Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 05
- Γράφτηκε από την Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Εκτύπωση
- Σχόλια:DISQUS_COMMENTS
Η Σοφία το επόμενο πρωί πήγε στα ΚΤΕΛ για να υποδεχτεί τη μητέρα της. Όση ώρα περίμενε στο αυτοκίνητό της μέχρι ν' ανακοινωθεί η άφιξη του λεωφορείου, σκεφτόταν τη γνωριμία της με τον Αλέξη. Θυμόταν πως ανυπομονούσε να τον συναντήσει όταν της υποσχέθηκε πως ο ίδιος θα έφερνε το κινητό στο σπίτι της. Τώρα που της είχε περάσει εκείνη η «φλόγα» , τώρα που η δουλειά της πάλι είχε μπει σε προτεραιότητα, το όλο σκηνικό με τον Αλέξη της φάνταζε «βιαστικό», «παρορμητικό» κι ίσως, «επιπόλαιο».
Σχεδόν δεν γνωρίζονταν κι όμως, εκείνος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δεχτεί τον καφέ που του πρότεινε η Σοφία. Κι αν είχε δεχτεί πολλούς τέτοιους «καφέδες» στο παρελθόν; Αν η Σοφία δεν ήταν «μοναδική περίπτωση» και το' χε σύστημα να γνωρίζει μ' αυτόν τον τρόπο τις κοπέλες που του γυάλιζαν; Η κάθε γυναίκα θέλει να
' ναι μοναδική για τον άνδρα που της αρέσει. Οι σκέψεις αυτές έκαναν τη Σοφία να κατσουφιάσει.
-Τι ηλίθια που είμαι! Αν ενδιαφερόταν, δε θα έπαιρνε ένα τηλέφωνο; Δε θα ξαναπροσπαθούσε; Είπα θα τον κυνηγήσω, αλλά , όχι, τελικά δε θα το κάνω. Του εξήγησα πως είχα δουλειά, δεν ήταν πως δεν ήθελα να βγω μαζί του. Αν είναι τόσο εγωιστής, ε, τότε δεν αξίζει να ξεκινήσω κάτι μαζί του. Καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα. Ναι, ναι, καλύτερα..., είπε αποφασιστικά και στράφηκε προς το παράθυρο της. Ένα τσιγγανάκι είχε κολλήσει το πρόσωπο του στο γυαλί και την παρακολουθούσε μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο στα σκασμένα του χείλη. Η Σοφία τρόμαξε τόσο πολύ που η καρδιά της συνέχισε να χοροπηδά στα στήθη της ακόμα κι όταν συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
Έμειναν για λίγο να κοιτούν η μια την άλλη κι ύστερα, αφού η Σοφία κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να ξεκολλήσει από το τζάμι της αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε, αποφάσισε να κατεβάσει το παράθυρο ως τη μέση.
-Θα με δώσεις καλέ κυρία κάτι να φάω; είπε η μικρή τσιγγανοπούλα που δεν ξεπερνούσε σε ηλικία τα οκτώ έτη.
-Να σου δώσω να φας; Δεν έχω μαζί μου κάτι που να τρώγεται.
-Λεφτά καλέ κυρία. Δώσε μου λεφτά κι εγώ θ' αγοράσω.
-Α, λεφτά! Ε βέβαια! Κάτσε να δω αν έχω ψιλά.
Η Σοφία έβγαλε ένα μικρό ροζ πορτοφόλι από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κι πήρε από μέσα ένα ευρώ.
-Άντε, έλα, πάρε. Τυχερή είσαι!
Το κορίτσι με τα βαθιά μαύρα μάτια και τα κολλημένα από τον ιδρώτα στο μέτωπο μαλλιά άνοιξε τη χούφτα του στο κέρμα κι έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης.
Η Σοφία τόλμησε να του ανταποδώσει το χαμόγελο και τότε, εκείνο σοβάρεψε απότομα.
Η Σοφία σάστισε με την αλλαγή στη διάθεση του. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό ότι θ' άπλωνε το παιδικό του χέρι και θα της έσφιγγε το λαιμό μέχρι να ξεψυχήσει. Εκείνο όμως, είπε μονάχα:
-Έχεις πολύ ωραία μάτια! Να προσέχεις!
κι έφυγε τρέχοντας.
***
Η Σοφία έμεινε καθηλωμένη στο κάθισμα της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Έμοιαζε περισσότερο με όνειρο αυτό που είχε ζήσει λίγα λεπτά πριν παρά πραγματικότητα. Ένα όνειρο που της είχε κοστίσει ένα ευρώ και πολλά καρδιοχτύπια!
Η ανακοίνωση της άφιξης του δρομολογίου που την αφορούσε, της θύμισε πως είχε ένα σκοπό η πρωινή επίσκεψη της στα ΚΤΕΛ. Η κυρα- Ευτέρπη σε λίγο θ' αποβιβαζόταν από το λεωφορείο και καλό θα ήταν να δει αμέσως μπροστά της την κόρη της για ν' αποφευχθεί η ταραχή που αισθανόταν κάθε φορά που πατούσε το πόδι της στη μεγαλούπολη.
Όταν συναντήθηκαν, η κυρα-Ευτέρπη έσφιξε στην αγκαλιά της την κόρη της σα να είχε να τη δει χρόνια. Η Σοφία ένιωσε ένα δυνατό κύμα αγάπης να τη χτυπά και τα καλοσχηματισμένα μάτια της υγράνθηκαν αμέσως. Κατάφερε όμως, να το κρύψει , αφού δεν είχαν καιρό για συγκινήσεις.
-Άντε, πάμε, μανούλα, έχω παρκάρει πιο πέρα.
-Κάτσε, παιδί μ', να πάρω τη βαλίτσα μου.
-Ποια βαλίτσα ρε μαμά; Για δυο μέρες ήρθες...
Η κυρα-Ευτέρπη χαμογέλασε πονηρά.
-Πόσα ρούχα πήρες βρε μαμά; απόρησε η Σοφία βλέποντας πως είχε κουβαλήσει τη μεγάλη καφέ βαλίτσα, γερμανική και παμπάλαια αλλά πολύ γερή, «οικογενειακό κειμήλιο».
Η γυναίκα πέρασε το δουλεμένο χέρι της γύρω από τη μέση της κόρης της.
-Πάμε βρε, που ακόμα τη μάνα σου δεν την έμαθες... Για μοντέλο με πέρασες για να με νοιάζουν τα ρούχα και τα φτιασίδια; Τάπερ έχει μέσα , γεμάτα μ' ό,τι τραβάει η όρεξη σου , να φας να στηλωθείς.
-Τάπερ; Έλα, Παναγιά μου! , σταυροκοπήθηκε η Σοφία έχοντας έντονη την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Όσο μεγαλώνει η κυρα-Ευτέρπη, τόσο χειροτερεύει στο θέμα «φαγητό», παραδέχτηκε η κόρη της.
***
Το οφθαλμολογικό ιατρείο βρισκόταν στον έκτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην Εγνατία. Η Σοφία καθόταν μόνη στο χώρο της αναμονής όσο η μητέρας της εξεταζόταν. Σκεφτόταν πως έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Μαρίνα. Ίσως είχε κάποια επικοινωνία με το Σπύρο. Ή είχε μάθει κάτι γι' αυτόν και δίσταζε να ενημερώσει την αστυνομία.
Η έρευνα βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο. Αυτός ο Σπύρος... Αυτός ο Σπύρος ήταν το πρόσωπο- κλειδί! Έπρεπε να βρεθεί... Έπρεπε να τον βρει...
Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι, σημάδι που της έδινε ο οργανισμός της όταν το παράκανε. Ήταν επιτακτική η ανάγκη να χαλαρώσει. Έγειρε το κεφάλι ελαφρά προς τα πίσω, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
Ο ήχος του κουδουνιού την επανέφερε βίαια. Ο γιατρός πάτησε το κουμπί που έδωσε την άδεια στην πόρτα ν' ανοίξει μ' ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο.
Στην αίθουσα αναμονής μπήκε ένας νεαρός άνδρας.
-Έχει ασθενή μέσα; ρώτησε τη Σοφία μ' έναν φουριόζικο τρόπο που έδειχνε πως βιαζόταν.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Ο νέος κάθισε απέναντι της σε μια σκούρα γκρι πολυθρόνα και πήρε στα χέρια του ένα περιοδικό από αυτά που στοιβάζονταν στο διπλανό τραπεζάκι.
Η Σοφία βρήκε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει.
Ήταν γύρω στα 25, ψηλός και γεροδεμένος, είχε κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και στο πρόσωπο τα χαρακτηριστικά του πρόδιδαν αυστηρότητα. Μικρά μάτια, σουβλερή μύτη, χείλη σφιγμένα.
Μάλλον αντιλήφθηκε το επίμονο βλέμμα της Σοφίας και σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος της. Εκείνη για να μη δώσει κάποιο δικαίωμα, αστραπιαία μετακίνησε το οπτικό της πεδίο κάποια εκατοστά και βρέθηκε να κοιτά την αφίσα που υπήρχε στον τοίχο κολλημένη ακριβώς από πάνω του. Έσμιξε τα φρύδια της προσποιούμενη πως διάβαζε τη λεζάντα της αφίσας στην οποία απεικονιζόταν το πρόσωπο ενός μωρού με μεγάλα γαλανά μάτια και στο κέντρο τους δυο λευκούς κύκλους αντί για κόρες.
-Χάσκι, ακούστηκε η μπάσα φωνή του νέου που συνοδεύτηκε από ένα χαχανητό.
Η Σοφία τού χαμογέλασε ασυνείδητα.
-Λευκοκόρια λέγεται.
-Α, μμμ..., ήταν κάποιοι απροσδιόριστοι ήχοι της Σοφίας κατά την προσπάθεια της να συντονιστεί στην συχνότητα του νέου.
Ενστικτωδώς έστρεψε το κεφάλι της προς την αφίσα που υπήρχε κρεμασμένη στον άλλο τοίχο. Σ' αυτήν απεικονιζόταν μια νεαρή γυναίκα που χαμογελούσε ενώ στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως. Εδώ τα γράμματα της λεζάντας ήταν μεγάλα κι ευανάγνωστα. Η Σοφία μπορούσε να διαβάσει καθαρά το μήνυμα «Εσείς ακόμα φοράτε γυαλιά;».
Έριξε μια κλεφτή ματιά στον άνδρα. Είχε επιστρέψει στο ξεφύλλισμα του περιοδικού κι η Σοφία αισθάνθηκε ανακούφιση.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του γιατρού και η πόρτα του εξεταστηρίου άνοιξε.
-Όπως είπαμε, κυρία Ευτέρπη. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείτε. Αν δε σας βολέψουν αυτοί οι φακοί ή αν επιδεινωθεί η κατάσταση, θα 'ρθειτε να κάνουμε μια μικροεπέμβαση. Δεν είναι τίποτα. Για μας πια αυτό είναι υπόθεση ρουτίνας.
Η κυρα- Ευτέρπη είχε στραβώσει τα χείλη, σημάδι φόβου.
Γιατρός και μητέρα πλησίασαν τη Σοφία. Εκείνη σηκώθηκε για να τους υποδεχτεί και μαζί της, σηκώθηκε κι ο νέος. Χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν χώθηκε μέσα στο εξεταστήριο. Η Σοφία έδειξε απορημένη και ασυνείδητα κοίταξε το γιατρό.
-Ο γιος μου, είπε καθησυχαστικά εκείνος.
Μα , πώς δεν το είχε καταλάβει; Αφού έμοιαζαν αρκετά. Μόνο που ο πατέρας ήταν κοντύτερος και το σώμα του δεν ήταν τόσο γυμνασμένο όσο του νεαρού. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου όμως, ήταν τα ίδια με τη διαφορά ότι στον πατέρα είχαν ωριμάσει πια.
Ο γιατρός ενημέρωσε τη Σοφία για την κατάσταση της μητέρας της και της εξήγησε σε ποιο στάδιο βρισκόταν ο «καταρράχτης» του ματιού. Επανέλαβε πως η περίπτωση του χειρουργείου δεν έπρεπε να τις απασχολεί αφού ήταν κάτι συνηθισμένο.
Κι έτσι, οι δυο γυναίκες βγήκαν από το ιατρείο, η μεγαλύτερη με βαριά καρδιά και φόβους κι η μικρότερη με μια ανεξήγητη διάθεση για μυστήριο...
***
Η Σοφία έκανε μια στάση κάτω από το διαμέρισμά της για ν' αφήσει τη μητέρα της και ξεκίνησε για το τμήμα. Εκεί την περίμενε προσεκτική μελέτη αφού πρώτα έκανε ένα τηλεφωνάκι στη Μαρίνα.
-Είχες κάποια επικοινωνία με τον Σπύρο όλες αυτές τις μέρες; τη ρώτησε.
Το κορίτσι στην άλλη γραμμή ακούστηκε μελαγχολικό.
-Έχει εξαφανιστεί. Μάλλον φοβάται. Μετά από αυτό που μου έκανε...
-Μαρίνα, μην ξεχνάς πως μπορείς να τον καταγγείλεις. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Πρέπει να λάβεις τα μέτρα σου.
-Δε θέλω να μπλέξω. Βρείτε τον! Μόνο αυτό. Πρέπει να τιμωρηθεί για ό,τι έκανε στην Άννα. Και τώρα, με συγχωρείτε αλλά πρέπει να κλείσω. Έχω μάθημα στη σχολή.
-Εντάξει, αλλά αν συμβεί το παραμικρό σε παρακαλώ, να μ' ενημερώσεις.
Η Σοφία δεν έβλεπε φως στην υπόθεση «Σπύρος».
Κάλεσε στο γραφείο της τον Πέτρο και του ζήτησε να βρει και να της φέρει τους φακέλους με τις καταθέσεις όλων αυτών που σχετίζονταν με τη δολοφονία.
Ήθελε να ψάξει τον « Σπύρο» μέσα σ' αυτές.
Δυστυχώς, όμως η έρευνα της δεν οδήγησε πουθενά.
Η Σοφία απογοητεύτηκε. Έβγαλε από τον φάκελο τις φωτογραφίες της Άννας πριν ακόμη βρεθεί δολοφονημένη. Ήταν ένα φρέσκο ξανθό κορίτσι με πράσινα γατίσια μάτια. Σε μια φωτογραφία μάλλον από νυχτερινή της έξοδο, χαμογελούσε ευτυχισμένα.
Σε μια άλλη ήταν μπροστά σε μια τούρτα με αναμμένα τα κεράκια στο πάρτι των γενεθλίων της και τέλος , στην τρίτη φωτογραφία ,σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Η Σοφία αισθάνθηκε πόνο. Δε μπορούσε να πιστέψει πως αυτό το κορίτσι δεν ήταν ζωντανό!
***
Ο Αλέξης δε μπορούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα της Λένας. Αυτή η γυναίκα ήταν τόσο δυναμική, τόσο δραστήρια , αλλά , όταν ήθελε, μεταμορφωνόταν σ' ένα άκρως γοητευτικό θηλυκό, έτοιμο ν' αποπλανήσει όποιον άνδρα είχε στόχο.
Αναπολούσε εκείνες τις πρώτες τους στιγμές όπου ακόμα ερωτευμένος, μύριζε παντού το άρωμα που ανέδιδαν τα πλούσια σγουρά μαλλιά της με το φλογερό χρώμα του πάθους , ανατρίχιαζε σε κάθε άγγιγμα της, την ονειρευόταν κάθε βράδυ γιατί δεν ήθελε ν' αποχωριστεί την εικόνα της ούτε λεπτό. Το παραδεχόταν! Την είχε ερωτευτεί πολύ! Όμως, κάποιες φορές αυτός ο έρωτας ξεφουσκώνει απότομα. Και σ' αφήνει ν' αναρωτιέσαι αν τελικά ήταν αληθινός. Σ' αυτήν τη φάση βρισκόταν ο Αλέξης τώρα. Αναρωτιόταν! Πού είχε πάει αυτός ο ρομαντικός έρωτας, που είχε καταχωνιαστεί τόσο συναίσθημα; Μπορεί να ήταν μια περίοδος δοκιμασίας γι' αυτούς. Αυτό σκεφτόταν και είχε αποφασίσει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους.
Αλλά εκείνα τα αμυγδαλωτά καστανοπράσινα ματάκια όλο και τον βασάνιζαν...
«Επιτέλους , πάψε να φέρεσαι επιπόλαια», έλεγε στον εαυτό του.
«Έδωσες μια υπόσχεση. Πρέπει να την τηρήσεις», κατέληγε κι έβαζε το κινητό πάλι στη θήκη του.
***
Η κυρία Ευτέρπη, αφού ολοκλήρωσε τις εξετάσεις της, επέστρεψε στο χωριό αφήνοντας τη Σοφία πάλι μόνη στο σπίτι αλλά μ' ένα ψυγείο γεμάτο τρόφιμα.
Οι άνθρωποι της γενιάς της κυριαρχούνται από το «σύνδρομο της κατοχής» που τους κληροδότησαν τόσο έντονα οι πρόγονοι τους.
Η Σοφία γελούσε , αλλά στο βάθος του μυαλού της ήξερε καλά πως αν έμεναν μαζί, η κυρα-Ευτέρπη -όσο κι αν την αγαπούσε τη μανούλα της- θα της έσπαγε τα νεύρα.
Ένα κομμάτι μουσακά απολάμβανε εκείνο το απόγευμα η Σοφία που μόλις είχε επιστρέψει σπίτι. Μπορεί να είχε απομακρυνθεί από το χώρο εργασίας , αλλά της ήταν αδύνατο ν' αφήσει τις σκέψεις της εκεί και να χαλαρώσει. Ήταν μόνιμη έγνοια πια η λύση του μυστηρίου. Το μυαλό της έκανε ένα διάλειμμα όταν γνώρισε τον Αλέξη , όμως ήταν σύντομο και τώρα ήταν έτοιμη ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνο στη δουλειά. Όπως συνήθιζε άλλωστε...
Οι επόμενες κινήσεις της έπρεπε να είναι αποφασιστικές. Τα περιθώρια είχαν στενέψει και την πίεζαν.
Την επόμενη μέρα στο τμήμα θέλησε να το συζητήσει με τον Πέτρο.
-Να ζητήσουμε στοιχεία από τη Δ.Ε.Ε (Διεύθυνση Εγκληματικών Ερευνών) στην πρωτεύουσα. Ίσως μπορούν να βοηθήσουν, πρότεινε ο υπαστυνόμος.
-Λες ρε Πέτρο;
Η Σοφία είχε τις αμφιβολίες της.
-Γιατί όχι; Θα τηλεφωνήσω κιόλας στη Νάντια, τη γνωστή που σου έλεγα ότι έχω. Σίγουρα θα μας εξυπηρετήσει.
Ο Πέτρος δεν περίμενε τη συγκατάθεση της Σοφίας. Επικοινώνησε αμέσως με τη γνωστή του. Της ζήτησε να του βρει τα στοιχεία που ήθελε κι εκείνη, αφού δέχτηκε, απάντησε πως θα τον καλούσε πίσω όταν είχε τ' αποτελέσματα από την έρευνα της.
Όταν η Νάντια είχε νεότερα, ο Πέτρος την έβαλε σ' ανοιχτή ακρόαση για ν' ακούει και η Σοφία.
-Δε βρήκα τίποτα στ' όνομα «Σπύρος Φωτίδης». Είσαι σίγουρος πως είναι σωστό;
Ο Πέτρος κοίταξε ερωτηματικά τη Σοφία πριν απαντήσει κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.
-Αυτό το όνομα προέκυψε από την έρευνα.
-Τι να σου πω, Πέτρο; Μήπως είναι αλλοδαπός και δεν έχει δηλώσει στοιχεία;
-Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν το γνωρίζω. Καλώς, Νάντια μου. Σ' ευχαριστώ πολύ.
-Αν βρω κάτι, θα σ' ενημερώσω. Κι για ό,τι άλλο χρειαστεί, μη διστάσεις να τηλεφωνήσεις, οk;
Ο Πέτρος την ευχαρίστησε ακόμη μια φορά και κατέβασε το ακουστικό.
-Λες να ' ναι αλλοδαπός;
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Τα κορίτσια δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο.
-Ίσως να μην το γνωρίζουν κι οι ίδιες.
-Διόλου απίθανο! Πρέπει να επικοινωνήσω μαζί τους για το διευκρινίσω.
Μου φαίνεται δε θα βγάλουμε άκρη μ' αυτήν την υπόθεση. Είναι πολύ μπερδεμένη και δεν προκύπτουν στοιχεία για έρευνα. Έναν ύποπτο έχουμε κι αυτός είναι αόρατος.
-Σοφία, μην απογοητεύεσαι! Ξέρεις πολύ καλά πως τέτοιες σοβαρές υποθέσεις θέλουν το χρόνο τους. Ο δολοφόνος θα βρεθεί! Είμαι σίγουρος! Άλλωστε, σ' εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια. Είσαι εργασιομανής και κοφτερό μυαλό. Συνδυασμός που οδηγεί στην επιτυχία.
Η Σοφία χαμογέλασε συνεσταλμένα. Ο συνάδελφος της την ήξερε καλά...
***
Η Λένα είχε ετοιμάσει μια έκπληξη στον Αλέξη. Το επόμενο σαββατοκύριακο που εκείνος είχε ρεπό, είχε σχεδιάσει να το περάσουν οι δυο τους κάπου ρομαντικά. Είχε ακούσει στο ραδιόφωνο μια προσφορά ενός τετράστερου ξενοδοχείου στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Ρομαντικό διήμερο με σπα, χαλάρωση κι έρωτα! Τέλεια! Το χρειάζονταν!
Όταν του ανακοίνωσε πως είχε κλείσει ήδη δωμάτιο, ο Αλέξης πιέστηκε να χαμογελάσει. Η προσποίηση του ήταν επιτυχής κι έτσι, η Λένα δεν αντιλήφθηκε τη σκιά που θόλωσε το βλέμμα του. Εκείνη έδειχνε πολύ χαρούμενη κι ο Αλέξης δεν ήθελε με τίποτα να της το χαλάσει.
-Περιμένω με ανυπομονησία να 'ρθει το Σάββατο, του είπε μ' ενθουσιασμό.
Σ' αγαπώ, συμπλήρωσε δίνοντας του ένα γλυκό φιλί.
Το σώμα του Αλέξη ανταποκρίθηκε, όμως η καρδιά του είχε κολλήσει.
Μα, τι του συνέβαινε επιτέλους;
***
Η Σοφία είχε μόλις επικοινωνήσει με τη Μαρίνα, τη Στέλλα και τη Σίσσυ. Καμία δε γνώριζε αν ο Σπύρος ήταν αλλοδαπός ή όχι. Και οι τρεις όμως, τη διαβεβαίωσαν πως δεν έδινε τέτοια εντύπωση. Ούτε από την ομιλία ούτε από το παρουσιαστικό του.
-Δε βγαίνει άκρη, μουρμούρισε η Σοφία τρίβοντας το μέτωπό της.
Ο Πέτρος την κοίταξε εξεταστικά. Έμοιαζε κουρασμένη. Ίσως να μην είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ. Τέτοιες υποθέσεις σε κάνουν να χάνεις τον ύπνο σου.
-Τι θα κάνεις το Σαββατοκύριακο; ρώτησε ο Πέτρος θέλοντας να της δώσει την ευκαιρία να κάνει ένα διάλειμμα.
Το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση απογοήτευσης.
-Δε θα πας για κανένα μπανάκι; Καλοκαίριασε για τα καλά κι η ΕΜΥ ανακοίνωσε πως το επόμενο διήμερο η θερμοκρασία θ' ανέβει ακόμη πιο ψηλά.
-Για μπάνιο είμαι τώρα εγώ ρε Πέτρο;
Ο άνδρας φάνηκε να θύμωσε.
-Και για ποιο πράγμα είσαι, Σοφία; Επιτέλους, ζήσε! 28 χρονών είσαι. Στη δουλειά είσαι πρώτη, αλλά μόνο η δουλειά υπάρχει για σένα; Η προσωπική ζωή; Ένας σύντροφος να σ' αγαπάει και να σε φροντίζει;
-Όχου, σαν ν' ακούω τη μάνα μου κάνεις ώρες ώρες.
-Γιατί και η μάνα σου σε βλέπει να μαραζώνεις. Αυτό συζητούσαμε με τη Μάνια χθες βράδυ.
-Α, άλλα θέματα δεν έχεις να συζητήσεις με τη γυναίκα σου, Πέτρο; Για μένα λέτε;
-Ξέρεις ότι η Μάνια σε συμπαθεί πολύ και σ' εκτιμά. Μάλλον έχει δίκιο!
-Σε ποιο πράγμα έχει δίκαιο;
-Να κανονίσουμε προξενιό!
Η Σοφία άρχισε να γελά δυνατά.
-Γι' ανέκδοτο σου φάνηκε;
-Ούτε που να το σκέφτεστε... Αυτά τα πράγματα δεν είναι για μένα!
-Άντε πάλι! Τι είναι για σένα ρε Σοφία τελικά;
Είχε αρχίσει να στριμώχνεται κι αυτό δεν της άρεζε καθόλου.
Μα, γιατί επιτέλους όλοι ασχολούνταν με τη ζωή της;
Ήταν έτοιμη να ξεσπάσει όταν στο γραφείο μπήκε σαν από μηχανής θεός ένας συνάδελφος για να σώσει την κατάσταση.
-Σοφία, σε ζητά ο διοικητής.
Εκείνη σηκώθηκε αμέσως αποφεύγοντας να ρίξει έστω και μια ματιά στον Πέτρο που την είχε εκνευρίσει με την επιμονή του.
Όταν βγήκε από το γραφείο, ο Πέτρος δε μπόρεσε να μη ρωτήσει:
-Τι συμβαίνει, Γιώργο;
Κι ο άλλος απάντησε χαμογελώντας:
-Έχουμε νέα άφιξη.
Διαβάστε το απόσπασμα 06
Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ
Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.
Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου