Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 02
- Γράφτηκε από την Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Εκτύπωση
- Σχόλια:DISQUS_COMMENTS
Ο Πέτρος έψαχνε στον υπολογιστή τ' αρχεία της αστυνομίας.
-Δύσκολα θα το βρούμε χωρίς να γνωρίζουμε τον αριθμό της πινακίδας.
-Το ξέρω... Είναι όμως, ένα στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει.
-Ναι, σίγουρα. Όλο και κάποιος θα είδε κάτι. Το δυσκολότερο είναι να βρεις ποιος είναι αυτός που είδε αυτό που ζητάς να μάθεις.
Η Σοφία έσμιξε τα φρύδια.
-Περίπλοκο!
Χαμογέλασε.
-Τι έγινε με το κινητό;
-Μόλις σχολάσω, θα πάω να το πάρω.
-Ωραία! Σαββατοκύριακο τι θα κάνεις τελικά;
-Θα πάω στο χωριό. Ήρθε ένας ξάδερφος μου από τη Γερμανία! Εσείς;
-Εμείς... άσε. Έρχεται η πεθερά από τη Λάρισα.
Ο Πέτρος έκανε μια γκριμάτσα απόγνωσης και η Σοφία γέλασε.
-Βλέπω πως είσαι ενθουσιασμένος με το γεγονός, είπε με πειρακτικό ύφος εκείνη.
-Ε, αλίμονο! Όχι μωρέ, πλάκα κάνουμε... Την αγαπώ την πεθερούλα μου. Καλή γυναίκα είναι!
-Έλα Χριστέ και Παναγιά , πρώτη φορά ακούω άνδρα να μιλάει έτσι για την πεθερά του, αποκρίθηκε η Σοφία κάνοντας το σταυρό της.
-Όχι, όχι, καλή είναι. Όλο το μέρος μου παίρνει και η Μάνια εκνευρίζεται.
Πλάκα έχουμε!
-Πράγματι!
-Λοιπόν, Σοφία , το μόνο που βρήκα είναι αυτό.
-Για να δω!
Η Σοφία στάθηκε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και διάβασε:
-ΥΝΑ 5252 . Μαύρο Γκολφ , μοντέλο του 2005. Εκλάπη από περιοχή της Κατερίνης στις 25/ 2/ 2007.
Η Σοφία αναζήτησε στα έγγραφα της την ημερομηνία δολοφονίας της Άννας.
15/4/2007. Κυριακή του Θωμά.
-Αυτός ο τρελάρας δεν έχει ούτε ιερά ούτε όσια , σχολίασε ο Πέτρος.
Η Σοφία προσπαθούσε να κάνει με ψυχραιμία τους υπολογισμούς στο μυαλό της.
-Πέτρο, έχει τηλέφωνο του ιδιοκτήτη του Γκολφ;
-Έχει.
-Πες το μου.
-Μια στιγμή. Εδώ λέει πως το αυτοκίνητο βρέθηκε στα σύνορα Ελλάδας-Σκοπίων στις 6/3/ 2007 . Η δολοφονία έγινε πολύ αργότερα.
Η Σοφία κοίταζε τον Πέτρο χωρίς όμως να τον βλέπει. Μόνο τον άκουγε.
-Η δολοφονία έγινε πολύ αργότερα, επανέλαβε τα λόγια του συναδέλφου της σαν υπνωτισμένη.
-Σοφία, είσαι καλά;
-Η δολοφονία έγινε στις 15/4/2007. Κυριακή του Θωμά. Τα πανεπιστήμια ήταν για δυο βδομάδες κλειστά.
Ο Πέτρος σούφρωσε τα χείλη δείχνοντας πως δεν μπορούσε να κατανοήσει το συλλογισμό της .
-Από Δευτέρα ξεκινά νέος κύκλος ανακρίσεων. Κάποιος δε μας τα 'πε και τόσο καλά...
***
Η Σοφία πάρκαρε στο ίδιο σημείο το αυτοκίνητό της όπου υπήρχε μια κενή θέση. Σ' όλη τη διαδρομή σκεφτόταν το αγόρι που της είχε κλέψει την καρδιά. Αναρωτιόταν αν θα τον συναντούσε αυτή τη φορά κι αν θα ήταν εκείνος που θα την εξυπηρετούσε.
Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί, το βλέμμα της ήταν ανήσυχο...
Μέσα από τη τζαμαρία προσπαθούσε να τον βρει, όμως μάταια...
Αισθάνθηκε μια γλυκιά θλίψη.
«Δεν ήταν γραφτό», είπε με το νου της.
Με την είσοδό της στο μαγαζί, έπεσε πάνω σ' ένα κύριο γύρω στα πενήντα.
-Σιγά, κοπέλα μου!, αναφώνησε με τόνο επιθετικό εκείνος.
-Αχ, συγνώμη! Ήμουν αφηρημένη, βιάστηκε να δικαιολογηθεί η Σοφία.
Ο άνδρας δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί της. Εκείνη μάλωσε τον εαυτό της για την αφηρημάδα του και έγινε κατακόκκινη από ντροπή , όταν αντίκρισε δυο πανέμορφα γνωστά γαλανά μάτια να της γελούν. Πώς της είχε ξεφύγει; Ήταν εκεί! Ο ήλιος του καταστήματος...
