε στη Σοφία αντικρίζοντάς την ήταν πως ο Σπύρος ήταν αθώος.
Η Σοφία δεν αισθάνθηκε την παραμικρή έκπληξη. Αντιθέτως, έδωσε συγχαρητήρια σιωπηλά στον εαυτό της αφού είχε χρησιμοποιήσει υπέρ της το ψυχολογικό «τρικ».
Η Μαρίνα έδειχνε αποφασισμένη να μιλήσει για όλα κι η Σοφία ήταν αναγκασμένη να τα ακούσει μέσα από τους λυγμούς της.
-Είχαμε βγει με τα κορίτσια από τη σχολή ένα βράδυ. Είχαμε πάει σ' ένα κλαμπ. Εκεί μας πλησίασε μια παρέα αγοριών. Ήταν πέντε, αν θυμάμαι καλά. Ανάμεσά τους ο Σπύρος. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Δεν έπρεπε, ήταν λάθος , το ξέρω. Εκείνος γούσταρε την Άννα. Όπως όλοι, άλλωστε. Γιατί ήταν κούκλα. Ναι, ήταν πολύ όμορφη, το παραδέχομαι. Ζηλεύω αλλά το παραδέχομαι. Εγώ δεν έπιανα μία μπροστά της. Έκαναν φάση μπροστά στα μάτια μου. Τα πήρα. Δεν ήμουν όμως, η μόνη. Κι ένα άλλο παιδί από την παρέα, ο Δημήτρης , φλέρταρε την Άννα όλο το βράδυ αλλά εκείνη έδειξε από την αρχή την προτίμησή της στο Σπύρο. Για ένα διάστημα, βγαίναμε τετράδα. Οι δυο ερωτευμένοι κι οι δυο πικραμένοι. Μέχρι και το ζευγάρι προσποιηθήκαμε με τον Δημήτρη μήπως και τους κάνουμε να ζηλέψουν. Τίποτα! Συχνά βρισκόμασταν με τον Δημήτρη και μοιραζόμασταν τον πόνο μας. Κάποια στιγμή ήρθαμε κοντά. Άρχισα να τον θέλω. Νόμιζα πως μου πέρασε η τρέλα με το Σπύρο. Κατάλαβα πως ήταν πείσμα και πληγωμένος εγωισμός που επέλεξε την Άννα αντί για μένα. Άλλωστε ο Δημήτρης ήταν πολύ πιο ωραίος από εμφάνιση. Απλώς, ο Σπύρος ήταν μαγκάκι. Έβγαζε αυτήν την γοητευτική αλητεία που αρέσει στις γυναίκες. Τελικά, κόλλησα με τον Δημήτρη. Ήλπιζα να νιώθει και 'κεινος κάτι για μένα αλλά δεν πρόλαβα να το μάθω. Εκεί που όλα πήγαιναν να πάρουν σιγά σιγά το δρόμο τους, δεν ξέρω πως και τι, χωρίζει η Άννα με το Σπύρο και βρίσκεται ο Δημήτρης να την παρηγορεί. Κάνουν σχέση. Εκεί τη μίσησα. Όλα για την πάρτη της.
Δεν τα είχαν πάνω από μήνα. Ο Δημήτρης κολλημένος πάνω της. Τρελός από έρωτα.
Στα καλά καθούμενα του ζητάει να χωρίσουν. Η δικαιολογία της ήταν πως δεν ξεπέρασε το Σπύρο και πως δεν ήθελε να κοροϊδέψει τον Δημήτρη αλλά δεν ένιωθε τίποτα γι' αυτόν. Από εκεί άρχισαν όλα.
-Εκεί τελείωσαν όλα, θες να πεις.
Η Μαρίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
-Ο Δημήτρης δολοφόνησε την Άννα;
Το κορίτσι είχε καρφώσει το βλέμμα στο πάτωμα. Η Σοφία δεν έβλεπε τα κατακόκκινα μάτια της, μονάχα τις σταγόνες των δακρύων που έπεφταν βροχή.
-Μαρίνα, ο Δημήτρης δολοφόνησε την Άννα;
Εκείνη έγνεψε με το κεφάλι «ναι» γι' ακόμη μια φορά.
-Κι εσύ;
Η Μαρίνα την κοίταξε τρομαγμένα.
-Εγώ; Εγώ μόνο τον κάλυψα.
Στη συνέχεια, αποκάλυψε πως ο Δημήτρης της εκμυστηρεύτηκε την πράξη του κλαίγοντας. Της είπε πως είχε μετανιώσει για όσα έκανε, όμως ήταν θολωμένος. Της ζήτησε να τον βοηθήσει κι έτσι, σκέφτηκαν να ρίξουν τις υποψίες στο Σπύρο που αργά ή γρήγορα θα έμπαινε φυλακή αφού έκλεβε αυτοκίνητα και τα πουλούσε στη χώρα του και σ' άλλες γειτονικές γι' ανταλλακτικά. Εκείνη στην αρχή θεώρησε πως έτσι θα έπαιρνε την εκδίκησή της αφού ο Σπύρος όταν του αποκάλυψε τον έρωτά της, την ταπείνωσε με τον χειρότερο και πιο εξευτελιστικό τρόπο. Μετά, όμως, όταν ξεκίνησαν οι ανακρίσεις και τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύονται, η Μαρίνα λύγισε κι ήταν έτοιμη ν' αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε, όμως ο Δημήτρης άλλαξε πρόσωπο, την απείλησε με μαχαίρι κι η Μαρίνα τρομοκρατήθηκε και αναγκάστηκε να μείνει πιστή στο αρχικό σχέδιο.
Όταν, όμως, της τηλεφώνησε η Σοφία, συνειδητοποίησε πως ο δικός της ο φόβος θα έκλεινε έναν αθώο στη φυλακή κι αυτό δε θα μπορούσε να το συγχωρήσει ποτέ στον εαυτό της. Αυτές οι σκέψεις την είχαν οδηγήσει στο τμήμα και δήλωνε σίγουρη πως είχε επιλέξει το σωστό. Όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες...
Τώρα πια η Σοφία, μετά από αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις, έπρεπε να προχωρήσει στο τελευταίο στάδιο... για να επέλθει η κάθαρση!

***
Ο Φάνης από τη μια έδειχνε να τη θαυμάζει, από την άλλη να ζηλεύει που δεν είχε καταφέρει εκείνος να ξεσκεπάσει το δολοφόνο. Ο διοικητής ήταν περήφανος για τη Σοφία, το ίδιο και ο Πέτρος. Όλο το τμήμα της έδινε συγχαρητήρια. Η Σοφία τα δεχόταν αδιάφορα. Δεν είχε αισθανθεί την παραμικρή ικανοποίηση. Αντιθέτως, ένιωθε έντονη την αγωνία που θα συναντούσε για πρώτη φορά το Δημήτρη με τη νέα του ταυτότητα, με το καινούριο του πρόσωπο!
Εκείνος ήταν ήδη στο θάλαμο των ανακρίσεων και την περίμενε. Φαινόταν ήρεμος, πράγμα που έκανε τη Σοφία ν' ανατριχιάσει. Ο Φάνης της είχε προτείνει να τη βοηθήσει, αλλά εκείνη είχε αποφασίσει να το χειριστεί μόνη.
Ο Δημήτρης όταν την είδε, χαμογέλασε κάνοντας τη Σοφία ν' αναρωτηθεί αν είχε συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
-Είσαι καλά; τον ρώτησε και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Γιατί την ένοιαζε αν ήταν καλά; Είχε έναν δολοφόνο μπροστά της. Πώς μπορούσε να το ξεχνά συνεχώς; Γιατί στο μυαλό της είχε κολλήσει η εικόνα του πληγωμένου Τάκη έτσι όπως την είχε πλάσει με τη διήγηση της Αμαλίας κι όχι αυτή του Δημήτρη, του αδίστακτου κακοποιού που με τα χέρια του σκότωσε ένα εικοσάχρονο κορίτσι και του αφαίρεσε τα μάτια για λάφυρο;
-Σας περίμενα, αποκρίθηκε κι η Σοφία τα 'χασε για λίγο.
Την κοιτούσε, τον κοιτούσε κι ήταν σαν να διάβαζαν ο ένας την ψυχή του άλλου.
-Ομολογείς;
-Ομολογώ.
Ο Δημήτρης περιέγραψε τον έρωτα του για την Αννέτα με τόσο πάθος, τόση ζωντάνια κι η Σοφία καθ' όλη τη διάρκεια της διήγησης του ένιωθε την καρδιά της μαγκωμένη. Η ιστορία αυτή έκρυβε ρομαντισμό και πόνο, αλλά το να την ακούς από τον πρωταγωνιστή, ήταν δυνατό να σε τσακίσει.
-... Κι ύστερα, για να ξεφύγω απ' όλα αυτά, ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Με φιλοξένησε η θεία μου, που είναι υγιέστατη, του ξέφυγε ένα μικρό γελάκι θυμούμενος το ψέμα στο νοσοκομείο.
-Και μετά; Γνώρισες την Άννα;
-Όχι αμέσως. Πέρασε καιρός. Και 'κει που νόμιζα πως είχα αρχίσει να το ξεπερνάω φτιάχνοντας από το μηδέν τη ζωή μου, συνάντησα την Άννα σ' ένα κλαμπ. Μόλις την είδα, τα έχασα! Ξέρω πως είναι δύσκολο να με πιστέψετε, όμως έμοιαζε καταπληκτικά με την Αννέτα.
Η Σοφία δεν αμφέβαλε πως της έλεγε αλήθεια. Η φωτογραφία με το ζευγάρι που της είχε δείξει η Αμαλία ήταν καρφωμένη στην οθόνη του μυαλού της.
-Τρελάθηκα! Γεννήθηκε μέσα μου ξανά ο έρωτας. Νόμιζα πως αν αποκτούσα την Άννα , θα είχα πάλι την Αννέτα. Φάνηκε πως υποσυνείδητα ήθελα να συνεχίσω την ιστορία από εκεί που είχε διακοπεί τόσο απότομα κι όχι απλά να την ξεπεράσω. Ονειρευόμουν να κάνω μια νέα αρχή με μια νέα Αννέτα που δε θα γνώριζε για το πρόβλημα με τα μάτια μου. Δυστυχώς, όμως, μπορεί να έμοιαζαν στην εμφάνιση, αλλά καθόλου στο χαρακτήρα. Η Άννα ήταν ατίθαση, εγωίστρια, τα ήθελε όλα δικά της. Όταν την χόρτασε ο Σπύρος και την παράτησε, στράφηκε σε μένα μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί. Μου 'παιζε την ερωτευμένη και μια μέρα, όταν βαρέθηκε να υποκρίνεται, μου πέταξε ένα ξερό «χωρίζουμε» και γύρισε τον κόσμο μου ανάποδα. Δεν είχα αντοχές να ξαναζήσω την ίδια απόρριψη. Αναβίωσαν μέσα μου όλα εκείνα τα άσχημα συναισθήματα και το μυαλό μου άρχισε να παίρνει παράξενες στροφές. Της έκλεισα ραντεβού με τα χίλια ζόρια για να μιλήσουμε από κοντά μήπως και τη μεταπείσω. Δεν είμαι σίγουρος αν πραγματικά αυτός ήταν ο σκοπός μου. Ίσως ο εαυτός μου είχε προσχεδιάσει το φόνο, πριν καλά καλά εγώ τον σκεφτώ. Κι αυτό το λέω γιατί δεν έκανα ιδιαίτερη προσπάθεια να την πείσω να τα ξαναβρούμε. Με την πρώτη άρνηση, με τα πρώτα ξινισμένα μούτρα, φούντωσε μέσα μου η οργή. Λυπάμαι, όμως η Άννα εισέπραξε τη βιαιότητα μου σε διπλάσιο βαθμό. Της έκανα ό,τι ήθελα να κάνω στην ίδια αλλά κυρίως στην Αννέτα και το 'χα καταχωνιάσει μέσα μου τόσον καιρό.
Οι λέξεις έβγαιναν ψύχραιμες από τα χείλη του, όμως κουβαλούσαν ένα κρυφό φορτίο που άγγιζε την ψυχή της Σοφίας κι ας είχε ανατριχιάσει ολόκληρη.
-Τα μάτια; βρήκε δύναμη να ρωτήσει σχεδόν δειλά.
-Τα μάτια της τα έβγαλα με τα ίδια μου τα χέρια αφού ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Ήταν για μένα μια πράξη λύτρωσης. Ένιωθα σα να νικούσα την αρρώστια. Αποδείκνυα εκείνη την ώρα πως ήμουν πιο δυνατός από αυτή. Σα να ξερίζωνα το κακό από τα δικά μου μάτια, σα να 'παιρνα εκδίκηση από τα μάτια της Αννέτας.
Φυσικά και δεν τα κράτησα ως λάφυρο, όπως φαντάζεστε ότι θα ταίριαζε σ' έναν ψυχοπαθή δολοφόνο. Τα έθαψα λίγο πιο πέρα θάβοντας μαζί τους όλη τη σαπίλα της ψυχής.
-Πώς αισθανόσουν μετά από όλα αυτά;
-Μπερδεμένος! Εκεί που έκλαιγα, πονούσα, καταριόμουν, συλλαβίζοντας τη λέξη «δικαιοσύνη» ηρεμούσα. Έλεγα στον εαυτό μου «σε πρόδωσαν, σ' έλιωσαν χωρίς δισταγμό, μόνο εσύ αξίζει να πονάς;». Έπρεπε με κάποιο τρόπο να πονέσουν κι αυτές.
-Κι η Λένα;
-Α, η Λένα! Η Λένα ήταν το άλλοθι μου. Ένα άλλοθι για τον ίδιο μου τον εαυτό. Τη γνώρισα στο μπαρ ενός φίλου ως διακοσμήτρια. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή ως γυναίκα. Μου άρεσε πιο πολύ γιατί ήταν εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Είχε έναν αέρα που σε καθήλωνε και 'γω είχα την ανάγκη να με συνεπάρει. Γνωριστήκαμε, συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον, αρχίσαμε να μιλάμε. Τέλος πάντων, ήρθαμε κοντά. Και μετά από λίγο καιρό, δώσαμε το πρώτο μας φιλί!
Η Σοφία έπιασε τον εαυτό της να παρακολουθεί την αφήγηση του Δημήτρη με περισσότερο ενδιαφέρον.
-Φιλί; ρώτησε προσπαθώντας να ελέγξει την έκπληξή της ώστε να μην κινήσει τις υποψίες του νεαρού.
-Φιλί, έντονο και παθιασμένο που επιβεβαίωνε την αμοιβαία έλξη. Όταν χωριστήκαμε εκείνο το βράδυ, εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. Νόμισα πως βρήκα την ιδανική γυναίκα να με ξεκολλήσει από το παρελθόν. Όμως, ατύχησα γι' ακόμη μια φορά. Την επόμενη μέρα πήγα να τη βρω και το Λενάκι μ' αντιμετώπισε σα να 'μουν ένας ξένος. Άρχισε να λέει πως ήταν λάθος ό,τι συνέβη μεταξύ μας, πως την παρέσυρα και πως είχε καιρό σχέση μ' έναν Αλέξη που τον αγαπούσε και δεν ήθελε με τίποτα να χωρίσει μαζί του. Ε, αυτό δεν το καταλαβαίνω με τις γυναίκες. Απαιτούν τη μονογαμία από τους άνδρες σαν τρελές αλλά μόλις κάνουν αυτές το λάθος, αρχίζουν τις δικαιολογίες πως τις παρέσυραν, πως τις παγίδευσαν και άλλα τέτοια. Καμιά δεν έχει τα κότσια να παραδεχτεί πως γούσταρα και το έκανα. Δε με πίεσε κανείς. Και οι μπούρδες ότι οι γυναίκες είναι πιστές ενώ οι άνδρες όχι πρέπει να κοπούν. Αννέτα, Άννα, Λένα! Με τρεις γυναίκες κόλλησα κι οι τρεις με πρόδωσαν. Η καθεμιά με τον τρόπο της.
Ο Δημήτρης φάνηκε εκνευρισμένος. Η Σοφία τον επανέφερε υπενθυμίζοντας του πως δε βρίσκονταν εκεί για ν' αναλύσουν τις θεωρίες τους περί της διαφορετικότητας των δυο φύλων.
-Κι εν πάση περιπτώσει, εγώ πιστεύω πως έχει να κάνει με τον κάθε άνθρωπο, του είπε στο τέλος έχοντας στο μυαλό της τη δική της σχέση με τον Αλέξη. Λοιπόν, τι συνέβη με σένα και τη Λένα στη συνέχεια;
-Δεν το άφησα έτσι. Την κυνήγησα. Εκείνη επέμενε πως δεν ήταν σωστό μέχρι που δόθηκε και το δεύτερο φιλί.
-Α, και δεύτερο; ψέλλισε η Σοφία και την ίδια στιγμή ευχήθηκε να μην το πρόσεξε ο Δημήτρης.
-Ε, μετά, αφού πείστηκα πως με ήθελε και δε μπορούσε να μου αντισταθεί, αποφάσισα να μην τα παρατήσω. Εκείνη ισχυριζόταν πως το 'χε μετανιώσει. Τη μια μ' έδιωχνε με βρισιές, την άλλη με παρακαλετά. Χάθηκα για λίγο καιρό από τη ζωή της για να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Δεν την άφησα όμως, από τα μάτια μου. Την παρακολουθούσα. Δούλευα στο μπαρ ως τα ξημερώματα κι όταν σχολνούσα, δεν πήγαινα σπίτι για να κοιμηθώ. Περίμενα στ' αμάξι μέχρι να τη δω να βγαίνει από την πολυκατοικία της. Έγινε η εμμονή μου και μου άρεσε. Στην αρχή τουλάχιστον... που δεν συναντιόταν με τον τύπο συχνά. Μετά όμως, αφού τελείωσε τη δουλειά στο μπαρ του φίλου μου, όλο και πιο συχνές έγιναν οι επισκέψεις της στο σπίτι αυτού του Αλέξη. Μέχρι και ταξιδάκι πήγανε, μάλλον για να θολώσει τα νερά. Περίμενα παρκαρισμένος στη γειτονιά της ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Με τρέλανε η ζήλια. Όταν επέστρεψε, δεν άντεξα. Ανέβηκα στο διαμέρισμά της κι έγινε χαμός. Τα σημάδια αλλαγής πάνω της ήταν εμφανή. Είχε περάσει τέλεια με τον Αλέξη της και είχε σιγουρευτεί για τα συναισθήματά της, όπως είπε. Εγώ γι' ακόμη μια φορά γινόμουν παιχνιδάκι μιας γυναίκας. Μετά από αυτό, εξαφανίστηκα από τη ζωή της. Προσωρινά βέβαια, αφού είχα ορκιστεί εκδίκηση. Ναι, το ορκίστηκα στον εαυτό μου πως δε θα επέτρεπα σε καμία άλλη γυναίκα να με ταπεινώσει. Η Λένα το έκανε κι έπρεπε να τιμωρηθεί γι' αυτό. Περίμενα λοιπόν, την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρω το αίμα μου πίσω!
Η Σοφία προσπάθησε να κοντρολάρει το δεξί της πόδι που έτρεμε κάτω από το τραπέζι. Η ιδέα πως ο Δημήτρης ίσως είχε παρακολουθήσει και τον Αλέξη και την είχε δει μαζί του, την τρομοκρατούσε. Εκείνος, όμως δεν είχε δείξει να γνωρίζει τη σχέση τους.
-Ένα βράδυ που είχα ρεπό σκέφτηκα να περάσω μια βόλτα από τα μέρη της μήπως και την πετύχω. Στάθηκα τυχερός!, σχολίασε μ' ένα ειρωνικό γελάκι και συνέχισε: Ο καλός της είχε έρθει να την πάρει και 'κεινη, γαμώ το , ήταν πανέμορφη!
Τα γνωστά τσιμπήματα στην καρδιά της Σοφίας έκαναν την επανεμφάνισή τους.
-Και μετά; ρώτησε νευρικά.
-Τους ακολούθησα. Πήγαν στο Φιλίππειο για φαγητό και στο γυρισμό σταμάτησαν στο δάσος. Ο λόγος βέβαια, ήταν αρκετός για να μου θολώσει το μυαλό. Ήμουν αποφασισμένος! Θα τους σκότωνα και τους δύο. Δεν ξέρω τι μεσολάβησε. Μάλλον μαλώσανε και 'κεινος σηκώθηκε κι έφυγε κάνοντας την αποστολή μου ευκολότερη. Τελικά δεν πρόλαβα να την ολοκληρώσω γιατί φαίνεται πως το μετάνιωσε ο κύριος και επέστρεψε για να την παραλάβει. Εγώ βέβαια, είχα κανονίσει να μην τη βρει όπως την άφησε. Πίστεψα πως τα χτυπήματα στο κεφάλι ήταν πολλά και δυνατά ώστε να μην ξυπνήσει ποτέ η Λένα αλλά όπως φάνηκε, υπολόγισα λάθος. Καλά να πάθω!
-Μετανιώνεις, Δημήτρη για όσα έκανες;
Έμεινε για λίγο σιωπηλός σα να σκεφτόταν την απάντησή του, όμως όταν μίλησε, η σιγουριά στη φωνή του ήταν αναμφισβήτητη.
-Δε μετανιώνω! Λυπάμαι, αλλά δε μετανιώνω.

***
Τελικά για όλα υπάρχει μια εξήγηση!
Μπορεί βέβαια να είναι ακατάληπτη από τον ανθρώπινο νου αλλά αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη της.
Έτσι απλά και φιλικά, σα να μην επρόκειτο για εγκληματικές πράξεις, ο Δημήτρης εξήγησε στη Σοφία αυτό το «γιατί» που την βασάνιζε τόσον καιρό.
Τα πράγματα από 'κει και πέρα πήραν το δρόμο που τους ταίριαζε.
Ο Δημήτρης καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στο δικαστήριο ήταν παρούσα κι η Σοφία. Τον παρατηρούσε καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Ήταν ευδιάθετος και χαμογελαστός. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, όταν έτυχε να περνά από μπροστά της φορώντας χειροπέδες και με τη συνοδεία δυο συναδέλφων της, ο Δημήτρης κοντοστάθηκε και της είπε θερμά «ευχαριστώ για όλα». Κι η Σοφία απόρησε. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ένοχη. Όταν επανήλθε, έμεινε ν' αναρωτιέται. Για ποιο λόγο αυτός ο άνθρωπος την ευχαριστούσε; Πού έβρισκε τη δύναμη να ευχαριστήσει εκείνη που τον είχε ξεσκεπάσει και τον είχε οδηγήσει στη φυλακή;
Βαθιά μέσα της μια φωνή της υπενθύμιζε πως ο Δημήτρης ήταν μια βασανισμένη, πληγωμένη ψυχή. Είχε ανάγκη να τον ακούσει κάποιος και να τον κατανοήσει. Αυτό ακριβώς έκανε η Σοφία. Άθελα της, βέβαια, αλλά το έκανε! Κι αυτό ήταν που μετρούσε!
Την ίδια μέρα στο δικαστήριο, η Σοφία συνάντησε κι άλλα γνώριμα πρόσωπα. Η Μαρίνα , που τελικά αθωώθηκε, ήταν εκεί φανερά καταβεβλημένη. Ήταν η Λένα που είχε κάνει μεγάλη πρόοδο στην ομιλία κι ήταν κι ο Αλέξης, δίπλα της, να της κρατά το χέρι. Φαινόταν να τα ξαναβρήκαν! Η Σοφία έπειθε μ' επιτυχία τον εαυτό της πως αδιαφορούσε για το συγκεκριμένο θέμα. Στο πίσω μέρος του μυαλού της την παρηγορούσε η σκέψη πως ο Αλέξης είχε μείνει με τη Λένα από τύψεις κι όχι επειδή την αγαπούσε αληθινά.
Όταν η Λένα την χαιρέτισε, μ' εκείνον αντάλλαξε μια αυστηρή ματιά. Αυτή ήταν η τελευταία τους επικοινωνία... Ένα θυμωμένο βλέμμα, μια κόκκινη γραμμή για τη διαγραφή του παρελθόντος. Δυο νοητά λόγια: «προσπάθησα» από τον έναν, «με πρόδωσες» από την άλλη. Αυτά μόνο και τίποτα άλλο!
Κι η ζωή συνεχίζεται...

***
Η Σοφία αφού έκλεισε κι αυτήν την υπόθεση, άλλαξε σελίδα. Αποχαιρέτισε το Φάνη ο οποίος επέστρεψε στην Αθήνα και δέχτηκε την πρόταση του Πέτρου να γνωρίσει έναν ξάδερφο της Μάνιας.
-Είμαι σίγουρος πως θα ταιριάξετε.
-Τι μας λες; Και πού το βασίζεις αυτό;
-Ε, ξέρω τι σου λέω. Σας έχω ψυχολογήσει. Είμαι καλός στα προξενιά. Έχω ταιριάξει πολλά ζευγάρια. Θα το διαπιστώσεις και μόνη σου.
-Άντε να δούμε...
Το ίδιο βράδυ, στο εστιατόριο όπου είχαν ραντεβού «στα τυφλά», η Σοφία παραδέχτηκε με την πρώτη ματιά πως ο ξάδερφος από εμφάνιση έσκιζε! Όταν τον πλησίασε, εκείνος προθυμοποιήθηκε να της συστηθεί. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και με τη γοητευτική χροιά της φωνής του πρόφερε:
-Σοφία, είμαι ο Αλέξης!
Η Σοφία χαμογέλασε γλυκά σα να 'χε δαγκώσει το αγαπημένο της σοκολατάκι.
«Ο σωστός αυτή τη φορά, ελπίζω», σκέφτηκε.

*** ΤΕΛΟΣ ***

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 12

Ο Πέτρος την υποδέχτηκε μ' ενθουσιασμό.
-Ωωω, καλώς το κορίτσι! Μια χαρά σε βλέπω. Εκεί που πήγες, φαίνεται πως ξεκουράστηκες. Ποιο είναι αυτό το μέρος να το επισκεφτούμε κι εμείς;
Η Σοφία χαμογέλασε πονηρά. Δεν είχε σκοπό ν' αποκαλύψει σε κανέναν ακόμα τον προορισμό που είχε επιλέξει.
-Καλά, πόσο του μηνός έχουμε σήμερα; Μεθαύριο κανονικά δεν πιάνεις δουλειά εσύ;
-Την έκοψα την άδεια μου, Πέτρο. Σας πεθύμησα, τι να κάνω;
-Άσ' τα αυτά, μουσίτσα. Πολύ παράξενη είσαι τον τελευταίο καιρό βρε παιδί μου. Κάτι συμβαίνει. Ο αγαπητικός φταίει; Μήπως τον καλέσανε επειγόντως στη δουλειά κι επιστρέψατε άρον άρον; Αλλά δε θα 'σουν τόσο ευδιάθετη. Η δικιά μου, όσες φορές έχει συμβεί κάτι τέτοιο, έχει μούτρα μέχρι το πάτωμα.
Η Σοφία γέλασε με την ψυχή της φέρνοντας στο μυαλό της την εικόνα της θυμωμένης Μάνιας.
-Ο Φάνης πού είναι; ρώτησε στη συνέχεια.
-Τον ειδοποίησαν από το νοσοκομείο. Φαίνεται πως «ξύπνησε» η Λένα. Ξέρεις, η κοπέλα που βρισκόταν σε κώμα.
Η καρδιά της Σοφίας χτύπησε δυνατά ακούγοντας τα λόγια του Πέτρου.
-Ναι, ναι, ξέρω, είπε σαν υπνωτισμένη κι όταν συνήλθε, πήρε την απόφαση πως είχε έρθει η ώρα για να συναντήσει αυτή τη γυναίκα. Είχε μαζέψει αρκετή δύναμη για να μπορέσει ν' αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο και αυτήν και τον Αλέξη.
-Πέτρο, πάω να βρω το Φάνη. Ίσως με χρειάζεται, ανακοίνωσε βιαστικά η Σοφία και βγήκε από το γραφείο χωρίς να περιμένει ν' ακούσει το σχόλιο του συναδέλφου της.
Όσο πλησίαζε στο νοσοκομείο, τόσο πολλαπλασιαζόταν η ένταση μέσα της. Μπήκε με μια βαθιά ανάσα. Ήλπιζε να μην πέσει πάνω στον Αλέξη. Τελικά, έπεσε πάνω σε ένα άλλο γνωστό της πρόσωπο που δεν περίμενε να συναντήσει. Ήταν ο Δημήτρης που 'χε γνωρίσει στο μπαρ ψάχνοντας για το Σπύρο.
-Επ, τι κάνεις εσύ εδώ;
-Α, γεια σας, τι κάνετε; Εγώ ήρθα να δω τη θεία μου.
-Τι έπαθε η θεία σου;
-Προβλήματα με την καρδιά. Εσείς; Επισκέπτεστε κάποιον δικό σας;
-Ευτυχώς όχι. Όλοι παραμένουν υγιείς. Για μια υπόθεση είμαι εδώ. Για μια κοπέλα που βρίσκεται σε κώμα.
-Σε κώμα, ε; Κρίμα! Και, συνήλθε;
-Έτσι νομίζαμε, αλλά τελικά όχι.
-Τι λένε οι γιατροί; Θα συνέλθει;
-Όπως όλα δείχνουν κι απ' ό,τι μας έχουν ενημερώσει, οι πιθανότητες να επανέλθει είναι πολύ λίγες.
-Α, έτσι; Ποτέ δεν ξέρεις.
-Πράγματι!
-Λοιπόν, σας χαιρετώ!
-Γεια σου, Δημήτρη! Χάρηκα που σε είδα.
Και δεν έλεγε ψέματα... Καλύτερα ήταν να έβλεπε μπροστά της τον Αλέξη;

***
Ο Φάνης σχεδόν τρόμαξε όταν την είδε.
-Σοφία...
-Σ' αιφνιδίασα;
-Δε σε περίμενα. Τελείωσε κιόλας η άδεια σου;
-Την τελείωσα εγώ νωρίτερα. Μου έλειψε η δουλειά μου, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο. Λοιπόν, τι γίνεται εδώ;
-Μόλις ολοκληρώθηκε η ενημέρωσή μου από τους γιατρούς. Η Λένα έδειξε τα πρώτα σημάδια επικοινωνίας με το περιβάλλον.
-Αλήθεια; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Πότε θα μπορέσει να δώσει κατάθεση;
-Δεν το γνωρίζω, αλλά σίγουρα θα χρειαστεί να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα για να καταφέρει ν' αντεπεξέλθει σε κάτι τόσο επώδυνο για την ίδια.
-Ανυπομονώ! Μπορούμε να τη δούμε;
-Προς το παρόν όχι. Με τα πρώτα σημάδια βελτίωσης, οι γιατροί θα μας ενημερώσουν για να έρθουμε σ' επαφή μαζί της. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, άδικα ήρθες ως εδώ.
«Μην το λες», σκέφτηκε η Σοφία.
Πάντως, ο Αλέξης δεν ήταν εκεί!

***
Η Σοφία ξαπλωμένη στον καναπέ της σκεφτόταν την ιστορία αγάπης που της είχε διηγηθεί η Αμαλία. Ο Τάκης κι η Αννέτα! Τι ταιριαστό ζευγάρι! Θα μπορούσαν τώρα να 'ναι μαζί ευτυχισμένοι. Όμως, κάποιες φορές η μοίρα παίζει σκληρά παιχνίδια και μπορεί να βρεθείς προδομένος από τους ανθρώπους που πίστευες ότι σ' αγαπούν πραγματικά. Από εκείνους τους ανθρώπους που σε πείθουν πως θα σ' αγαπούν για πάντα ό,τι κι αν συμβεί. Αυτό φαίνεται πως πίστευε κι ο Τάκης για την Αννέτα κι όταν εκείνη του γύρισε ξαφνικά την πλάτη –ίσως με πόνο, αλλά το έκανε-, ο Τάκης πληγώθηκε βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Ίσως και να 'χε προσπαθήσει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ποιος ξέρει;
Μετά από ένα τόσο δυνατό χτύπημα, ο άνθρωπος μπορεί ν' αλλάξει ριζικά. Να δει από άλλη οπτική γωνία τα πράγματα και ν' αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο την απόρριψη.
Η Σοφία κατανοούσε...
Μπορείς να κατανοήσεις και τις «ακατανόητες» πράξεις των άλλων αρκεί να κοιτάξεις βαθιά στην ψυχή.
Κι η Σοφία αισθανόταν τώρα μια μικρή ψυχολόγος!

***
Εκείνο το πρωινό η Σοφία δεν θα το ξεχνούσε για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ο Φάνης είχε απαντήσει στο τηλέφωνο και 'κεινη του είχε ρίξει ένα αγωνιώδες βλέμμα σα να 'χε μαντέψει αυτό που της ανακοίνωσε αμέσως μόλις κατέβασε το ακουστικό.
-Η Λένα είναι έτοιμη να μας δεχτεί.
Τα πόδια της δεν είχαν σταματήσει να τρέμουν στη διαδρομή έως ότου φτάσουν στο νοσοκομείο. Δε μπορούσε ούτε η ίδια να εξηγήσει το λόγο που αισθανόταν έτσι. Μια μάζα άγχους της έφραζε τη δίοδο του αέρα και δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει. Το ίδιο θυμόταν πως είχε πάθει και την πρώτη ημέρα των πανελληνίων. Όχι γιατί αγωνιούσε πραγματικά για τα θέματα που θα έπεφταν, αλλά γιατί το σχολείο έφτανε στο τέλος του. Ίσως αυτό να ήταν ο συνδετικό κρίκος... Το τέλος! Η Σοφία , έστω και υποσυνείδητα, «γνώριζε» πως η υπόθεση αυτή ακολουθούσε πια τερματική πορεία.
Οι γονείς της Λένας τους υποδέχτηκαν στον προθάλαμο του νοσοκομείου. Τα πρόσωπά τους είχαν βρει τη χαμένη τους λάμψη από τότε που η μονάκριβη κόρη τους είχε συνέλθει.
-Δόξα τω Θεώ! Όλα καλά, είπαν με μια φωνή.
-Είναι με τον φίλο της τώρα, αποκρίθηκε η μητέρα της.
-Οι γιατροί επιτρέπουν σ' έναν κάθε φορά να μπαίνει στο δωμάτιο, συμπλήρωσε ο πατέρας της.
Επομένως, ο Αλέξης βρισκόταν μέσα, μόνος μαζί της...
Η Σοφία ένιωσε μικρά τσιμπηματάκια ακούσιας ζήλιας στην καρδιά αλλά δεν άφησε το συναίσθημα να την παρασύρει.
Όμως, μετά, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε εκείνος...
Τόσο όμορφος...
Κι η καρδιά της σκίρτησε αυτή τη φορά κι ύστερα, πόνεσε...
Κι ένα πικρό «γιατί» καρφώθηκε στα χείλη της που τον άφησε να το δει μα εκείνος το αγνόησε.
Τότε, η Σοφία κατάλαβε... Ο Αλέξης ήταν πια ένας άλλος! Δεν υπήρχε ο νεαρός άνδρας που χαιρόταν μαζί της πριν λίγο καιρό την αλμυρή δροσιά της θάλασσας. Δεν ήταν ο Αλέξης της! Άλλωστε εκείνη είχε απαιτήσει να την ξεγράψει. Εκείνη του είχε ζητήσει να μην την ενοχλήσει ποτέ ξανά. Να τα σβήσει όλα και να προσποιηθεί πως δεν την γνώριζε από πριν. Αυτό είχε ζητήσει. Και τελικά, εκείνος πείσθηκε και υπάκουσε. Γι' αυτό, δεν ήταν πια ο Αλέξης της! Ήταν ο Αλέξης της Λένας!
Χαιρέτησε τη Σοφία και το Φάνη με απόλυτη σοβαρότητα και τους μετέφερε την επιθυμία της Λένας να τους συναντήσει. Σύμφωνα με την εντολή των γιατρών, μόνο ένας θα έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Φάνης κοίταξε τη Σοφία παραχωρητικά και εκείνη το αποδέχτηκε. Είχε έρθει η ώρα να γνωρίσει την... αντίζηλο!

***
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Επικρατούσε μια απειλητική ησυχία που μεγάλωνε την νευρικότητα της Σοφίας.
Δίπλα στο κρεβάτι υπήρχε ένα χαμηλό σκαμπό. Η Σοφία κάθισε χωρίς να πει λέξη. Η Λένα είχε τα μάτια της κλειστά και δεν ήξερε αν την είχε πάρει ο ύπνος. Της πέρασε από το μυαλό να βγει από το δωμάτιο με τη δικαιολογία ότι η Λένα κοιμόταν κι ύστερα, να τρέξει μακριά, να ξεφύγει από τη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο νοσοκομείο. Η αναβλητικότητα όμως, ήξερε πως δε θα έβγαζε πουθενά. Ήταν έτοιμη να μιλήσει όταν η Λένα άνοιξε τα μάτια της κι ένα μικρό φως ξεχώρισε ανάμεσα στο σκοτάδι. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στη Σοφία κάνοντας την να αναρωτηθεί αν γνώριζε πως είχε μπροστά της την «άλλη».
-Είστε... για..., είπε χαμηλόφωνα κι η χροιά της, γλυκιά και τρυφερή, ήχησε στ' αυτιά της Σοφίας σαν μελωδία βγαλμένη από τις παιδικές της αναμνήσεις.
-Ναι, ήρθα για να... για την κατάθεση, αποκρίθηκε η Σοφία και τράβηξε το σκαμπό πιο κοντά στο προσκεφάλι νιώθοντας την ανάγκη να την βοηθήσει.
-Εγώ...εγώ..., κάτι προσπάθησε ν' αρθρώσει η Λένα αλλά δεν τα κατάφερε.
Η Σοφία χωρίς να σκεφτεί, της έπιασε το χέρι. Ο πόνος κι η θλίψη κόπηκαν στα δυο.
Η Λένα ένιωσε ανακούφιση. Σχεδόν χαμογέλασε κι η Σοφία παραδέχτηκε πως ήταν μια όμορφη και θελκτική νεαρή γυναίκα. Ήταν φυσιολογικό τα μικρά τσιμπηματάκια ζήλιας να έκαναν την εμφάνισή τους, όμως αυτή τη φορά η καρδιά της Σοφίας ήταν απασχολημένη.
-Είσαι έτοιμη να μου μιλήσεις για εκείνο το βράδυ; τη ρώτησε.
Η Λένα έγνεψε «ναι» με μια κίνηση του κεφαλιού κι ένα διαμαντένιο δάκρυ κύλησε στο καλοσχηματισμένο πρόσωπό της.
Η Σοφία της έσφιξε το χέρι.
-Εγώ ήμουν... ήμουν εκεί. Ο Αλέξης δεν ήταν... εκεί. Μόνη ήμουν. Στα δέντρα. Τη νύχτα. Στα δέντρα.
Ακόμα ένα δάκρυ έκανε την εμφάνισή του.
-Και; Τι συνέβη εκεί; Θυμάσαι;
-Ναι. Θυμάμαι. Ήμουν μόνη.
-Και μετά;
-Ήρθε από πίσω μου.
-Ποιος;
-Εκείνος. Ο νέος. Εγώ τον είδα.
-Τον είδες; Μπορείς να τον περιγράψεις;
Η Λένα έδειξε πως δυσκολευόταν.
-Τον είδα.
-Πώς ήταν;
-Τα χέρια μου στην πλάτη. Έσφιγγε δυνατά.
Το πρόσωπό της έκανε απότομες κι έντονες συσπάσεις σα να ζούσε ξανά το βράδυ εκείνο. Τα δάκρυα έτρεχαν βροχή από τα μάτια της. Η Σοφία τρόμαξε.
-Λένα, άκουσέ με. Ξεκουράσου. Θα πούμε τα υπόλοιπα κάποια άλλη στιγμή.
-Τον είδα, ψιθύρισε εκείνη διατηρώντας τη φωνή της σταθερή παρά την ταραγμένη όψη της.
-Το ξέρω. Το ξέρω. Χαλάρωσε τώρα. Χαλάρωσε.
Την ίδια στιγμή στο δωμάτιο μπήκε μια νεαρή νοσοκόμα.
Η Σοφία την κοίταξε φοβισμένα. Ανησυχούσε μήπως την κατηγορήσει ότι πίεσε τη Λένα και την αναστάτωσε. Εκείνη όμως, δε φάνηκε να εκπλήσσεται. Αντιθέτως, στράφηκε προς τη Σοφία καθησυχαστικά.
-Όλα καλά; τη ρώτησε χαμογελαστά.
-Όλα καλά, απάντησε η Σοφία αλλά η αστάθεια στην φωνή της πρόδιδε την αβεβαιότητα της.

***
Ο γιατρός εξήγησε στο Φάνη και στη Σοφία πως η Λένα είχε υποστεί κάποια εγκεφαλική βλάβη από τα χτυπήματα και γι' αυτό παρουσίαζε πρόβλημα στην ομιλία. Αυτό, όμως με τον καιρό και μερικά μαθήματα λογοθεραπείας θα ξεπερνιόταν.
Η Σοφία εξέφρασε τη δυσκολία που αντιμετώπισε να συνεννοηθεί μαζί της. Ο γιατρός πρότεινε να επιβραδύνουν τη διαδικασία και τη συμβούλεψε να την επισκέπτεται τα πρωινά μέχρι να πετύχουν αυτό με τους περισσότερους βαθμούς διαύγειας. Κοινώς, «η Λένα είναι με τις μέρες της». Δεν απέκλειε βέβαια, την πιθανότητα να μπλόκαρε εξαιτίας της αναφοράς στο βράδυ του περιστατικού. Το κώμα στο οποίο είχε πέσει για τόσον καιρό, είχε βοηθήσει στην αποφυγή της κατάστασης «σοκ» αλλά σίγουρα δεν ήταν αρκετό ώστε να μην μείνουν κατάλοιπα της τραυματικής εμπειρίας στην ψυχή της. Γι' αυτό το λόγο την παρακολουθούσε από την πρώτη κιόλας μέρα της επαναφοράς της στον πραγματικό κόσμο ψυχοθεραπευτής.
Το συμπέρασμα από όλη αυτήν την συζήτηση ήταν πως η Σοφία υποχρεωνόταν να έχει καθημερινή επαφή με τη Λένα, αν βέβαια ήθελαν πραγματικά οι αρχές να έχουν ένα γρήγορο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, μπορούσαν να περιμένουν ν' αναρρώσει πλήρως η Λένα και να δώσει την κατάθεση της. Κάτι τέτοιο όμως, μπορεί να έπαιρνε και μήνες. Η Σοφία ήταν σίγουρη πως δεν ήταν σωστό να το καθυστερήσουν τόσο. Στη βράση κολλάει το σίδερο...
Έτσι, η Σοφία βρέθηκε κοντά στη Λένα και το επόμενο πρωινό. Δεν κατάφερε να της αποσπάσει πληροφορίες αφού η Λένα είχε την ίδια αντίδραση με αυτήν της προηγούμενης ημέρας ενώ επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια. Η Σοφία κουβέντιασε για λίγα λεπτά με τη μητέρα της που βρισκόταν στο νοσοκομείο, πάντα στο πλάι της κόρης της κι έφυγε χωρίς τις επιθυμητές εξελίξεις.
Αυτό συνέβη άλλα δύο πρωινά κι η Σοφία είχε απογοητευτεί. Η Λένα δε μιλούσε, ο Αλέξης δεν ήταν εκεί.
Μια από αυτές τις απρόσφορες ημέρες συνάντησε για ακόμη μια φορά τον Δημήτρη, τον νεαρό από το μπαρ.
-Ακόμα νοσηλεύεται η θεία σου;
-Δυστυχώς ναι.
-Μπράβο σου που έρχεσαι τακτικά και τη βλέπεις.
-Τι να κάνω; Δεν έχει παιδιά η καημένη και έχω αναλάβει εγώ το ρόλο αυτό. Εσείς; Για την κοπέλα που βρίσκεται σε κώμα;
-Ναι, γι' αυτήν.
-Επανήλθε, ε;
-Μπα, όχι. Σκούρα τα πράγματα.
-Α, όχι, ε;
-Ε, γιατί σου φαίνεται περίεργο; Οι περισσότεροι που βρίσκονται σε τέτοιες καταστάσεις δεν καταφέρνουν να ξυπνήσουν.
-Μμμ, κρίμα!
-Αυτό λέω και 'γω . Κρίμα!
Αποχαιρετίστηκαν κι ο καθένας πήρε το δρόμο του.
Η Σοφία δεν αισθανόταν ενοχές για τα ψέματα που έλεγε. Η επαναφορά της Λένας έπρεπε να μείνει μυστική γιατί αλλιώς μπορεί και να κινδύνευε.

Διαβάστε το Απόσπασμα 13

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 11

Η Σοφία ένιωσε βαθιά συγκινημένη πατώντας το πόδι της στο γερμανικό έδαφος. Το συναίσθημα που την κατέκλυζε ήταν παράξενο κι ανεξήγητο. Ήταν σα να βρισκόταν έπειτα από πολλά χρόνια σ' ένα μέρος που την είχε στιγματίσει. Κι όμως, ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε ως τη Γερμανία και συγκεκριμένα, την πρωτεύουσα της, το μαγευτικό Βερολίνο.
Ο προορισμός της προτίμησε να παραμείνει μυστικός. Δεν ήθελε να μαθευτεί ο τόπος στον οποίο είχε επιλέξει να περάσει τις μέρες άδειας της. Κατά βάθος την περιτριγύριζε ένας μικρός φόβος ότι ο Αλέξης ακόμα και 'κει μπορούσε να πεταχτεί από κάποια γωνία και να της χαλούσε τις διακοπές της.
Στο αεροδρόμιο του Βερολίνου την περίμενε ο ξάδερφος της να την υποδεχτεί. Όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, η Σοφία χαμογέλασε με ανακούφιση που αντίκριζε ένα οικείο της πρόσωπο ανάμεσα σε τόσα ξανθά κι άγνωστα! Ο Σωτήρης άλλωστε, ξεχώριζε στο πλήθος! Είχε πάντα το ίδιο σοκολατένιο χρώμα στην επιδερμίδα και 'κεινα τα μεγάλα υγρά γαλανά μάτια που κουβαλούσαν την Ελλάδα μέσα τους όπου κι αν βρισκόταν ο κάτοχός τους.
Σφιχταγκαλιάστηκαν! Μπορεί ο Σωτήρης μπαίνοντας στην εφηβεία ν' απαρνήθηκε το χωριό, όμως όσα είχαν ζήσει μαζί μέχρι τότε κανένας από τους δυο τους δεν τα ξεχνούσε.
-Η Αμαλία; ρώτησε η Σοφία.
-Σπίτι. Μας περιμένει! Πάμε! Έχουμε να σου πούμε και νέα!
-Τι; Τι νέα; Αχού, θα σκάσω. Γιατί δε μου λες;
-Έλα, έλα! Υπομονή!
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η Σοφία χάζευε από το παράθυρο του αυτοκινήτου την ομορφιά της πόλης. Το καλοκαίρι εκεί ήταν πολύ διαφορετικό και... κρύο σε σχέση με το ελληνικό!
Το σπίτι του Σωτήρη και της Αμαλίας μπορεί να ήταν μικρό αλλά ξεχείλιζε από αγάπη. Μια ζεστή φωλιά για δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια! Φαινόταν πως το είχαν διακοσμήσει με πολύ μεράκι και καλό γούστο!
Η Αμαλία ακούγοντας τα κλειδιά στην πόρτα, έτρεξε να την καλωσορίσει γεμάτη ενθουσιασμό κι ένα πλατύ χαμόγελο. Η Σοφία παρατήρησε αμέσως την αλλαγή...
-Μη μου πεις...
Τα χέρια της χάιδεψαν την φουσκωμένη κοιλιά της κοπέλας στοργικά.
Ο Σωτήρης αγκάλιασε τη γυναίκα του από τους ώμους και με απέραντη χαρά επιβεβαίωσε τη σκέψη της Σοφίας:
-Ναι, ναι, θα γίνω μπαμπάς!
-Συγχαρητήρια, παιδιά! Αυτό είναι υπέροχο! Μα, η μαμά δε μου είπε τίποτα.
-Δεν το είπαμε σε κανέναν.
-Δηλαδή δεν το γνωρίζει ούτε η θεία;
-Όχι! Έκπληξη!
-Και δε θα τους το πείτε μέχρι να γεννηθεί;
-Οι ανακοινώσεις θα γίνουν σε δυο βδομάδες που θα έχουμε μάθει και το φύλο του παιδιού.
-Αχ ρε παιδιά, μπράβο! Χαίρομαι πολύ για σας!
-Και στα δικά σου λοιπόν! , ευχήθηκε η Αμαλία κι ο Σωτήρης συμπλήρωσε μ' ένα πονηρό χαμόγελο.
-Για μένα... μάλλον θ' αργήσουν αυτές οι χαρές.
-Μην το λες. Ποτέ δεν ξέρεις!
-Αχ τώρα... Μήπως δεν έπρεπε να έρθω; Να μη σας γίνομαι και βάρος βρε παιδιά! Η Αμαλία χρειάζεται ξεκούραση.
-Ούτε να σου περνά από το μυαλό, Σοφάκι μου, τέτοιο πράγμα! Μας έδωσες μεγάλη χαρά. Άλλωστε δεν είμαι άρρωστη! Έγκυος είμαι!
-Ναι, Αμαλίτσα μου, σ' ευχαριστώ! Είσαι θησαυρός!
Κι οι δυο κοπέλες αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι... αληθινά!

***
Το ζευγάρι είχε αποφασίσει να δείξει όλες τις ομορφιές του τόπου διαμονής τους στη Σοφία χωρίς να τους πτοήσει η εγκυμοσύνη. Η Σοφία επέμενε πως δεν ήταν σωστό να κουράζεται η Αμαλία στην κατάστασή της, όμως η νεαρή γυναίκα ισχυριζόταν πως όταν κάτι της δίνει χαρά ποτέ δεν την κουράζει. Μάλιστα, ο Σωτήρης είχε ζητήσει άδεια από τη δουλειά προκειμένου να ξεναγήσει την ξαδέρφη του στην γερμανική πρωτεύουσα.
Έτσι, η Σοφία θαύμασε από κοντά τον καθεδρικό ναό με τον κεντρικό χάλκινο τρούλο ύψους 85 μέτρων, γοητεύτηκε από την Αlexander Platz , ίσως την ομορφότερη πλατεία του Βερολίνου στην οποία όπου και να κοιτάξεις υπάρχει ένα μνημείο όπως ο πύργος Φέρνζετουρμ ή αλλιώς πύργος της τηλεόρασης ύψους 365 μέτρων που οι ντόπιοι αποκαλούν και οδοντογλυφίδα αλλά και το Ρολόι του Κόσμου. Συγκινήθηκε μπροστά στον κολοσσιαίο μαρμάρινο βωμό της Περγάμου από τη Μικρά Ασία επισκεπτόμενη το Μουσείο της Περγάμου, απόρησε με το μουσείο ομοφυλοφιλίας, έμαθε πολλά από το Εβραϊικό Μουσείο.
Αξέχαστη όμως, θα της έμενε η εκδρομή στο Πότσδαμ, στη βασιλική πόλη, την πρωτεύουσα του γερμανικού κρατιδίου του Βρανδεμβούργου που βρίσκεται 26 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Βερολίνου. Η πόλη αυτή είναι ευρέως γνωστή για τα μοναδικά πολιτιστικά τοπία της, ειδικότερα τα πάρκα και το περίφημο ανάκτορο Σανσουσί, που έκτισε ο Φρειδερίκος ο Μέγας.
Η Σοφία σκεφτόταν πως είχε κάνει την καλύτερη επιλογή για τις διακοπές αυτές. Στο Βερολίνο είχε τόσα πολλά να δει. Το μυαλό της είχε γεμίσει με εικόνες παραγκωνίζοντας όλες τις άσχημες σκέψεις που την είχαν κατακλύσει όσο βρισκόταν στην Ελλάδα.
Οι μέρες κύλησαν σα νερό αλλά ευτυχώς, οι μπαταρίες της Σοφίας φόρτιζαν γρήγορα κι έτσι, ήταν έτοιμη ν' αντιμετωπίσει με νέες δυνάμεις όσα είχε αφήσει πίσω στα ελληνικά εδάφη.
Το τελευταίο απόγευμα πριν την ημέρα της επιστροφής της, είχαν αποφασίσει να το περάσουν χαλαρά στο διαμέρισμα του ζευγαριού. Ο Σωτήρης είχε πεταχτεί ως το κοντινό σούπερ μάρκετ και οι δυο γυναίκες βρήκαν ευκαιρία να συζητήσουν γυναικεία θέματα.
-Τα μαλλιά σου είναι πολύ ωραία, Αμαλία!
-Κι εσύ έχεις πολύ ωραία μαλλιά ρε Σοφία!
-Ναι, αλλά μου βγάζουν την ψυχή μέχρι να τα ξεμπερδέψω. Άσε που παραμάκρυναν και θέλουν κούρεμα.
-Αχ μωρέ μην τα κόψεις... Σου πηγαίνουν τόσο... Όσο για το ξεμπέρδεμα, μη στενοχωριέσαι... Ξέρω εγώ μια μάσκα μαλλιών, θαυματουργή! Υπάρχει και στην Ελλάδα αλλά θα την βρεις μόνο σε καταστήματα μ' επαγγελματικά προϊόντα.
-Αλήθεια, Αμαλία; Ποπο, ποια είναι; Αν είναι πράγματι τόσο καλή, θα με σώσει. Υποφέρω με το θέμα αυτό!
-Ναι, παιδί μου, σου λέω. Καταπληκτική! Εγώ ξέρεις τι άγριο κι ατίθασο μαλλί είχα πριν αρχίσω να την χρησιμοποιώ; Κάτσε να φέρω χαρτί και στυλό να σου γράψω τ' όνομα.
Η Αμαλία ήταν έτοιμη να σηκωθεί από τον καναπέ αλλά η Σοφία τη σταμάτησε.
-Κάτσε, παιδάκι μου, κάτω. Έχω την ατζέντα μου εδώ.
Η Σοφία έβαλε την τσάντα της στα γόνατά της κι άρχισε να την ψαχουλεύει.
-Α, εσύ είσαι οργανωμένη, ξαδέρφη!
-Εμ, τι νόμιζες; Ποπο, τι έχω εδώ μέσα! Κοίτα να δεις! Μέχρι και τις φωτογραφίες από το πάρτι του Πέτρου κουβαλάω... Άιντε... Δεν πάω καλά!
-Α, τι φωτογραφίες είναι αυτές; Να δω;
-Ναι, δες! Είναι από το πάρτι ενός συναδέλφου και της γυναίκας του.
Η Αμαλία πήρε τις φωτογραφίες στα χέρια της. Κοίταξε την πρώτη.
-Αχού, Σοφάκι, κούκλα είσαι! Και πώς σου πάει αυτό το κόκκινο φόρεμα! Θεά είσαι!
Πέρασε στη δεύτερη φωτογραφία.
-Όλοι αυτοί είναι συνάδελφοι;
-Όχι, είναι και κάποιοι φίλοι του ζευγαριού.
-Α, ωραία! Πολύ ωραία! Και μ' εμένα μ' αρέσουν τα πάρτι! Τώρα όμως, μάλλον θα πρέπει να τα ξεχάσω, είπε γελώντας και χαϊδεύοντας παράλληλα, την φουσκωμένη κοιλίτσα της.
Γύρισε στην τρίτη φωτογραφία και τότε ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα.
-Ήρθε ο Σωτήρης, αποκρίθηκε η Σοφία.
Η Αμαλία δεν έδωσε σημασία.
Η Σοφία τότε, την άκουσε να λέει έκπληκτη:
-Καλέ , τι κάνει αυτός εκεί;

***

Η Σοφία παρακολούθησε βουβά τη σκηνή που εξελίχθηκε ανάμεσα στο ζευγάρι.
Ο Σωτήρης δεν είχε προλάβει να κλείσει την εξώπορτα κι η Αμαλία του φώναζε να πλησιάσει.
-Τι είναι βρε μωράκι μου; Τι συμβαίνει;
-Έλα, έλα Σώτο να δεις... Απίστευτο!
Η Αμαλία έτεινε προς το μέρος του μια από τις φωτογραφίες κι ο νεαρός άνδρας την πήρε στα χέρια του απορώντας.
-Τι να δω; Α, ξαδέλφη, κούκλα είσαι, αποκρίθηκε.
-Πίσω από τη Σοφία. Στο βάθος. Δεν αναγνωρίζεις κάποιο πρόσωπο;
Ο Σωτήρης έφερε πιο κοντά στα μάτια του τη φωτογραφία και την «επεξεργάστηκε» με περισσότερη προσοχή.
Η Αμαλία τον κοιτούσε με φανερή αγωνία, ενώ η Σοφία παρέμενε ανέκφραστη.
Στο τέλος, είδε στην άκρη των χειλιών του ξαδέρφου της να σκάει ένα χαμόγελο.
-Βρε συ, ο Τάκης!
-Ο Τάκης, βέβαια!
-Ποιος είναι ο Τάκης ρε παιδιά; Πείτε και σε μένα!
Η Αμαλία σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το χαμηλό μπουφέ που διακοσμούσε το σαλόνι τους. Άνοιξε ένα ντουλαπάκι, ψαχούλεψε ένα μικρό κουτί κι επέστρεψε στη θέση της κρατώντας μια δική της φωτογραφία.
-Ορίστε, είπε στη Σοφία. Κοίτα! Εδώ είμαι σε αγώνες με την ομάδα του τζούντο.
Η Αμαλία έδειξε με το δάχτυλό της ένα αγόρι κοντά στα δεκαοχτώ.
-Αυτός είναι ο Τάκης!
Η Σοφία ξαφνικά αισθάνθηκε σα να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
Με τα μάτια αναζήτησε το πρόσωπο του αγοριού στη δική της φωτογραφία, ενώ ταυτόχρονα άκουγε την Αμαλία να τον εντοπίζει στην επόμενη.
-Να 'τος πάλι! Βρε τον Τάκη!
-Ώστε γνωρίζεστε με τον νεαρό; ρώτησε προσπαθώντας ν' αποκρύψει την ταραχή της, η οποία έμοιαζε αδικαιολόγητη ακόμη και για την ίδια.
-Α, ναι! Κάναμε καλή παρέα για ένα διάστημα.
-Μετά, χαθήκατε;
-Ε, μετά εκείνος εξαφανίστηκε.
-Αλήθεια; Γιατί;
-Είχε ιστορίες ο καημενούλης...
-Πεθαίνω να μάθω, είπε παιχνιδιάρικα η Σοφία.
-Ωχ καλά! Κατάλαβα. Άρχισε το κουτσομπολιό. Πείτε τα εσείς. Εγώ πάω να τακτοποιήσω τα πράγματα από το σούπερ μάρκετ και να κάνω ένα ντουζάκι.
Έμειναν πάλι οι δυο τους κι η Αμαλία ξεκίνησε να διηγείται στη Σοφία την ιστορία του Τάκη.
-Εγώ τον Τάκη τον ήξερα από το σχολείο. Ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου αλλά, επειδή μέναμε στην ίδια γειτονιά, κάναμε κάπου κάπου παρέα. Καλύτερα, βέβαια, γνωριστήκαμε όταν ήμασταν στην ίδια ομάδα στο τζούντο. Ήταν καλό παιδί όμως, από μικρό αντιμετώπιζε πρόβλημα με την όρασή του. Γεννήθηκε μ' έναν όγκο στο αριστερό, αν θυμάμαι καλά , μάτι του. Ρετινοβλάστωμα νομίζω λέγεται αυτό. Είναι μια μορφή καρκίνου, δεν είναι παίξε γέλασε. Σοβαρή η κατάσταση. Μάλιστα, θυμάμαι πως αν κοιτούσες προσεκτικά τον Τάκη , έβλεπες πως οι κόρες των ματιών του είχαν λευκά στίγματα σε κάποια σημεία. Λευκοκορία λέγεται αυτό.
Η λέξη « λευκοκορία» φάνηκε γνωστή στη Σοφία αλλά δε θέλησε να διακόψει την Αμαλία από τη διήγησή της.
-Παιδευόταν χρόνια μ' αυτό ο Τάκης και μαζί κι οι γονείς του. Η μητέρα του, η κυρά- Τασούλα, πολύ καλή γυναίκα! Τελικά, το ξεπέρασε. Τα 'φτιαξε και με την Αννέτα, μεγάλος έρωτας! Περίπου τρία χρόνια τα είχανε. Κάνανε και σχέδια για αρραβώνες και γάμους. Και ' κει που το ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο και ονειρεύονταν οικογένεια, έρχεται ένας θείος της Αννέτας από την Ελλάδα, γιατρός και τους άναψε φωτιές. Έβαλε λόγια στην Αννέτα και στους γονείς της πως ο Τάκης μπορεί να ξεπέρασε προσωρινά τον καρκίνο αλλά είναι πιθανό να εκδηλωθεί ξανά με άλλη μορφή και πως είναι κληρονομικός και άλλα τέτοια. Ε, το κορίτσι τρομοκρατήθηκε και ζήτησε από τον Τάκη να χωρίσουν. Εκείνος τρελάθηκε από τη στενοχώρια. Την παρακαλούσε, την ικέτευε, έκλαιγε, χτυπιόταν... Μέχρι κι η ίδια η κυρα-Τασούλα πήγε στους γονείς της Αννέτας να τους παρακαλέσει αλλά εκείνοι ανένδοτοι. Κι έτσι, ο Τάκης εξαφανίστηκε από τα μέρη μας. Χάσαμε τα ίχνη του εδώ και δυο χρόνια. Νομίζαμε πως απλά μετακόμισε αλλά όπως φαίνεται από τη φωτογραφία, ήρθε στην Ελλάδα για να μην του θυμίζει τίποτα το κορίτσι που αγάπησε τόσο πολύ.
-Κρίμα!, ψιθύρισε η Σοφία.
-Κρίμα! Πράγματι, κρίμα! Κι ήταν πολύ όμορφο ζευγάρι. Να, τον Τάκη τον βλέπεις και στις φωτογραφίες. Κούκλος ήταν και κούκλος παραμένει! Κι η Αννέτα όμως, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα. Ξανθιά με κάτι τεράστια πράσινα μάτια. Πολύ ωραία, σου λέω! Α, για στάσου... Πρέπει να 'χω μια φωτογραφία που είναι μαζί σ' ένα πάρτι μου. Για να δω μια στιγμή...
Η Αμαλία έψαξε γι' ακόμη μια φορά στο μικρό της κουτί. Το κουτί των αναμνήσεων!
-Α, τυχερή είσαι! Την βρήκα!
Η Σοφία ήταν τυχερή...
Τόσο τυχερή που όταν αντίκρισε την εικόνα του χαμογελαστού ζευγαριού, ένιωσε πάλι να την χτυπά το ίδιο δυνατό ρεύμα. Η διαφορά ήταν πως τώρα γνώριζε το γιατί!

***
Η μέρα της επιστροφής έφτασε κι η Σοφία αισθανόταν έτοιμη πια να γυρίσει και ν' αντιμετωπίσει εκ νέου την καθημερινότητα. Το ταξίδι αυτό της είχε κάνει μόνο καλό. Είχε καταφέρει να γεμίσει τις μπαταρίες της αλλά και να διευρύνει τους γνωστικούς της ορίζοντες. Κι αυτό, από πολλές πλευρές...
Η Αμαλία κι ο Σωτήρης την αποχαιρέτισαν με σφιχτές αγκαλιές και φιλιά στο αεροδρόμιο, πράγμα που συγκίνησε τη Σοφία. Κι όταν πήρε τη θέση της στο αεροπλάνο, την ώρα της απογείωσης, άφησε τα δάκρυα που συγκρατούσε τόση ώρα να κυλήσουν ελεύθερα στο πρόσωπό της. Η καλοντυμένη παχουλή κυρία που καθόταν δίπλα της το αντιλήφθηκε και θέλησε να της δώσει κουράγιο νομίζοντας πως η Σοφία φοβόταν τα ταξίδια στον αέρα.
Πατώντας στο ελληνικό έδαφος, ένιωσε παράξενα. Έμοιαζε σα να 'χε λείψει πολύ καιρό!
Το ίδιο συναίσθημα την πλημμύρισε κι όταν άνοιξε με τα κλειδιά της την πόρτα του σπιτιού της. Ένας χώρος έρημος, σκοτεινός και τόσο ήσυχος. Μόνο όταν ανέβασε τα ρολά των παραθύρων απέκτησε πάλι χρώμα και ζωντάνια. Και μόνο τότε συνειδητοποίησε η Σοφία πραγματικά ότι επέστρεψε... Ευτυχώς, με νέα δύναμη, με νέα σκέψη!

Διαβάστε το Απόσπασμα 12

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 10

-Λένα, εσύ είσαι; φώναξε ο Αλέξης, μα απάντηση δεν πήρε.
Προχωρούσε στα τυφλά όταν σχεδόν σκόνταψε πάνω σε κάτι που ένιωσε άψυχο αλλά ζεστό.
Γονάτισε για να μπορέσει να δει τι είναι.
Τα χέρια του ψηλάφισαν μια επιφάνεια οικεία προς την αφή του.
Αισθάνθηκε ένα κολλώδες υγρό κι ύστερα...
Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε χωρίς αναπνοή. Όταν συνήλθε δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκρισε ανάμεσα στο σκοτάδι της άγριας εκείνης νύχτας.
Η Λένα βρισκόταν πεσμένη στο έδαφος αναίσθητη και αιμόφυρτη.
Ο Αλέξης διατηρώντας την ψυχραιμία του προσπάθησε να τη συνεφέρει αλλά μάταια.
Η κατάσταση της ήταν κρίσιμη. Έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο.
Ευτυχώς δεν άργησε να βρει σήμα στο κινητό του και κάλεσε το 166.
Δυσκολεύτηκε να προσδιορίσει την τοποθεσία και τελικά, βγήκε στον κεντρικό για να σταματήσει το ασθενοφόρο που έφτασε από το Παπαγεωργίου μέσα σ' ένα εικοσάλεπτο.
Τα πράγματα από 'κει και πέρα εξελίχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Η αγωνία του Αλέξη ολοένα και μεγάλωνε μέχρι που κορυφώθηκε όταν βρέθηκε μόνος μέσα στο αυτοκίνητο με σκοπό ν' ακολουθήσει το ασθενοφόρο. Εκεί, ξέσπασε. Έκλαψε με λυγμούς. Βλασφήμησε την ώρα και τη στιγμή που μίλησε για χωρισμό. Την πλήγωσε με τον χειρότερο τρόπο και τώρα το πλήρωνε. Φοβόταν! Πολύ και για όλα!

***
Η νύχτα εκείνη κύλησε αργά και βασανιστικά για τον Αλέξη.
Δεν έκλεισε μάτι. Έτρεμε γι' αυτά που επρόκειτο ν' ακούσει από τους γιατρούς.
Και δυστυχώς, τα νέα δεν ήταν πολύ καλά. Η Λένα είχε δεχτεί επίθεση από έναν αδίστακτο άνθρωπο ο οποίος, όπως φάνηκε από την εξέταση, της είχε πιάσει γερά το κεφάλι και της το χτυπούσε στον κορμό ενός δέντρου. Εκτός από την σοβαρή αιμορραγία του κεφαλιού, κατά τη διάρκεια της πάλης κατάφερε να της σπάσει το χέρι και τα πλευρά της αριστερής μεριάς.
Οι γιατροί ανακοίνωσαν στον Αλέξη ότι η Λένα έπεσε σε κώμα,
...κι ο Αλέξης πόνεσε, φώναξε, οργίστηκε, χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο, έκλαψε γοερά, ευχήθηκε να ήταν αυτός στη θέση της...

***
-Σοφία, σήκω. Ο διοικητής μας στέλνει στο Παπαγεωργίου. Χθες βράδυ έγινε μια απόπειρα βιασμού ή δολοφονίας. Δεν έγινε γνωστό ακόμα. Πρέπει να δούμε αναλυτικά το πόρισμα του ιατροδικαστή. Απ' ό,τι πληροφορήθηκα, τα πράγματα είναι σοβαρά κι η γυναίκα έχει πέσει σε κώμα.
Τα λόγια του Φάνη τάραξαν τη Σοφία. Δεν άργησαν να φύγουν από τα γραφεία για να βρεθούν στο νοσοκομείο με τον Πέτρο κι έναν άλλο συνάδελφο, τον Κωστή που τελείωναν τη βάρδια τους.
-Τι συμβαίνει, παιδιά;
-Επιτέθηκαν σε μια κοπέλα χθες βράδυ στο Φιλίππειο. Μας κάλεσαν γύρω στις δυο τα ξημερώματα.
-Τι λένε οι γιατροί;
-Δύσκολα! Βρίσκεται σε κώμα.
Το πρόσωπο της Σοφίας συσπάστηκε. Ήταν φανερό πως είχε επηρεαστεί από την υπόθεση. Δεν είχε πάθει ακόμη ανοσία σε τέτοια περιστατικά.
-Ο ιατροδικαστής;
-Δεν υπάρχουν σημάδια βιασμού.
-Πώς βρέθηκε;
-Είναι πολύπλοκη η περίπτωση. Εμείς μιλήσαμε με τον άνδρα που ειδοποίησε το ασθενοφόρο αλλά δε βγάλαμε άκρη. Ισχυρίζεται πως είναι ο φίλος της και όλα ξεκίνησαν από έναν καβγά που είχαν. Καλύτερα να σας τα πει ο ίδιος.
-Γονείς; Συγγενείς;
-Μόνο γονείς. Ειδοποιήθηκαν. Συντετριμμένοι.

***
Αν κάποιος ζήσει ένα μεγάλο σοκ στη ζωή του, τότε μπορεί εύκολα να κατανοήσει πώς αισθάνθηκε η Σοφία εκείνο το πρωινό στο νοσοκομείο.
Η πόρτα του θαλάμου άνοιξε κι η Σοφία, αντικρίζοντας το χλωμό ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, έκλεισε για λίγο τα μάτια και ευχήθηκε να βρίσκεται σε όνειρο. Όταν πάλι τα άνοιξε, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν κι έγινε μια τεράστια μα μυστική έκρηξη αφού μονάχα οι δυο τους την ένιωσαν.
Η Σοφία προσποιήθηκε πως δεν τον γνώριζε. Το ίδιο και 'κείνος. Δεν είχε άλλη επιλογή. Άλλωστε εκτός από τον Φάνη, ήταν μπροστά και οι γονείς της Λένας που αγωνιούσαν για το παιδί τους. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να λύσουν τα προσωπικά τους θέματα.
Ο Φάνης έκανε κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις, ενώ η Σοφία παρέμενε αμίλητη. Της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, τα πόδια της ίσα που την κρατούσαν. Όμως, συνέχιζε να υποκρίνεται την ατάραχη επαγγελματία. Ακόμα και μπροστά σ' εκείνο το παρακλητικό βλέμμα του Αλέξη να τον συγχωρήσει, εκείνη πάλευε και άντεχε.
Όταν επέστρεψαν στο τμήμα, πήγε στο γραφείο του διοικητή και ζήτησε άδεια με την αιτιολογία ότι δεν αισθανόταν καλά. Ο διοικητής δεν το πολυσκέφτηκε. Γνώριζε πόσο εργατική ήταν η Σοφία. Δε θα ζητούσε ποτέ άδεια αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος.
-Φάνη, φεύγω. Ανάλαβε εσύ τις καταθέσεις.
-Πού πας;
-Σπίτι. Δεν αισθάνομαι πολύ καλά.
-Τι έπαθες; Όσο ήμαστε στο νοσοκομείο φαινόσουν μια χαρά.
«Φαινόμουν...».
-Μια ξαφνική αδιαθεσία. Δεν ξέρω τι.
-Θες να σε πάω σπίτι με το αμάξι;
-Όχι, όχι, ευχαριστώ. Μπορώ να οδηγήσω.
-Καλά. Όπως θες. Περαστικά.
-Ευχαριστώ. Γεια.
Καθ' όλη τη διαδρομή από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Δε μπορούσε να πιστέψει όσα είχαν συμβεί.
«Πώς μπόρεσες, Αλέξη να μου το κάνεις αυτό; Πώς μπόρεσες να με κοροϊδέψεις και να με κάνεις να σ' ερωτευτώ; Πώς;», σκεφτόταν.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμά της κατέρρευσε. Τα γόνατά της λύγισαν, το σώμα της κουλουριάστηκε στο πάτωμα και 'κει, έτσι πεσμένη, έκλαψε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή της.
Ο πόνος στην καρδιά ήταν αφόρητος. Οι λυγμοί έβγαιναν αβασάνιστα από μέσα της. Έσφιγγε τις γροθιές της μπήγοντας τα νύχια στο δέρμα της. Έμοιαζε ν' αυτοτιμωρείται που τον είχε πιστέψει.
-Πώς μπόρεσες; Πώς; έλεγε και ξανάλεγε.
Δεν βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί από το πάτωμα. Έμεινε εκεί μέχρι να στερέψουν οι πηγές των δακρύων και ν' αποκοιμηθεί εξαντλημένη.
Ξύπνησε από το επίμονο κουδούνισμα στην πόρτα με το κεφάλι της βαρύ και το σώμα της καταπονημένο. Όταν συνήλθε και θυμήθηκε όσα είχαν γίνει, ο πόνος στην καρδιά της επέστρεψε το ίδιο δυνατός.
Σηκώθηκε και κοίταξε από το «ματάκι» της πόρτας.
Ήταν ο Αλέξης!

***
Η Σοφία δεν ήθελε ούτε να τον δει, ούτε να τον ακούσει. Ήταν αποφασισμένη να μην του ανοίξει. Εκείνος όμως, επέμενε.
-Σοφία, άνοιξε μου. Ξέρω ότι είσαι μέσα.
Συνέχιζε να χτυπά μια το κουδούνι και μια την πόρτα με βίαιο κι απειλητικό ρυθμό.
Δεν τον ένοιαζε αν θα ξεσήκωνε ολόκληρη την πολυκατοικία.
Τελικά, ανάγκασε τη Σοφία που δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα στους γείτονες, να τον βάλει μέσα στο σπίτι της.
-Τι θέλεις;
-Σοφία, πρέπει να μιλήσουμε.
-Τι να πούμε, Αλέξη; Τα κατάλαβα όλα. Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτα. Δε θέλω να μου εξηγήσεις. Το μόνο που θέλω είναι να φύγεις και να μην εμφανιστείς ποτέ ξανά μπροστά μου. Μ' ακούς;
-Αν δεν είχες φύγει από το τμήμα και άκουγες την κατάθεσή μου, ίσως μου έδινες μια δεύτερη ευκαιρία. Στο νοσοκομείο δε μπορούσα να μιλήσω. Όπως είδες, ήταν μπροστά οι γονείς της Λένας...
Η Σοφία ξέσπασε σε ειρωνικά γέλια.
-Και δεν ήθελες να δουν το πραγματικό σου πρόσωπο, ε; Χόμπι το 'χεις να κοροϊδεύεις τον κόσμο;
-Δεν κοροϊδεύω κανέναν. Με τη Λένα έχουμε τελειώσει.
-Ναι, ε; Αυτή το ξέρει;
-Επειδή της το είπα έγινε ό,τι έγινε.
-Αφού μας φλόμωσες και τις δυο στο ψέμα.
-Το μόνο ψέμα που σου είπα ήταν ότι θα έμενα χθες βράδυ σπίτι.
Τα μάτια της Σοφίας άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη.
-Α, δεν έχει όρια το θράσος σου, έτσι; Τ' ότι παρέλειψες να αναφερθείς στη σχέση σου μαζί της δεν λογαριάζεται ως ψέμα, σωστά;
-Το είπες και μόνη σου. Ήταν παράλειψη.
-Είσαι απίστευτος. Πραγματικά. Ντρέπομαι για όσα αισθάνθηκα. Ντρέπομαι πολύ. Και τώρα φύγε, σε παρακαλώ. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο.
-Θα φύγω, Σοφία. Καταλαβαίνω ότι είσαι ταραγμένη και απογοητευμένη, όμως όταν ηρεμήσεις, ίσως τα δεις καθαρά τα πράγματα και με συγχωρήσεις. Ξέρω ότι έφταιξα. Ξέρω ότι τα 'κανα σκατά. Όμως ξέρω και κάτι ακόμη. Ότι είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου και θα 'δινα τα πάντα για να 'μαστε ξανά μαζί. Για τη Λένα δεν ένιωθα εδώ κι αρκετό καιρό τίποτα. Απλά χρειαζόμουν χρόνο για να μπορέσω να της το πω. Δε σου κρύβω ότι στην αρχή προσπάθησα να καταπολεμήσω όσα αισθάνθηκα για σένα και να μείνω μαζί της, όμως κάτι τέτοιο ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Ο λόγος που έκρυψα τη σχέση μου μαζί της ήταν ένας. Δεν ήθελα να σε χάσω. Λάθος μου, όμως αυτή είναι η αλήθεια είτε θες να το πιστέψεις είτε όχι. Θέλω να ξέρεις ότι σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ, Σοφία!
Εκείνη, του είχε γυρίσει την πλάτη κι έκλαιγε σιωπηρά.
Τον άκουσε να φεύγει με βήματα βαριά. Όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα, πήρε ένα μικρό διακοσμητικό βάζο στα χέρια της και το εκσφενδόνισε με δύναμη στο πάτωμα βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας.
Συνέχιζε να πονά...

***
Την επόμενη μέρα, μετά από μια δύσκολη νύχτα με λίγο ύπνο μα πολύ κλάμα, ετοιμάστηκε να πάει στη δουλειά.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία σχεδόν συγκρούστηκε με τον Αλέξη που ερχόταν με φόρα κατά πάνω της. Αρχικά, τρόμαξε, στη συνέχεια, εξοργίστηκε με το θράσος του.
-Πάλι εσύ;
-Ήθελα να μάθω αν σκέφτηκες όλα όσα σου είπα χθες.
-Δεν χρειάζεται να σκεφτώ τίποτα, Αλέξη. Τελειώσαμε. Οπότε μην κάνεις τον κόπο να έρχεσαι μέχρι εδώ.
-Σοφία, σε παρακαλώ. Άκουσέ με.
-Δεν καταλαβαίνεις ότι δε βγαίνει τίποτα με τη συμπεριφορά σου αυτή; Ίσα ίσα που με θυμώνεις περισσότερο. Άφησέ με να ηρεμήσω επιτέλους. Να ξαναβρώ τον εαυτό μου.
-Θέλω να 'μαστε μαζί. Πες μου ότι το ίδιο ισχύει και για σένα. Δε μπορεί ν' άλλαξαν τα συναισθήματά σου από τη μια στιγμή στην άλλη.
-Ψέματα δεν έχω μάθει να λέω. Όσο για τα συναισθήματά μου, Αλέξη και βέβαια άλλαξαν αφού άλλαξες εσύ.
-Δεν άλλαξα.
-Ναι, έχεις δίκιο. Λανθασμένη επιλογή ρήματος. Αποκαλύφθηκες, έπρεπε να πω. Και τώρα, με συγχωρείς αλλά δεν έχω άλλο χρόνο. Πρέπει να πάω στο τμήμα. Κι εσύ όμως, πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Η Λένα κι οι γονείς της σε χρειάζονται. Μην το ξεχνάς.
-Μην ανησυχείς! Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τη Λένα όσο βρίσκεται σ' αυτήν την κατάσταση, μα όταν συνέλθει όλα θα μπουν στη θέση τους.
Η Σοφία πλησίασε το αυτοκίνητο της και απενεργοποίησε το συναγερμό.
-Αντίο, Αλέξη!, του είπε ψυχρά ενώ τα μάτια της κρυμμένα πίσω από τα γυαλιά, είχαν βουρκώσει.
-Δεν τελειώσαμε, Σοφία!, της απάντησε εκείνος κι είχε μια σιγουριά στη φωνή του που έφτασε ως την ψυχή της.

***

-Πώς νιώθεις σήμερα, Σοφία; Καλύτερα; τη ρώτησε ο Φάνης.
Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της είχαν καλυφτεί με δυσκολία. Το ξενύχτι είχε αφήσει τα σημάδια του πάνω της. Γι' αυτό θεώρησε ανόητο ν' απαντήσει πως αισθανόταν υπέροχα.
-Πράγματι, φαίνεσαι κουρασμένη. Γιατί δεν παίρνεις καμιά βδομαδούλα άδεια; Θα σου κάνει καλό!
Η Σοφία χαμογέλασε πικρά. Δεν ήξερε ποιο ήταν το καλό γι' αυτή πια. Ξαφνικά η ζωή της είχε χάσει το νόημα της.
-Τι έγινε με τις καταθέσεις, Φάνη; Βγάλαμε κανένα συμπέρασμα;
-Παράξενη υπόθεση! Σχετικά με το δράστη... Ή είναι κάποιος που τριγυρνά στα δάση για να παίρνει μάτι τα ζευγαράκια που πηγαίνουν σε κάτι τέτοια απόμερα μέρη ή πρόκειται για κάποιον που παρακολουθούσε το συγκεκριμένο ζευγάρι και είχε βάλει στόχο την κοπέλα.
-Το δεύτερο μου ακούγεται απίθανο.
-Ίσως έχεις δίκιο, όμως ποτέ δε μπορείς ν' αποκλείσεις ένα σενάριο εάν δεν υπάρχουν στοιχεία. Και ξέρεις κάτι ακόμη, Σοφία; Κάτι που επίσης, με προβλημάτισε... Η κοπέλα βρέθηκε με σπασμένα τα πλευρά και το χέρι της από τη δεξιά μεριά του σώματος της. Αν θυμάσαι, το ίδιο έχει γραφτεί και στο φάκελο της άλλης υπόθεσης. Μου περνά από το μυαλό ότι μπορεί να 'ναι και το ίδιο άτομο. Αν δεν πρόκειται για σύμπτωση, λοιπόν, μπορεί αυτό ν' αποτελεί μια ένδειξη ότι ο δράστης αφοπλίζει τα θύματά του με μια συγκεκριμένη κίνηση. Ίσως κάποιας πολεμικής τέχνης.
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους. Το μυαλό του Φάνη δούλευε πυρετωδώς. Το δικό της δεν είχε την ενέργεια που χρειαζόταν για να κινηθεί και είχε μείνει στάσιμο.
Βέβαια, μπορούσε να κρίνει όσα είχε ακούσει και μάλλον, τα έβρισκε υπερβολικά. Ίσως βόλευε να είναι το ίδιο άτομο ο δράστης και των δυο περιστατικών, όμως η Σοφία πίστευε πως δε θα τους γινόταν η χάρη να ξεμπερδέψουν δυο κουβάρια «σκοτώνοντας έναν Μινώταυρο».
Στην πραγματικότητα, η Σοφία δεν ήθελε ν' ανακατευτεί μ' αυτήν την νέα υπόθεση. Δεν ήθελε να μάθει πώς, πού , πότε, γιατί. Το μόνο που ήθελε ήταν να βυθιστεί στον πόνο της και να θρηνήσει την προδομένη της αγάπη.
Είχε κουραστεί απ' όλους και απ' όλα και χρειαζόταν ένα διάλειμμα... απ' όλους και απ' όλα!

***
Ο Αλέξης δεν έλεγε να την αφήσει σε ησυχία. Πετιόταν κάθε τρεις και λίγο μπροστά της παρακαλώντας τον να τον συγχωρήσει και να γίνουν πάλι όπως τον πρώτο καιρό. Η Σοφία από την άλλη, ήταν ανένδοτη. Το γυαλί είχε ραγίσει για εκείνη. Το μόνο που ζητούσε ήταν να σταματήσει να την ενοχλεί για να μπορέσει να μαζέψει τα κομμάτια της και να ξεκινήσει από την αρχή. Όπως είχαν τα πράγματα, κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο κι έτσι, το μυαλό της Σοφίας άρχισε να επεξεργάζεται την πρόταση του Φάνη για λίγες μέρες άδεια. Φοβόταν βέβαια, πως ο διοικητής ίσως να μην την ενέκρινε αφού είχε προκύψει αυτή η νέα υπόθεση, όμως εκείνη θέλησε να κάνει την προσπάθειά της και τελικά, βγήκε κερδισμένη.
-Θα σου το πρότεινα κι εγώ, Σοφία, της είπε ο διοικητής αφήνοντας την έκπληκτη.
-Πίστευα πως λόγω της νέας υπόθεσης...
-Πάντα θα υπάρχουν υποθέσεις, Σοφία, νέες και παλιές. Κι εμείς άνθρωποι είμαστε και δεν πρέπει να παραμελούμε τους εαυτούς μας. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Φαντάζομαι πως ούτε κι εσύ θυμάσαι πότε πήρες τελευταία φορά άδεια για μια βδομάδα. Καλοκαιράκι είναι! Να ξεκουραστείς! Θα σου κάνει καλό. Άλλωστε, δεν είσαι μόνη στο εγκληματολογικό. Είναι κι ο Πέτρος, είναι κι ο Φάνης... Έμπειροι κι οι δυο, ώστε αν προκύψει κάτι να ξέρουν πώς να το χειριστούν. Ε, και στο κάτω κάτω, δε θα λείψεις για αιώνες βρε παιδί μου!
Ο διοικητής γέλασε, η Σοφία ψέλλισε «ευχαριστώ».
Αναρωτιόταν... αν γνώριζε ο διοικητής ότι αναμειγνυόταν κι εκείνη, έστω έμμεσα, στη νέα υπόθεση, θα την άφηνε να φύγει; Ο Αλέξης δεν έπρεπε να μαρτυρήσει τη σχέση τους. Αν, όμως τελικά το έκανε;

***
Μια ολόκληρη εβδομάδα μακριά από τη δουλειά...
Ο διοικητής της είχε δίκιο! Δε θυμόταν από πότε είχε να λείψει τόσον καιρό. Συνήθως πάντα κάτι καινούριο προέκυπτε κι η Σοφία ήθελε να είναι εκεί, να ελέγχει, να συντονίζει. Είχε μάθει όλα να περνάνε από τα χέρια της. Όταν αναλάμβανε μια υπόθεση, «δινόταν» σ' αυτήν με ψυχή και σώμα. Η δουλειά της την έκανε να ξεχνά τη μίζερη ζωή της μετά από τον χωρισμό της με τον Τάσο. Την βοηθούσε να νιώθει ζωντανή!
Μετά από τόσον καιρό, όμως, όταν ξαφνικά προσωπική ζωή και δουλειά συναντήθηκαν, τα δεδομένα έπρεπε ν' αλλάξουν. Η Σοφία κατέρρευσε. Χρειαζόταν επειγόντως ένα διάλειμμα.
Ποιο θα ήταν το ιδανικό μέρος για να μπορέσει ν' αναζωογονηθεί; Εφ' όσον το καλοκαίρι είχε φτάσει στα μέσα του, το προφανές ήταν η Σοφία να επιλέξει την ηρεμία της θάλασσας. Ή ίσως, τη δροσιά του ορεινού χωριού της...
Εκείνη δεν επιθυμούσε να βρεθεί σε κανένα από αυτά. Ακόμα κι όταν η κυρα- Ευτέρπη γκρίνιαζε πως έχει καιρό να επισκεφτεί το πατρικό της, η Σοφία ήταν αποφασισμένη να ταξιδέψει κάπου μακριά.
-Ε και που θα πας βρε κορίτσι μ'; Στη Γερμανία; ρώτησε αθώα αλλά με πικρία η μητέρα της στο τηλέφωνο.
Και στο μυαλό της Σοφίας άναψε τότε ένα λαμπάκι. Στον ξάδερφο της το Σώτο! Γιατί όχι; Της είχαν κάνει ανοικτή πρόσκληση τότε που συναντήθηκαν στο χωριό. Άλλωστε, η Σοφία δεν είχε επισκεφτεί ποτέ της το Βερολίνο. Ήταν ευκαιρία λοιπόν, να βρεθεί στην όμορφη γερμανική πρωτεύουσα και να έχει παρέα της ανθρώπους που συμπαθούσε πολύ.
-Μαμά, πες τη θεία Μαρίκα να σου δώσει το τηλέφωνο του Σώτου.

Διαβάστε το Απόσπασμα 11

 

Ίδια η μάνα σου έγινες!

h mana soy

 

Μα τι λες τώρα; Είμαι εγώ ίδια η μάνα μου; Είσαι εσύ ίδια η μάνα σου;

Είναι δυνατόν μια γυναίκα με εξαιρετικές σπουδές, καλή δουλειά και βραζιλιάνο γυμναστή να είναι ίδια με τη μάνα της που είναι νοικοκυρά, άπαιχτη μεν στις πίτες και το στιφάδο αλλά με μόνες ...επαγγελματικές επιτυχίες καμιά κατοσταριά σεμεδάκια γκομπλέν, άλλα τόσα καρεδάκια τσιγκελάκι και αγαπημένο χόμπι να τηλεφωνεί όποτε θυμηθεί, συνέχεια δηλαδή, στην κόρη της;

Η Χριστίνα, απόλυτη πρωταγωνίστρια του βιβλίου μας, απαντά σε αυτό και πολλά ακόμη... υπαρξιακά ερωτήματα, αφού έχει να αντιμετωπίσει καθημερινά, εκτός από τη «γλυκιά» μανούλα, το διευθυντή της που τη βασανίζει, τον άντρα της που είναι «αλλού», την κόρη της που ζει στον κόσμο της, τον πρώην αγαπημένο της που συνεχίζει να την πολιορκεί, την κολλητή της φίλη, παθιασμένη με το Face Book, και διάφορους ακόμη... τρελαμένους τύπους!

Στην εποχή της οικονομικής κρίσης που διαλύει τα πάντα, η ηρωίδα μας πέφτει σε χρόνο ρεκόρ απ' τα ψηλά στα χαμηλά και απ' τα πολλά στα λίγα και παθαίνει τη μια μετά την άλλη κρίσεις ταυτότητας.

Και ως κερασάκι στην τούρτα; Ξυπνάει ένα ωραίο πρωί και διαπιστώνει πως όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν τσακώθηκε, όσο κι αν χτυπήθηκε κάτω και αυτή, όπως άλλωστε κι εσύ που διαβάζεις τώρα αυτές τις γραμμές... ΙΔΙΑ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΕΓΙΝΕΣ!

Απίστευτο γέλιο, κωμικοτραγικές καταστάσεις – αν θέλεις να ξεφύγεις από όλους κι από όλα, το βιβλίο που κρατάς είναι αυτό που ψάχνεις

Η ξένη από το βορρά και την ομίχλη

h jenh

 

Τη νύχτα του πρώτου χιονιού, οι θρύλοι λένε πως τα ξωτικά βγαίνουν να το προϋπαντήσουν καβάλα στους μονόκερους.

Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις τις σκιές τους να περνούν, αλλά είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις, γιατί καβαλάρηδες και μονόκεροι είναι κάτασπροι και κρύβονται στο χιόνι.

Τα χρόνια που στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βασίλευε η δυναστεία των Κομνηνών –τα τελευταία χρόνια του πλούτου, της ακμής και της δύναμής της– κάποια ξωτικά και μονόκεροι, κάποιοι θρύλοι και παραμύθια είχαν απομείνει να ανακατεύονται με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Βασιλίς Ειρήνη η εξ Αλαμανών», που περιγράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού –του δεύτερου της δυναστείας–, ψάχνει ανάμεσα στους θρύλους και στις πραγματικότητες για να φέρει στο φως την ιστορία μιας Αλαμανής αρχόντισσας, της κοντέσας Μπέρθα του Σούλτσμπαχ, γυναικαδέλφης του ρήγα Κονράδου, που ήρθε στην ωραιότερη πόλη της τότε γνωστής οικουμένης, στη Βασιλεύουσα πόλη, στα μέσα του 12ου αιώνα, για να παντρευτεί το μικρότερο πορφυρογέννητο γιο του βασιλέα Ιωάννη, τον Μανουήλ.

Η ιστορία της ξεκινάει μια νύχτα του πρώτου χιονιού και ακολουθεί ένα λαβύρινθο από απρόσμενα μονοπάτια, μέχρι να φτάσει στο τέλος της, ύστερα από δεκάξι χρόνια.

Στην αρχή, ο θρόνος της αυτοκρατορίας έμοιαζε απλησίαστος για τον τελευταίο γιο που είχε τρεις μεγαλύτερους αδερφούς να προηγούνται στη σειρά της διαδοχής και το συνοικέσιο με μια Αλαμανή μικροευγενή ήταν αποδεκτό. Η ζωή των ανθρώπων, όμως, σπάνια είναι προβλέψιμη. Και, πολύ συχνά, ξεπερνάει ακόμα και τους θρύλους και τα παραμύθια.

«Η φωνή της ηχεί ακόµα και τώρα στ' αφτιά µου, µε την ξενική προφορά της που ποτέ δεν κατάφερε να την αποβάλει εντελώς. Τα ζήλευε τα περιστέρια επειδή πετούσαν ελεύθερα στον ουρανό, ενώ εκείνη έµενε φυλακισµένη στη χρυσή φυλακή της, στο παλάτιό της, µε όλη την πολυτέλεια και τη χλιδή που ποτέ της δεν επιθύµησε. Τα µόνα πράγµατα που αγάπησε ήταν η άγρια οµορφιά των δασωµένων βουνών, η απεραντοσύνη των πεδιάδων, η χαρά τού να ακολουθεί καλπάζοντας ένα αργοκίνητο ποτάµι, µε το τόξο της κρεµασµένο στην πλάτη, τη φαρέτρα της γεµάτη φτερωτά βέλη, το σπαθί κρεµασµένο στο πλευρό της – ένας νεαρός, ευκίνητος, ατρόµητος πολεµιστής, έτσι όπως τη γνώρισα».

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS
Please update your Flash Player to view content.

Σύνδεση or Δημιουργία λογαριασμού