Τον είδε να πλησιάζει και της κόπηκαν τα πόδια από το άγχος και την αμηχανία.
Ένα χέρι στον ώμο της την έκανε ν' αναπηδήσει.
-Συγνώμη, μπορώ να περάσω; Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Μια νεαρή την προσπέρασε.
-Αλέξη, τι κάνεις;
-Γεια σου, Πετρούλα μου. Τι γίνεται; Πώς από 'δω;
Η Σοφία τα 'χασε. Ο κούκλος Αλέξης δεν κατευθυνόταν προς το μέρος της. Ένιωσε ανόητη.
Μια χαμογελαστή υπάλληλος προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει.
-Είχα αφήσει το κινητό μου για επισκευή.
-Πείτε μου όνομα.
-Σοφία Καλλίτση.
-Μισό λεπτό... να το βρω στον υπολογιστή.
Η Σοφία βρισκόταν στην αναμονή όσο η υπάλληλος έψαχνε το όνομα της στο κομπιούτερ. Και μαζί της, βρισκόταν σε αναμονή κι η ζωή της... ώσπου άκουσε μια ευχάριστη μελωδία να χαϊδεύει τ' αυτιά της.
-Αλέξη, έλα λίγο...
Ο νεαρός που ήδη είχε αποχαιρετίσει τη φίλη του , βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη κοντά τους.
-Τι συμβαίνει;
Η υπάλληλος θέλησε να εξηγήσει.
-Η κυρία λέει ότι είχε αφήσει το κινητό της εδώ πριν λίγες μέρες για επισκευή αλλά δεν το βρίσκω...
-Εντάξει, Σουζάνα..., τη διέκοψε εκείνος δίνοντας της να καταλάβει πως θα το αναλάμβανε ο ίδιος.
Το ηθικό της Σοφίας αναπτερώθηκε. Το γαλανό του βλέμμα της μαρτυρούσε πως τη θυμόταν. Αυτή τη φορά δεν έπαιξε έξω.
-Πώς είστε; Τη ρώτησε όταν έμειναν οι δυο τους.
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Λοιπόν, το κινητάκι δεν είχε τίποτα σοβαρό. Απλώς αλλάξαμε μπαταρία.
-Ωραία!
Η Σοφία φαινόταν ενθουσιασμένη , ενώ ο Αλέξης κάτι προσπαθούσε να της πει.
-Υπήρξε ένα προβληματάκι όμως , με τη μεταφορά από το σέρβις στο κατάστημα και κατά λάθος έμεινε πίσω το δικό σας κινητό...
-Μα μου τηλεφώνησε χθες μια κοπέλα και...
-Ναι, ναι... έγινε ένα λάθος και ενώ νομίζαμε πως το επέστρεψαν από το σέρβις, τελικά διαπιστώσαμε πως έμεινε πίσω.
-Μάλιστα, και τι γίνεται τώρα;
-Αύριο θα σας το φέρουμε σπίτι σας.
-Αύριο; Δυστυχώς θα λείπω.
-Την Δευτέρα τότε;
-Εντάξει.
-Την Δευτέρα, θα σας το φέρω εγώ ο ίδιος. Έγινε;
Όταν βγήκαν οι λέξεις αυτές από τα χείλη του, η Σοφία πάγωσε. Έμεινε για λίγο να τον κοιτά χωρίς όμως, ν' ακούει τις δικαιολογίες και τις συγνώμες.
-Το χρειαζόσαστε άμεσα;
-Τι πράγμα;
-Το κινητό λέω...
-Α, όχι, όχι...
-Αν θέλετε, μπορούμε να σας δανείσουμε κάποιο κινητό έως ότου σας επιστρέψουμε το δικό σας. Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ανανεώθηκε πρόσφατα το προσωπικό και βρισκόμαστε σε επαγγελματική σύγχυση ακόμα. Κακή συνεννόηση. Σας ταλαιπωρούμε κι εσάς...
-Καλά, δεν πειράζει...
-Πειράζει αλλά τα λάθη είναι ανθρώπινα.
-Συμφωνώ!
Ο ένας χαμογέλασε στον άλλον κι η Σοφία έπιασε κάτι απροσδιόριστο να πλανάται στον αέρα. Κάτι θετικό! Αυτό την χαροποίησε ιδιαίτερα.
Του έδωσε τη διεύθυνση της και αφού αλληλοευχήθηκαν να έχουν ένα καλό σαββατοκύριακο, η Σοφία έφυγε. Παρ' ότι δεν είχε γίνει η δουλειά της, βγήκε από το μαγαζί γεμάτη ζωντάνια και κέφι.
Ανυπομονούσε να έρθει η Δευτέρα!
***
Ο δρόμος για το χωριό ήταν ανοικτός και η Σοφία, κεφάτη, είχε βάλει τέρμα τη μουσική στο αυτοκίνητο κι ενώ οδηγούσε, σχεδίαζε στο μυαλό της τη συνάντησή της με τον Αλέξη.
«Κι αν δεν έρθει ο ίδιος;», τρόμαξε σ' αυτήν της τη σκέψη.
Βιάστηκε να τη διαλύσει για να μην της χαλάσει τη διάθεση.
«Μου το υποσχέθηκε...».
Η αλήθεια ήταν πως δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα. Όμως η Σοφία είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να στηριχτεί στα λόγια του.
«Τη Δευτέρα, θα σας το φέρω εγώ ο ίδιος». Έτσι δεν είχε πει; Κι έτσι έπρεπε να γίνει!
Από τη στιγμή που συνάντήσε και πάλι τον Αλέξη, κατάφερε να ξεκολλήσει από τη δουλειά και την ψυχοφθόρα υπόθεση . Το μυαλό της μονοπωλούσε η εικόνα του!
Από μακριά είδε ένα χέρι να της κάνει σήμα να σταματήσει. Διέκοψε τους σχεδιασμούς και υπάκουσε. Φρέναρε μπροστά στον άνδρα με τη μπλε στολή.
Κατέβασε το παράθυρο της. Εκείνος πλησίασε και έσκυψε προς το μέρος της χώνοντας το κεφάλι του στο αυτοκίνητο.
-Γεια σας! Έναν τυπικό έλεγχο κάνουμε. Άδεια και δίπλωμα, παρακαλώ.
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Λυπάμαι... δίπλωμα δεν έχω και το αυτοκίνητο είναι κλεμμένο.
Ο άνδρας μετά από μια μικρή παύση, άρχισε να γελά δυνατά.
-Εσύ είσαι ρε Καλλίτση και δε σε γνώρισα; Τι κάνεις ρε ψυχή;
-Καλά είμαι, Αργύρη! Πάω στο χωριό μου.
-Μιράντα, έλα να δεις ποια βρήκα! , φώναξε ο τροχονόμος στην γυναίκα που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το περιπολικό.
Η Σοφία την είδε να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η Μιράντα παρέμενε ο πόθος των ανδρών. Η άσφαλτος ήταν η πασαρέλα της αφού έμοιαζε περισσότερο με μοντέλο παρά με αστυνομικό. Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα! Περπατούσε κι έτριζε ο τόπος!
-Τι κάνεις, Σοφία;
Η φωνή της ήταν βαθιά και αισθησιακή. Γνώριζε καλά την εξουσία που ασκούσε με την γοητεία της στους άλλους είτε αυτοί ήταν άνδρες είτε γυναίκες.
Η Σοφία έγνεψε « καλά». Ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό της.
-Θα σταματήσω αυτόν που έρχεται. Υπερέβη το όριο ταχύτητας, είπε στον αστυνομικό κι ύστερα, στράφηκε προς τη Σοφία: Χάρηκα που σε είδα.
-Να 'σαι καλά, Μιράντα!
-Λοιπόν, τι νέα, Καλλίτση;
-Αργύρη, τι λέει η γυναίκα σου που το Σάββατο σου το περνάς με την Μιράντα;
Ο άνδρας άρχισε πάλι να γελά.
-Η Μιράντα είναι καλό παιδί. Η γυναίκα μου είναι ήσυχη, απάντησε εκείνος κρατώντας σοβαρό τον τόνο της φωνής του.
Η Σοφία την παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη της. Τόση θηλυκότητα συγκεντρωμένη πάνω της! Μια τέτοια γυναίκα αναλογούσε στον Αλέξη.
-Λοιπόν, Καλλίτση, χάρηκα που σε συνάντησα. Καλά να περάσεις!
-Καλό Σαββατοκύριακο , Αργύρη!
Έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το ραδιόφωνο , μα η διάθεση της είχε χαλάσει...
« Ανάθεμα σε Μιράντα! Μου χάλασες τη μέρα!», μονολόγησε η Σοφία.
Ανασήκωσε τους ώμους . Χαμογέλασε.
«Δε μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή», παρηγόρησε τον εαυτό της.
Το υποσυνείδητό της όμως ήταν διαβολικό κι επέμεινε:
« Η Μιράντα όμως , γιατί τα έχει όλα;».
Η Σοφία ψευτο-κατσούφιασε.
«Δε βαριέσαι...».
***
Η κυρα- Ευτέρπη μόλις άκουσε τις ρόδες του αμαξιού να σέρνονται πάνω στα χαλίκια της αυλής, βγήκε όλο χαρά να προϋπαντήσει την κόρη της.
-Καλώς το κορίτσι μου. Καλώς το τζιέρι μ'.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
-Για να σε δω, για να σε δω. Αδυνάτισες!
-Ρε μαμά, κάθε φορά τα ίδια. Αμάν πια!
-Σου 'φτιαξα τυρόπιτα που σ' αρέσει.
-Ο μπαμπάς;
-Στο χωράφι.
-Ο Σώτος;
-Στο πατρικό της θείας Μαρίκας. Εκεί κοιμάται το ζευγαράκι.
-Τη νύφη πώς τη λένε;
-Αμαλίτσα. Δεν τρώει κι αυτό πολύ. Ένα ψεύτικο είναι. Θα τη δεις!
Η Σοφία στάθηκε στο κέντρο της αυλής. Οι κότες γύρω της τσιμπολογούσαν ό,τι έβρισκαν και κυνηγούσαν η μία την άλλη θέλοντας να κλέψουν το κάθε «εύρημα».
Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ν' ακούει το τιτίβισμα των πουλιών. Ένιωθε σα να βρίσκεται στον Παράδεισο.
-Το πεθύμησες πουλί μ' , το σπιτάκι σου, ε; είπε η μητέρα της με θερμή φωνή τυλίγοντας το χέρι της στην λεπτή μέση της μονάκριβης κόρης της.
Η Σοφία έγνεψε «ναι» με μια κίνηση του κεφαλιού.
Μπήκαν στο σπίτι- όπως πάντα ζεστό και φιλόξενο. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν απλά διακοσμημένο. Καμία σχέση με τα μοντέρνα διαμερίσματα της πόλης. Όμως ήταν τόσο όμορφο! Και για την Σοφία ήταν ακόμα πιο όμορφο αφού σ' αυτό ανήκαν οι πιο πολλές παιδικές της αναμνήσεις.
Κάθισαν στην κουζίνα –το αγαπημένο μέρος της κυρα-Ευτέρπης που δεν άφηνε τις κατσαρόλες και τα ταψιά σε ησυχία. Πάντα κάτι μαγείρευε!
Ένα πιάτο με τρία λαχταριστά κομμάτια από την φρεσκοψημένη τυρόπιτα προσφέρθηκαν στην Σοφία.
-Μαμά, ακόμα δεν ήρθα...
-Τρώγε τώρα που 'ναι ζεστή.
Η Σοφία δοκίμασε.
-Τέλεια είναι!
Η κυρα –Ευτέρπη φούσκωσε από περηφάνια σαν το παγώνι.
-Κάτσε φάε εσύ κι εγώ, πάω να πάρω τηλέφωνο τον Σώτο να του πω ότι ήρθες.
Η Σοφία έμεινε μόνη στην κουζίνα.
«Τρία κομμάτια πίτα; Θα με ξεκάνει αυτή η γυναίκα. Κι είμαι σίγουρη ότι θα με βάλει να φάω σε λίγο και μεσημεριανό. Αποκλείεται! Θα σκάσω».
Κρυφοκοίταξε από την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο κι αφού βεβαιώθηκε πως δε μπορούσε να τη δει η μητέρα της ,άνοιξε το φούρνο κι έβαλε πίσω στο ταψί ένα από τα κομμάτια. Ήλπιζε να μην το αντιληφθεί η μητέρα της –τουλάχιστον όχι πριν το γεύμα, γιατί ποιος την άκουγε;
Τα βήματα της αντηχούσαν στο πάτωμα. Η Σοφία επέστρεψε βιαστικά στη θέση της για να δώσει ρεσιτάλ ερμηνείας.
-Το 'φαγες κιόλας βρε;
Η Σοφία έκανε έναν μορφασμό απόλαυσης δαγκώνοντας το «τρίτο» κομμάτι.
-Ο Σώτος λέει θα πάρει την Αμαλίτσα και θα 'ρθουν. Τώρα ξύπνησαν. Είχαν πάει στην πόλη για χορό χθες βράδυ και ξενύχτησαν.
-Ααα!, αναφώνησε με προσποιητό ενδιαφέρον η Σοφία.
Δεν είχε καμιά αμφιβολία... Η μητέρα της ήταν κινητό πρακτορείο ειδήσεων.
-Που πήγαν για χορό;
-Ξέρω και 'γω... Πού πάτε εσείς οι νεολαίοι; Στα κλουμπ, κλαμπ... πώς τα λέτε δεν ξέρω.
Η Σοφία γέλασε με την ψυχή της.
-Κλαμπ, βρε μαμά.
-Ε, κλαμπ. Κι εγώ αυτό δεν είπα;
Η Σοφία σηκώθηκε και την αγκάλιασε.
-Μανούλα μου γλυκιά..., έλεγε φιλώντας την στα τροφαντά της μαγουλάκια.
***
Το χαρακτηριστικό τρίξιμο της αυλόπορτας ήχησε ανάμεσα στα κακαρίσματα και τα τιτιβίσματα αναγγέλλοντας την άφιξη του Σώτου και της Αμαλίας.
-Ήρθαν, ήρθαν, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα η κυρα-Ευτέρπη.
Η Σοφία έφτιαξε τα μαλλιά της με μια κίνηση που φανέρωνε την αμηχανία της.
Είχε πολλά χρόνια να συναντήσει τον ξάδερφο της και την είχε πιάσει ένα μυστήριο άγχος.
Η μητέρα της βγήκε στην αυλή να τους υποδεχτεί. Η Σοφία ακολούθησε δειλά.
Πρώτα είδε μια ψηλόλιγνη σκιά να πλησιάζει. Στη συνέχεια, φανερώθηκε ένας όμορφος νέος. Η Σοφία τον αναγνώρισε. Ταξίδεψε αστραπιαία στο παρελθόν όταν ακόμα ήταν παιδί και επέστρεψε γρήγορα στην πραγματικότητα για ν' αγκαλιάσει τον αγαπημένο της ξάδερφο.
-Απίστευτο μου φαίνεται. Πώς μεγάλωσες!
Τα υγρά του μάτια είχαν μείνει όμως, ίδια κι απαράλλαχτα.
-Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω, Σοφία. Είσαι μια κούκλα!
Εκείνη χαμογέλασε νιώθοντας το ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της.
-Να σου γνωρίσω τη γυναίκα της ζωής μου!
Η Σοφία πήρε μια έκφραση θαυμασμού. Σπάνια άκουγε τέτοια μεγάλα λόγια από τους άνδρες.
Πίσω από το Σώτο εμφανίστηκε μια κομψή κοπέλα. Καμία σχέση με αυτήν που της είχε περιγράψει η μητέρα της.
-Από 'δω η Αμαλία!
Η Σοφία έμεινε για λίγο με ανοικτό το στόμα.
«Αυτή είναι η ψεύτικη, η κοντή κι αδύνατη;», αναρωτήθηκε σιωπηλά.
Η Αμαλία ήταν ένα καλλίγραμμο κορίτσι, λίγο ψηλότερη από τη Σοφία , όμορφα αδυνατισμένη , όλο χάρη και κομψότητα. Είχε πλούσια κόκκινα σπαστά μαλλιά, μεγάλα καστανά μάτια και –το δυνατό της σημείο- σαρκώδη χείλη που την έκαναν να δείχνει πολύ ελκυστική.
-Γεια σου, Σοφία! Ο Σωτήρης μου έχει πει πολλά για σένα.
Η φωνή της ήταν τόσο απαλή που ακουγόταν σα νανούρισμα , χάιδεμα στ' αυτιά.
Ήταν πολύ συμπαθής!
-Μπράβο, Σώτο, πολύ καλή επιλογή , ομολόγησε η Σοφία.
Ο νεαρός έδειξε πως ήταν σίγουρος για την έγκριση της Αμαλίας από την ξαδέρφη του.
-Άιντε, τι καθόμαστε; Να σας βάλω να φάτε.
-Α, όχι, όχι, θεία. Εμείς δεν πεινάμε. Φάγαμε αργά πρωινό.
-Τι μιλάς εσύ βρε κουμανταδόρε; Το κορίτσι σου το ρώτησες αν πεινάει; Εσύ φταις που είναι τόσο αδύνατο; Να σε βάλω κούκλα μου, ένα πιάτο; Έκανα στιφάδο. Τ' αγαπημένο της Σοφίτσας μου.
-Το τρώω, κυρία Ευτέρπη αλλά ... έφαγα αργά πρωινό και δεν...
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
-Αχ εσείς οι νεολαίοι, τι πράμμα είστε!
-Μαμά..., τη μάλωσε η Σοφία.
-Καλά, καλά! Εγώ πάω μέσα. Πάρτε τις καρέκλες και καθίστε στη δροσιά να τα πείτε ...τα νεολαδίστικα σας... άντε , μανάρια μου. Κι αν πεινάσετε, μη ντραπείτε να το πείτε, έτσι Αμαλίτσα;
Η κοπέλα χαμογέλασε... από ευγένεια.
Η Σοφία και το ζευγάρι τράβηξαν τις καρέκλες στη σκιά κάτω από τις αμυγδαλιές όπως τους είχε προτρέψει η οικοδέσποινα.
-Μην την παρεξηγείτε ρε παιδιά, είπε η Σοφία αναφερόμενη στη μητέρα της. Έχει τρέλα με το φαγητό. Και μένα έτσι μου κάνει.
-Θυμάμαι που σε κυνηγούσε με το ψωμοτύρι στο χέρι όταν βγαίναμε να παίξουμε, πρόσθεσε ο άνδρας της παρέας.
-Άσε... Τι τα θυμάσαι τώρα; Πόσα τράβηξα και 'γω!
-Όλες οι μανάδες τον ίδιο καημό έχουν. Εμένα, η γιαγιά μου ήταν όπως η μητέρα σου. Ερχόμουν από τη Γερμανία στο χωριό και με το που μ' έβλεπε, η πρώτη ατάκα της ήταν : «Δε σε ταΐζουν στη Χιτλερία; Με αέρα κοπανιστό ζείτε εκεί;», είπε η Αμαλία μιμούμενη τη γιαγιά της.
Γέλασαν.
-Είστε καιρό μαζί; Ρώτησε η Σοφία.
Ο Σώτος έδειξε τα τρία του δάχτυλα.
-Τρεις μήνες ή τρία χρόνια;
-Ε, όχι και τρεις μήνες ρε Σοφία. Τρία χρόνια φυσικά.
-Δεν ξέρω ρε Σώτο. Μπορεί να 'ταν κεραυνοβόλος!
-Ήταν κεραυνοβόλος, αλλά αυτό έγινε πριν τρία χρόνια.
-Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε;
Ανέλαβε να αφηγηθεί η Αμαλία.
-Η ιστορία μας είναι κάπως παράξενη...
-Το κάρμα!, πετάχτηκε ο νεαρός.
-Για πείτε ... Μ' αρέσουν οι ρομαντικές ιστορίες!
Το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκε.
-Ε, δεν είναι και πολύ ρομαντική η ιστορία μας.
Η Αμαλία ξεκίνησε την αναδρομή στο παρελθόν.
-Εγώ είχα μια φίλη Γερμανίδα , την Κρίστι, που τα είχε μ' έναν Γερμανό για χρόνια. Σχέση από το σχολείο! Κάποια στιγμή λοιπόν, αυτός κουράστηκε και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της κι άρχισε να κάνει chatting στο ίντερνετ. Κόλλησε μ' έναν Έλληνα –γιατί είχε τρέλα με τους Έλληνες κι επικοινωνούσαν συνεχώς. Μετά από ένα μήνα , αφού κατάλαβαν πως ταιριάζουν πάρα πολύ, θέλησαν να γνωριστούν. Κανόνισαν λοιπόν, ραντεβού σ' ένα πάρκο. Μια μέρα πριν από το ραντεβού, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει πως ο Γιόχαν –έτσι έλεγαν τον πρώην- επιμένει πως πρέπει να τα ξαναφτιάξουν, μια την παρακαλάει, μια την απειλεί πως θ' αυτοκτονήσει εάν δεν το συγχωρήσει κι αν βγει μ' αυτόν τον Έλληνα κι έτσι, η Κρίστι –άλλο που δεν ήθελε- υπέκυψε. Μου ζήτησε λοιπόν να παρουσιαστώ εγώ στο ραντεβού και να εξηγήσω στο συμπατριώτη τι συνέβη. Στην αρχή ήμουν διστακτική, μετά όμως, το πήρα στην πλάκα και είπα θα το κάνω. Και το έκανα...
-Και σου βγήκε σε καλό αφού γνώρισες τον άνδρα της ζωής σου, παρατήρησε η Σοφία. Εσύ, Σώτο , πώς αντέδρασες όταν είδες μπροστά σου μια Ελληνίδα και όχι η Γερμανίδα που περίμενες;
-Δεν αντέδρασα γιατί δεν ήξερα ποια περίμενα.
-Τι εννοείς;
-Δεν ήμουν εγώ ο Έλληνας που επικοινωνούσε με την Γερμανίδα. Ήταν ο φίλος μου ο Μπάμπης. Δυο βράδια πριν τον είχε πιάσει κρίση σκωληκοειδίτιδας και τον έβαλαν στο νοσοκομείο. Τον παίρνω τηλέφωνο για να κανονίσουμε να πάμε στο σπίτι ενός άλλου φίλου να δούμε έναν αγώνα ποδοσφαίρου και 'κεινος μου λέει «στο νοσοκομείο είμαι». Τρελάθηκα εγώ. «Κάνε μου μια χάρη ρε συ», μου λέει, « έχω ραντεβού με μια γκόμενα σήμερα αλλά όπως καταλαβαίνεις, δε θα μπορέσω να τη συναντήσω. Πήγαινε βρες την και εξήγησέ της ρε Σωτήρη». Τον ρωτάω που είχαν δώσει ραντεβού και πώς θα τη γνωρίσω. Μου λέει να κρατάω ένα τριαντάφυλλο. Εμένα αυτά τα καραγκιοζιλίκια δε μ' αρέσουν και τις γνωριμίες μέσω ίντερνετ τις απεχθάνομαι, αλλά για χατίρι του φίλου μου το έκανα. Δε μπορώ να πω βέβαια, πως το μετάνιωσα.
-Απίστευτο!
-Εγώ το πιστεύω , ξαδερφούλα! Η σχέση μου με την Αμαλία είναι καρμική.
Η Αμαλία κούνησε το κεφάλι δείχνοντας ότι συμφωνούσε με την άποψη του Σώτου.
-Εσύ πώς γνώρισες το αμόρε;
-Ποιο αμόρε ρε Σώτο;
-Τόσο όμορφη κοπέλα κι είσαι μόνη;
-Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο , Αμαλία μου, αλλά δεν έχει βρεθεί ακόμα ο κατάλληλος.
Είχε αποφασίσει να μην αναφερθεί στον Αλέξη. Δεν ήθελε να την περάσουν για επιπόλαιη.
-Σου εύχομαι να βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου, είπε η Αμαλία κι έσφιξε το χέρι του Σώτου.
-Μακάρι! , ευχήθηκε μ' έναν αναστεναγμό η Σοφία.
***
Το στιφάδο ήταν πεντανόστιμο. Η Σοφία έγλυφε και τα δάχτυλά της. Ο πατέρας, που είχε επιστρέψει από το χωράφι, απολάμβανε κι αυτός την εξαίσια μαγειρική της γυναίκας του.
-Κυρία Ευτέρπη, πάρα πολύ ωραίο το φαγητό σας, είπε η Αμαλία.
-Πράγματι, θεία. Καταπληκτικό!, συμφώνησε ο Σώτος.
-Χρυσοχέρα μου μανούλα...
-Όποιος θέλει κι άλλο, να του βάλω. Περίσσεψαν δυο πιάτα.
-Ε, τι κουνέλι ήταν αυτό ρε μαμά;
-Δυο έσφαξε ο πατέρας σου χθες.
-Αμάν βρε μπαμπά!
-Πώς; Να φάει το Σοφάκι μας που του αρέσει.
Ο πατέρας της την έκανε να χαμογελάσει ικανοποιημένη. Δεν ήταν ο πιο στοργικός πατέρας του κόσμου. Δεν ήταν αυτός που την συνόδευε στο κρεβάτι της και της έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί αλλά ήταν πάντα δίπλα της για να την προστατεύει και να την καθοδηγεί με πυξίδα το ηθικό και το σωστό. Η Σοφία ευγνωμονούσε το Θεό για την οικογένεια που της είχε δώσει.
-Σώτο, η επιλογή της γυναίκας είναι μεγάλη δουλειά. Το παν είναι να βρεις μια πιστή και νοικοκυρά γυναίκα για να δημιουργήσεις μια δεμένη οικογένεια. Κι όπως βλέπω , εσύ διάλεξες σωστά. Η Αμαλίτσα φαίνεται καλό και λογικό κορίτσι.
Η Σοφία έριξε μια κλεφτή ματιά στο κορίτσι. Είχε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Ο πατέρας συνέχισε:
-Δε φτάνει όμως, να 'ναι η γυναίκα μονάχα σωστή. Πρέπει κι ο άνδρας να κουνήσει τα χέρια του. Να δουλέψει. Να φέρει ψωμί να ταΐσει τα παιδιά του. Πρέπει να δείχνει κατανόηση στη σύζυγο, να τη σέβεται , να την εκτιμά. Το ζευγάρι πρέπει να κάνει υποχωρήσεις. Εσείς, οι νέοι, είστε εγωισταί. Δεν ξέρετε από αυτά. Ο καθένας, τον εαυτούλη του και με το παραμικρό, πετάτε ένα «χωρίζουμε» κι όποιον πάρει ο χάρος. Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά λογαριάζετε. Μετά σου λέει, πολλά διαζύγια. Εμ, βέβαια, πώς αλλιώς; Αφού δεν υπάρχει υπομονή. Δεν υπάρχει επικοινωνία μες το ζευγάρι.
-Δίκιο έχεις, θείο. Αλήθεια, σας θαυμάζω. Πόσα χρόνια είστε μαζί;
-Εγώ κι η κυρά μου; Τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια!
Ο πατέρας τόνισε τις λέξεις.
-Τριάντα δύο, επανέλαβε η κυρα-Ευτέρπη με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον άνδρα της. Έμοιαζε να ταξιδεύει στο παρελθόν μέσα από τα μάτια του. Το χρονικό του έγγαμου βίου τους!
-Ακούς, Αμαλίτσα;
Ο Σώτος της έσφιξε το χέρι.
-Εσύ, αγόριμ' τακτοποιήθηκες... Το Σοφάκι να δούμε...
-Μαμά, σε παρακαλώ. Μην αρχίζεις!
Η Σοφία ήξερε πως αυτό το θέμα πονούσε τη μητέρα της. Ήταν ο καημός της! Πιο σημαντικός κι από το φαΐ... Ήθελε να δει εγγονάκι από τη μοναχοκόρη της.
Ευτυχώς η συζήτηση δεν επεκτάθηκε. Η κυρα-Ευτέρπη συγκρατήθηκε.
-Σοφία, να περάσουμε το βράδυ να σε πάρουμε; Λέμε να πάμε στην πόλη μια βόλτα να πιούμε ένα ποτό.
***
-Πότε φεύγετε;
-Μεθαύριο. Την Τετάρτη θέλουμε να 'μαστε Γερμανία.
-Πάντως, Σώτο, μπράβο σου. Σ' αρέσει η οδήγηση , ε; Για ν' αποφασίσεις να 'ρθεις με το αμάξι από εκεί. Μεγάλη απόφαση!
Το ζευγάρι γέλασε.
-Στην οδηγό πες τα.
-Α, τι; Αμαλία , οδηγείς;
-Οδηγεί λέει; Καλύτερα κι από μένα.
-Η αλήθεια είναι πως τρελαίνομαι για το τιμόνι και την περισσότερη διαδρομή την έβγαλα εγώ.
-Μπράβο!
Η Σοφία ήπιε μια γουλιά από το bacardi της.
-Ωραία είναι η Δράμα, ε; Δεν είχα έρθει ποτέ. Και πολύς κόσμος! , παρατήρησε η Αμαλία.
-Ναι, καλά είναι.
-Μας άρεσε αυτό το μπαράκι. Ήρθαμε και προχθές. Το ήξερες εσύ, Σοφία;
-Μπα! Είχα πάρα πολύ καιρό να βγω στη Δράμα.
-Καλά κάναμε και σε φέραμε δηλαδή, ε; είπε γελώντας ο Σώτος.
Η Σοφία συμφώνησε.
Η βραδιά κύλησε όμορφα, χαλαρά. Τα ξαδέρφια θυμήθηκαν το παρελθόν, το ζευγάρι ονειρεύτηκε το μέλλον. Η Σοφία ήταν έτοιμη να μιλήσει για τα πάντα εκτός από δυο θέματα: την υπόθεση δολοφονίας που είχε αναλάβει και τον Αλέξη. Αυτά επιβαλλόταν να τα αφήσει πίσω γι' αυτό το σαββατοκύριακο.
Κατά τις δώδεκα και μισή έφυγαν από το μπαρ. Σκέφτηκαν να περπατήσουν στην πόλη και στη συνέχεια, θα έπαιρναν το αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στο χωριό.
Χάθηκαν στο πάρκο που υπάρχει στο κέντρο της πόλης.
Συζητούσαν για τις ετοιμασίες του γάμου, όταν ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να προφέρει μ' έκπληξη το όνομα της Σοφίας. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι για ν' αντικρίσει μια κοπέλα που έσερνε ένα παιδικό καροτσάκι.
-Σοφία, τι κάνεις;
Η Σοφία την αναγνώρισε. Ήταν μια συμμαθήτρια της από το λύκειο.
-Αλκμήνη, εσύ;
Αγκαλιάστηκαν γεμάτες ενθουσιασμό.
-Τι γλυκό μωράκι είναι αυτό!, αναφώνησε η Αμαλία.
-Τι; Μη μου πεις είναι δικό σου το μωρό...
Η Αλκμήνη έγνεψε «ναι».
-Αχού, τι καλό! Κοιμάται!
-Τι κάνεις, Σοφάκι μου; Πόσα χρόνια έχουμε να τα πούμε; Εσύ μένεις Θεσσαλονίκη, εγώ Δράμα. Χαθήκαμε!
Το ζευγάρι προχώρησε κι οι δυο παλιές συμμαθήτριες κουβέντιασαν στα πεταχτά. Το θέμα ήταν το πώς είχε εξελιχθεί η ζωή τους μετά τα ξέγνοιαστα χρόνια του σχολείου.
-Αχ να ο άνδρας μου, έφερε το αμάξι. Σοφάκι μου, χάρηκα πάρα μα πάρα πολύ που σε είδα. Καλή τύχη να έχεις!
-Ευχαριστώ, Αλκμήνη μου, να 'σαι καλά κι εσύ ό,τι επιθυμείς!
Αποχαιρετίστηκαν κι απομακρύνθηκαν.
Η Σοφία επιτάχυνε το βήμα για να φτάσει το ζευγάρι που περπατούσε αγκαλιασμένο.
Είχε αρχίσει να μελαγχολεί. Όλοι γύρω της είχαν ένα ταίρι , μια συντροφιά κι αυτή...
Η σκέψη της γλύκανε λιγάκι με μια συγκεκριμένη μορφή που έφερε στο νου.
«Αχ, Αλέξη...».
***
Το Σαββατοκύριακο στο χωριό κρίθηκε απαραίτητο εκ του αποτελέσματος. Είχε κατορθώσει ν' αφήσει πίσω την υπόθεση που την απασχολούσε. Η μητέρα της είχε προσπαθήσει να της ανοίξει συζήτηση γι' αυτό αλλά η Σοφία δεν θέλησε να της δώσει τις πληροφορίες που αποζητούσε. Είχε κάνει ένα καλό διάλειμμα γεμίζοντας τις μπαταρίες της. Άλλωστε , η βδομάδα που ακολουθούσε ήταν μια ζωντανή κόλαση. Η χαρούμενη νότα περίμενε να δοθεί Δευτέρα βράδυ από τον Αλέξη.
-Κανονίστηκε το ραντεβού που ζήτησα; ρώτησε η Σοφία τον Πέτρο.
-Ναι. Αύριο θα συναντήσεις ένα κορίτσι από την παρέα του θύματος. Τη Σίσσυ Σταγκίδη.
-Ωραία. Πού και πότε;
-Θέλει να συναντηθείτε σε δημόσιο χώρο. Σε κάποιο καφέ της παραλίας κατά τις δώδεκα. Ορίστε τ' όνομα και η διεύθυνση.
Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Η Σοφία πήρε το χαρτί με τα στοιχεία.
« Για να δούμε τι έχει να μας πει η Σίσσυ», σκέφτηκε.
Θυμόταν πως η Μαρίνα της είχε αναφέρει αυτό το όνομα. Ίσως λοιπόν , να 'ξερε κάτι παραπάνω αλλά να μην είχε την αίσθηση του πόσο σημαντικό ήταν.
-Πέτρο, φεύγω. Τα λέμε αύριο.
-Καλή ξεκούραση, Σοφία.
Βγαίνοντας από το τμήμα συνειδητοποίησε πόσο αγχωμένη ήταν. Κάποια κοπέλα της είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο και την είχε ενημερώσει πως στις έξι θα περνούσε ένας υπάλληλος από το σπίτι της για να της αφήσει το κινητό. Κι αν δεν ερχόταν ο Αλέξης; Αλλά κι αν ερχόταν, τι θα συνέβαινε; Θα της έδινε το κινητό, θα τον πλήρωνε κι... αυτό είναι όλο!
Δεν μπορούσε να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό. Έρχονταν στιγμές που αναρωτιόταν αν είχε ξεπεράσει το εφηβικό στάδιο. Οι αντιδράσεις της –αυτό το σφίξιμο στο στομάχι και το καρδιοχτύπι- ήταν χαρακτηριστικά των εφήβων στα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα. Η Σοφία γιατί αισθανόταν έτσι;
Έκανε ένα ντους γυρνώντας σπίτι και στη συνέχεια, ασχολήθηκε με διάφορες οικιακές δουλειές. Σκούπισε την κουζίνα, έβαλε πλυντήριο ρούχων. Όταν τέλειωσε, ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού της και με ανοιχτή τηλεόραση, αποκοιμήθηκε.
Την ξύπνησε ο ήχος του κουδουνιού.
Άνοιξε τα μάτια της τρομοκρατημένη και κοίταξε το ρολόι απέναντι της. Η ώρα ήταν πέντε. Η κοπέλα είχε πει πως ο υπάλληλος θα ερχόταν στις έξι. Το «ματάκι» της πόρτας τη βοήθησε να σιγουρευτεί. Ο Αλέξης στεκόταν έξω από την πόρτα της. Της κόπηκαν τα πόδια...
Διαβάστε το Απόσπασμα 03

Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ
Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.
Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου