Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 09

Ο Φάνης φαινόταν «μαγκωμένος» στη συμπεριφορά του ως προς τη Σοφία.
Εκείνη από την άλλη, του φερόταν σα να μην είχε ζήσει ποτέ το βράδυ του πάρτι. Δεν είχε διάθεση ν' ασχοληθεί με στενάχωρα πράγματα. Ο έρωτας της για τον Αλέξη έκανε να μοιάζουν όλα τα υπόλοιπα μηδαμινά, ασήμαντα.
Την Τετάρτη το βράδυ η Σοφία δειπνούσε με τον Αλέξη σ' ένα γραφικό ταβερνάκι στην Άνω Πόλη, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ο Φάνης ακουγόταν αναστατωμένος.
-Είχα επικοινωνία με τα σύνορα. Συνέλαβαν το Σπύρο!
Τα νέα την ξάφνιασαν. Η στιγμή αυτή, παρ' ό,τι ήλπιζε να φτάσει, της έμοιαζε πολύ μακρινή. Τώρα έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα γεγονότα με απόλυτη προσοχή. Η υπόθεση δεν άφηνε πια περιθώρια για λάθη.
-Έγινε κάτι σοβαρό; ρώτησε ο Αλέξης όταν η επικοινωνία με τον Φάνη τερματίστηκε.
-Έγινε κάτι που περίμενα καιρό, είπε η Σοφία.
Η βόλτα τους έπρεπε να τελειώσει εκεί. Η Σοφία, όσο ερωτευμένη ήταν με τον Αλέξη, άλλο τόσο ήταν και με τη δουλειά της. Προτεραιότητα σ' αυτή τη φάση είχε η δικαίωση του θύματος με την εύρεση του δολοφόνου και την τιμωρία του.
Η Σοφία επέστρεψε σπίτι γεμάτη αγωνία που θα συναντούσε επιτέλους τον περιβόητο Σπύρο. Ήθελε να του κάνει κάποιες ανακριτικές ερωτήσεις και με την προετοιμασία τους πέρασε σχεδόν όλο της το βράδυ. Από την άλλη, ο Αλέξης το πέρασε σκεπτόμενος πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν οι γυναίκες είχαν παραμείνει στο σπίτι και δεν έβγαιναν στην αγορά εργασίας...

***
Την επόμενη μέρα η Σοφία εμφανίστηκε στο γραφείο νωρίτερα από την έναρξη της βάρδιας της. Εκεί συνάντησε το Φάνη που έδειχνε το ίδιο ανήσυχος μ' εκείνη, πράγμα που την ξάφνιασε αφού αλλιώς την είχε συνηθίσει.
-Σε λίγο θα τον φέρουν, της είπε κοιτώντας την μέσα στα μάτια.
Έμοιαζε να θέλει να της περάσει κάποιο μήνυμα. Σα να ήλπιζε να μαντέψει αυτό που εκείνος δίσταζε να πει με λόγια.
-Ετοίμασα κάποιες ερωτήσεις, αποκρίθηκε η Σοφία και έτεινε προς το μέρος του το χαρτί όπου τις είχε γράψει.
-Ωραία!
-Εσύ σκέφτηκες τι θα τον ρωτήσεις;
-Όχι. Είμαι σίγουρος πως οι δικές σου θα με καλύψουν απολύτως.
Ήταν ολοφάνερο πως ο Φάνης είχε αφήσει σπίτι τον ανταγωνιστικό εαυτό του.
Η Σοφία τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Τι παράξενος άνθρωπος!», σκέφτηκε.
Ο Πέτρος μπήκε στο γραφείο.
-Παιδιά, ήρθε ο Φωτίδης.
Η Σοφία πετάχτηκε όρθια προδίδοντας την αγωνία της. Βγήκε πρώτη και ο Φάνης την ακολούθησε.
Η αίθουσα των ανακρίσεων χωριζόταν σε δυο δωμάτια με ένα φιμέ τζάμι ανάμεσά τους. Στο μικρότερο δωμάτιο υπήρχε ένα τετράγωνο τραπέζι και τέσσερις καρέκλες. Σε μία από αυτές είχε καθίσει ο Σπύρος και περίμενε.
Η Σοφία μπορούσε να τον παρατηρεί μέσα από το τζάμι με άνεση αφού εκείνος δεν είχε τη δυνατότητα να τη δει. Της φαινόταν χαλαρός έτσι όπως καθόταν με τα πόδια ανοιχτά και το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω.
Είχε έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και έκανε νόημα στο Φάνη.
-Εγώ θα μείνω με τον Πέτρο, της είπε εκείνος.
-Γιατί; ρώτησε έντονα η Σοφία.
-Ας μην τον τρομάξουμε. Ίσως είναι πιο εύκολο ν' ανοιχτεί σ' ένα άτομο και πόσο μάλλον σε μια γυναίκα.
Ο Πέτρος συμφώνησε μαζί του.
Η Σοφία ήθελε να παραπονεθεί.
«Και θα μ' αφήσεις μόνη;», σκέφτηκε.
Δεν είπε τίποτα όμως. Έπρεπε να τελέσει το καθήκον της.
Ο Σπύρος ήταν εκεί αγνοώντας την ύπαρξη της. Σε λίγο η προηγούμενη πρόταση δε θ' ανταποκρινόταν πια στην πραγματικότητα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, πήρε μια βαθιά αναπνοή και άνοιξε την πόρτα...

***
Ο Σπύρος κάρφωσε το διαπεραστικό γαλανό βλέμμα του πάνω του κι η Σοφία αισθάνθηκε έναν έντονο ηλεκτρισμό. Η δουλειά που είχε επιλέξει απαιτούσε πολλές φορές ν' αναδείξει το υποκριτικό της ταλέντο. Έβαλε τα δυνατά της για να καλύψει μ' επιτυχία αυτήν την μικρή αναστάτωση που ένιωθε μέσα της. Συνειδητοποιούσε την ίδια στιγμή πως κάποιος την είχε πείσει πως ο άνθρωπος που είχε απέναντί της ήταν δολοφόνος. Μέσα της ήδη τον είχε καταδικάσει.
Κάθισε απέναντι του διατηρώντας μια εκνευριστική ψυχραιμία. Του συστήθηκε ενώ εκείνος συνέχιζε να την κοιτά με τον ίδιο τρόπο. Η Σοφία μπορούσε να διακρίνει στο βλέμμα του μια ανεπαίσθητη ειρωνεία.
Η τελευταία της σκέψη πριν ξεκινήσει τις ερωτήσεις της ήταν πως από κοντά δεν ήταν τόσο όμορφος όσο στο πορτρέτο. Τα χαρακτηριστικά του δεν είχαν την ίδια γοητεία, το ίδιο μυστήριο αλλά έμοιαζαν σκληρά και άκαμπτα.
Η Σοφία προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Τον ρώτησε για την Άννα.
Η ανέκφραστη μάσκα του έσπασε. Ο Σπύρος προς μεγάλη της έκπληξη ήταν πρόθυμος να μιλήσει.
-Τη γνώρισα σ' ένα κλαμπ. Ήταν με τις φίλες της κι εγώ με κάποιους γνωστούς.
Μου άρεσε και την πλησίασα.
(Η προφορά του σε κάποιες λέξεις σ' έκαναν ν' αναρωτιέσαι αν είναι από ξένη χώρα, όμως μιλούσε σωστά την ελληνική γλώσσα. Η Σοφία βέβαια, γνώριζε πια ότι ήταν από την Αλβανία.)
-Ε, εντάξει, δυο μήνες τα' χαμε κι αυτό είναι όλο.
-Δυο μήνες μέχρι να βρεθεί νεκρή;
-Όχι φυσικά. Είχαμε χωρίσει σχεδόν δυο βδομάδες πιο πριν.
-Α, χωρίσατε; Γιατί;
-Ντάξει, ήταν καλό κορίτσι αλλά... Ε, δεν κάναμε και σχέση για να παντρευτούμε.
-Εσύ ήθελες να χωρίσετε;
-Ναι, εγώ!
-Μάλιστα! Αλήθεια, η Άννα γνώριζε για την καταγωγή σου;
Σ' αυτήν την ερώτηση της φάνηκε πως ο Σπύρος κοκκίνισε ελαφρά.
-Ντάξει, δεν της είχα πει την αλήθεια. Δεν της είχα πει τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι τ' όνομα μου είναι Σπύρος.
-Σπύρος Φωτίδης, ε; Ενώ το πραγματικό σου όνομα είναι Γιοβάν Αζινί; Σωστά;
Ο νεαρός έγνεψε «ναι».
-Είναι Γιοβάν Αζινί; επέμεινε εκείνη.
-Ναιαι, της απάντησε κάπως νευρικά.
-Με τη Μαρίνα, ποια ήταν η σχέση σας; Τη συμπαθούσες;
-Ποια Μαρίνα; Το ζαβό; Ε, συγγνώμη αλλά το κορίτσι έχει μεγάλο πρόβλημα. Κολλιτσίδα μας είχε γίνει.
-Δεν τη συμπαθούσες δηλαδή.
-Τι να συμπαθήσω από αυτή; Πολύ ζηλιάρα! Δεν πιστεύω να σας το παίζει η θλιμμένη φίλη της Άννας;
-Δεν ήταν φίλες;
-Τέτοιους φίλους να τους βράσω. Αυτή τη ζήλευε την Άννα. Πολύ, σας λέω. Στο τέλος, μαλώσανε άσχημα. Κάτι για τους πατεράδες τους. Δε θυμάμαι για τι ακριβώς.
Ε, η άλλη είχε σκυλιάσει που γούσταρα την Άννα και δεν άντεξε τελικά.
-Τι σημαίνει αυτό; Ότι σε ήθελε κι η Μαρίνα;
-Α, καλά, σίγουρα! Το έλεγε κι η Άννα. Ήταν φως φανάρι. Όλο μου τριβόταν.
-Κι εσύ;
-Εγώ δεν τη γούσταρα καθόλου. Για μεγάλη ψωνάρα , μιλάμε. Μένει στο Πανόραμα και νομίζει πως είναι κάποια, ο στούμπος.
-Έχεις πάει σπίτι της;
-Όχι, βέβαια. Τι δουλειά έχω στο σπίτι της; Απλά ξέρω ότι μένει εκεί γιατί το έλεγε συνέχεια. «Εμείς στο Πανόραμα, αυτό ...» κι «εμείς στο Πανόραμα, το άλλο...».
Η επόμενη ερώτηση της Σοφίας αφορούσε τις απειλές και τη μαχαιριά που είχε ισχυριστεί η Μαρίνα πως της είχε κάνει ο Σπύρος. Σ' αυτό το σημείο έπρεπε να 'ναι πολύ προσεκτική. Η αντίδραση του ίσως της έδινε τις απαντήσεις που ζητούσε.
-Από πότε έχεις να δεις τη Μαρίνα;
Σούφρωσε τα χείλη του.
-Ε, τώρα για τη Μαρίνα θα μιλάμε;
-Απάντησε μου σε παρακαλώ. Για να σε ρωτώ, σημαίνει πως είναι σημαντικό για την έρευνα.
-Ε, καλά τότε. Δε θυμάμαι πότε την είδα τελευταία φορά. Κάποια στιγμή τη συνάντησα τυχαία στο δρόμο αλλά σίγουρα ήταν πριν τη δολοφονία.
-Είχες χωρίσει με την Άννα;
-Ναι, πρέπει να 'χα χωρίσει αλλά εκείνη δε νομίζω να το ήξερε. Και 'γω δεν της το 'πα.
-Γιατί;
-Ε, γιατί αν το 'λεγα, θα μ' έπρηζε. Και 'γω δεν τη γούσταρα καθόλου.
-Ναι, αυτό το ξαναείπες.
-Ε, αφού είναι η αλήθεια. Τι να πω;
-Μετά από αυτήν την τυχαία συνάντηση στο δρόμο, δεν είχες καμιά επαφή μαζί της; Ούτε τηλεφωνική;
-Με τη Μαρίνα; Όχι. Ούτε το τηλέφωνο της δεν έχω.
-Δεν το έχεις;
-Όχι φυσικά. Η αλήθεια μου το 'χε δώσει αλλά μετά που 'γιναν όλα αυτά και τσακωθήκαν μεταξύ τους, η Άννα μου είπε «σβήσ' το» και το έκανα.
-Η Μαρίνα υποστήριξε ότι δέχτηκε απειλές μετά τη δολοφονία.
Ο Σπύρος δεν αντέδρασε.
-Από ποιον; είπε μονάχα και η Σοφία δε μπόρεσε να διακρίνει ταραχή στη φωνή του.
-Από εσένα!, απάντησε ανυπομονώντας για ένα σημάδι.
Ο Σπύρος σχεδόν αναπήδησε στο κάθισμά του.
-Τι είπε η πουτάνα;
-Σε παρακαλώ να εκφράζεσαι κοσμιότερα.
-Ε, μα τρελαίνομαι τώρα. Πού την είδα εγώ μετά τη δολοφονία για να την απειλήσω κιόλας;
-Καλύτερα να ηρεμήσεις και να σκεφτείς. Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο αν είναι ψέματα;
-Ε, γιατί; Γιατί μερικές γυναίκες είναι τόσο κομπλεξικές και δεν αντέχουν να τις απορρίψει ένας άνδρας. Χα, ώστε έτσι είπε, ε; Ως πού θα φτάσει επιτέλους αυτή;
Η Σοφία δεν τόλμησε ν' αναφερθεί στη μαχαιριά. Φοβόταν πως ο Σπύρος θα γινόταν έξαλλος και ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν άσχημα.
Δεν ήταν παράλογη η αιτιολογία του, όμως η Μαρίνα θα έφτανε στο σημείο να ψευδομαρτυρήσει μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί που δεν την ήθελε; Κι η μαχαιριά; Η κατηγορία ήταν πολύ βαριά άσχετα αν το τραύμα έμοιαζε περισσότερο με γρατσουνιά.
Τι είχε συμβεί τελικά; Δεν είχε έρθει ο καιρός για να το μάθει η Σοφία. Ο Σπύρος ήταν κλειδί αλλά δεν άνοιγε την πόρτα που οδηγούσε στη λύση του μυστηρίου.
Η Σοφία επεξεργαζόταν τα δεδομένα και προσπαθούσε να συνδέσει σωστά τους κρίκους της αλυσίδας.

***

Ο Σπύρος ή Γιοβάν, όπως ήταν πραγματικά τ' όνομά του, προφυλακίστηκε αφού δεν είχε τ' απαραίτητα έγγραφα για την παραμονή του στην Ελλάδα αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πως μ' έναν Σκοπιανό έκλεβαν αυτοκίνητα και τα πουλούσαν για ανταλλακτικά. Ένα από αυτά ήταν και το μαύρο Γκολφ που είχε δει η Μαρίνα, αν και, όπως φάνηκε από την έρευνα, είχε «μπερδέψει» τις ημερομηνίες.
Η Σοφία συζήτησε με τον Φάνη όλα όσα είχε κουβεντιάσει με τον Σπύρο. Κι οι δυο, παρ' ότι κανείς τους δεν το ομολόγησε, είχαν πειστεί πως δεν ήταν ο Σπύρος ο δολοφόνος. Βέβαια τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους δεν ήταν αρκετά για να τον αποκλείσουν από τη λίστα των υπόπτων, όμως το ένστικτο κι η εμπειρία τους τούς ψιθύριζαν πως δεν ήταν αυτός το πρόσωπο που αναζητούσαν.
Η μοναδική αυτόπτης μάρτυς, η πόρνη που βρέθηκε τυχαία στο δάσος την ώρα της διάπραξης ενός από τους φόνους κλήθηκε για να γίνει η αναγνώριση.
Την οδήγησαν στο Σπύρο και μέσα από το ειδικό τζάμι όπου δε μπορούσε να την δει, έγινε όλη η διαδικασία. Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί, η γυναίκα ήταν κατηγορηματική.
-Αποκλείεται! Εκείνος ήταν μεγαλόσωμος. Γεροδεμένος. Τι είναι αυτό το παιδαρέλι; Αυτόν, άνεμος να φυσήξει, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει.
-Είστε σίγουρη; επέμεινε ο Φάνης.
-Ε, τι να σας πω; Να με γέλασε το σκοτάδι; Εγώ αλλιώς τον θυμάμαι. Μπα, δεν είναι αυτός. Δε νομίζω. Και τι μαλλιά είναι αυτά; Είπαμε ότι τα μαλλιά του φάνηκαν ανοιχτόχρωμα αλλά όχι και τόσο. Αυτός που μου δείξατε έχει πιο πολλά άσπρα κι από τη φουκαριάρα τη μάνα μου.
Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά και δεν την είχαν αγχώσει, η Σοφία θα ξεσπούσε σε γέλια μέχρι δακρύων. Η γυναίκα που είχαν μπροστά τους, με τη μοναδικά εμφάνιση και τον τρόπο που μιλούσε, θύμιζε καρτούν.
-Κυρία μου, τα μαλλιά αλλάζουν πολύ εύκολα. Εμάς ο σωματότυπος μας ενδιαφέρει. Εσείς ισχυρίζεστε πως είδατε το δολοφόνο από πίσω. Είστε σίγουρη, λοιπόν, πως δεν πρόκειται για το ίδιο άτομο, σωστά;
-Ε, τι να σας πω, κυρ αστυνόμε μου; Εγώ έτσι νομίζω. Τώρα, εσείς αποφασίζετε.
Ο Φάνης και η Σοφία αλληλοκοιτάχτηκαν.
-Αν σας χρειαστούμε ξανά, θα σας καλέσουμε. Ευχαριστούμε για τη βοήθεια!
Η Σοφία συνόδεψε τη γυναίκα μέχρι την έξοδο.
-Μανούλα μου, σα θηλυκό προς θηλυκό σου το λέω, εκείνος που είδα εγώ μου φάνηκε ωραίο παλικάρι. Μην ψάχνετε όπου να 'ναι και χάνεται τον καιρό σας, της ψιθύρισε κλείνοντας της συνθηματικά το μάτι και την αποχαιρέτισε.
Η Σοφία επέστρεψε στο γραφείο προβληματισμένη.
-Πόσο χρονών είναι αυτή; ρώτησε ο Φάνης.
-Σαραντάρα, απάντησε η Σοφία αδιάφορα.
-Βασανισμένη. Δείχνει πολύ μεγαλύτερη. Κι αυτό τα ρούχα; Δε μπορεί να ντύνεται καλύτερα τη μέρα; Τι ροζ φούστα, τι σκισμένο καλσόν!
-Φάνη, δεν το πιστεύω ότι κάθεσαι κι ασχολείσαι με το τι φοράει μια πόρνη. Το θέμα είναι άλλο.
-Ότι δεν έχουμε υποψήφιο δολοφόνο!
-Ακριβώς! Και ξέρεις κάτι; Αν δεν ήταν τόσο βαριές οι περιπτώσεις, θα υποπτευόμουν τη Μαρίνα. Έκανε πολλά σφάλματα αυτό το κορίτσι.
-Κι αν είχε συνεργό;
Η Σοφία ανασήκωσε τους ώμους.
-Όχι, όχι Σοφία, δεν πιστεύω ότι έχει σχέση η Μαρίνα. Άνθρωπος που μπόρεσε να σχεδιάσει και να διαπράξει ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα, δε θα έπεφτε σε τόσο προφανή λάθη. Θα το είχε μελετήσει καλά. Εμένα μου φαίνεται πως ο Γιοβάν έχει δίκιο. Μάλλον για να τον εκδικηθεί, είπε όλα αυτά και τελικά, παγιδεύτηκε στα ίδια της τα λόγια.
-Ξέρεις κάτι, Φάνη;
Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.
«Τι;» , έγνεψε με μια κίνηση του κεφαλιού ο Φάνης.
-Συμφωνώ μαζί σου!, αποκρίθηκε η Σοφία.

***
-Αγχωμένο μού φαίνεσαι, μωρό μου. Όλα καλά με τη δουλειά;
Η Σοφία κούνησε καταφατικά το κεφάλι κι ο Αλέξης τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο.
-Το απόλαυσες;
Η Σοφία επανέλαβε την ίδια κίνηση.
-Στα μουγκά θα τη βγάλουμε;
Η Σοφία χαμογέλασε κι έκανε ξανά επίτηδες την ίδια κίνηση.
Ο Αλέξης την κοίταξε με βλέμμα ερωτευμένο και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Σ' αγαπώ, της ψιθύρισε.
Την ίδια ώρα που χιλιάδες όμορφα συναισθήματα πλημμύριζαν το εσωτερικό της Σοφίας, ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου και 'κείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι για ν' απαντήσει.
-Αχ, έλα , μαμά , εσύ είσαι; Τίποτα! Νόμιζα πως θα 'ταν από τη δουλειά...
Ο Αλέξης την παρατηρούσε καθώς ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι της. Ήταν όσο όμορφη! Το γυμνό της σώμα φαινόταν αψεγάδιαστο! Ήταν αδύνατη, όμως είχε καμπύλες. Καμία σχέση με τη Λένα που ήταν υπερβολικά λεπτή και το σώμα της έμοιαζε άδειο, μονοκόμματο.
«Ναι, η Σοφία μπορεί να 'ναι πιο κοντή αλλά έχει ωραιότερο σώμα από τη Λένα. Η Λένα! Τι θα κάνω με τη Λένα; Πρέπει να λάβει τέλος αυτή η ιστορία. Πρέπει να της το πω».

***
-Θέλω να βρεθούμε απόψε. Πρέπει να μιλήσουμε.
Ο τόνος της φωνής του στο τηλέφωνο ήταν σοβαρότερος από άλλες φορές, όμως η Λένα δεν το πρόσεξε. Εκείνη είχε ήδη ενθουσιαστεί με την ιδέα της εξόδου κι έκανε στο μυαλό της σχέδια για ένα αξέχαστο βράδυ.
-Θα πάρω κιόλας να κλείσω τραπέζι στο αγαπημένο μας εστιατόριο στο Φιλίππειο. Έχουμε καιρό να πάμε. Θα σ' ενημερώσω.
Ο Αλέξης δεν είχε το κουράγιο να της χαλάσει χατίρι, αν και του φαινόταν πολύ επίσημο το μέρος για μια ανακοίνωση χωρισμού.
Πώς να της έλεγε αυτό που είχε στο μυαλό του τόσον καιρό πάνω από ένα γκουρμέ πιάτο; Πώς να ξεστόμιζε τη λέξη «τελειώσαμε» κρατώντας ένα κρυστάλλινο ποτήρι με ακριβό κρασί; Και πως θ' αντιδρούσε η Λένα μέσα σ' όλη αυτή την χλιδή; Τελικά, ίσως το συγκεκριμένο μέρος αποδεικνυόταν ιδανικό! Μόνο πολιτισμένα μπορούσε να φανταστεί τη Λένα να φέρεται σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Σα να την άκουγε να προφέρει αργά και θλιμμένα: «Εντάξει, Αλέξη, αφού έτσι θες... Εις υγείαν» και έτεινε το ποτήρι της προς το μέρος του για να πιουν στην καινούρια τους ζωή.
Πριν ολοκληρωθεί το «όραμα» του, η Λένα τον καλούσε στο κινητό.
-Στις 9 θα 'μαι έτοιμη. Θα σε περιμένω. Σ' αγαπώ. Γεια!
Δεν του άφησε περιθώριο να πει κουβέντα.
Κι αν έβρισκε το ελεύθερο να μιλήσει, θα ομολογούσε πως τίποτα από αυτά που άκουσε δεν εξυπηρετούσε τα «θέλω» του.
Πρώτα απ' όλα, δεν του άρεζε η επιλογή της ώρας. Το «9» του φαινόταν πολύ αργά. Το «θα σε περιμένω» σήμαινε ότι έπρεπε να περάσει να την πάρει από το σπίτι αλλά και να την επιστρέψει. Πράγμα πολύ κακό! Δε θα ήταν καλύτερα να συναντιόνταν στο εστιατόριο στις 8; Να τελείωναν νωρίτερα κι ο καθένας να επέστρεφε μόνος παρέα με τον πόνο του και τις σκέψεις του. Επίσης, αυτό το «σ' αγαπώ» δεν του έδινε το θάρρος που ζητούσε απεγνωσμένα. Και τέλος, το «γεια» δε μπορούσε έτσι απλά και μαγικά να γίνει «αντίο» και να γλιτώσει ο Αλέξης από το να βρεθεί στη δύσκολη θέση!
Τίποτα δεν έμοιαζε βολικό... όμως η συνείδησή του τον μάλωνε:
«Αλέξη, πρέπει να το τελειώνεις».
Γιατί η συνείδησή του ήθελε να' ναι καθαρή!

***
Δεν του άρεζε καθόλου που αναγκαζόταν να πει ψέματα στη Σοφία, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση ήταν μονόδρομος. Ήταν αδύνατο να της εμφανίσει από το πουθενά μια «νυν» που απόψε θα γινόταν «πρώην». Έπρεπε να της είχε εξηγήσει από την αρχή, αλλά αφού δεν το είχε κάνει τώρα δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Στις 9 βρισκόταν έξω από το σπίτι της Λένας, ενώ η Σοφία που βασιζόταν στην ειλικρίνειά του, πίστευε ότι μετά τη δουλειά, θα πήγαινε σπίτι για να κοιμηθεί νωρίς.
Ήταν αγχωμένος και προσπαθούσε να το καταπολεμήσει με βαθιές αναπνοές όση ώρα βρισκόταν στο αυτοκίνητο. Όταν πάρκαρε και πριν ειδοποιήσει τη Λένα να κατέβει, τηλεφώνησε στη Σοφία και της είπε πως ετοιμαζόταν ν' αράξει στον καναπέ και να δει μια ταινία μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Η Σοφία τον καληνύχτισε γλυκά κι ο Αλέξης ένιωσε τις ενοχές να φουντώνουν μέσα του.
Όταν η Λένα έκανε την εμφάνισή της, ο Αλέξης φάνηκε ν' αποσυντονίζεται. Η ανδρική φύση παραμένει ισχυρή σε οποιαδήποτε περίπτωση κι η Λένα ήταν πειρασμός μέσα στο μαύρο κοντό φόρεμα που αγκάλιαζε ιδανικά το κορμί της.
Ήταν πολύ όμορφη κι αυτό τον χαλάρωσε για λίγο και τον έκανε ν' αστειευτεί με τον εαυτό του: « Ε ρε και να ήμουνα μαχαραγιάς και να' χα το χαρέμι μου!».
Η Λένα μπήκε στο αυτοκίνητο κι η ατμόσφαιρα πλημμύρισε με το μεθυστικό άρωμά της. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί από τη θέση του συνοδηγού. Ο Αλέξης προσπάθησε να δείξει ψυχρότητα για να την προϊδεάσει, όμως εκείνη δε φάνηκε να το πρόσεξε ούτε αυτή τη φορά. Άρχισε να μιλά για την νέα δουλειά που είχε προκύψει και με την οποία ήταν πολύ ενθουσιασμένη.
Η ευδιαθεσία της συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του δείπνου. Μάλιστα, σ' αυτήν ήρθε να προστεθεί και ο θαυμασμός των σερβιτόρων που δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από πάνω της.
Ο Αλέξης είχε αρχίσει να αισθάνεται «σα βλάκας». Πώς έπρεπε να φερθεί; Ν' άρχιζε τις ζήλιες; Αυτό ήταν παράλογο! Αποφάσισε να συγκεντρωθεί στο στόχο του και αγνόησε όσα γίνονταν γύρω του.
Δεν ήξερε πως ν' αρχίσει. Όσα είχε σχεδιάσει, έμοιαζε αδύνατο να υλοποιηθούν.
Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβγαιναν από το στόμα του οι επιθυμητές λέξεις, αγχωνόταν ολοένα και περισσότερο. Αισθανόταν έντονη εφίδρωση στις παλάμες των χεριών του κι ένα ελαφρύ τρέμουλο των ποδιών κάτω από το τραπέζι.
Απορούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο δειλός ήταν τελικά! Ή μήπως αυτό ήταν η απόδειξη ότι δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι πραγματικά ήθελε. Νόμιζε πως αν αποκάλυπτε τις σκέψεις του περί χωρισμού εκεί στο εστιατόριο μπροστά στους σερβιτόρους, όλοι τους θα τον χλεύαζαν που ήθελε να διακόψει τη σχέση του μ' αυτήν την τόσο σέξι και γοητευτική γυναίκα. Ή μήπως θα έκαναν ουρά ζητώντας το τηλέφωνό της με την ελπίδα ν' αναπληρώσει κάποιος από αυτούς το κενό που θ' άφηνε πίσω του.
Μα γιατί η ομορφιά μιας γυναίκας κάνει τους άνδρες να τα χάνουν και τελικά να γίνονται αναβλητικοί;
Ναι, δεν είπε λέξη. Και μισούσε τον εαυτό του γι' αυτό. Όμως, δεν έβρισκε το κουράγιο. Όχι εκεί, όχι έτσι. Ευχόταν το κρασί να ήταν πιο δυνατό και να του έλυνε τη γλώσσα. Παρά τον μεγάλο αριθμό των γεμάτων ποτηριών, δεν κάμφθηκαν οι αντιστάσεις. Και τελικά, πλήρωσαν το λογαριασμό κι έφυγαν όπως ήρθαν. Ζευγάρι!
-Θα οδηγήσω εγώ, είπε αποφασιστικά η Λένα λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο.
-Όχι, καλά είμαι, μπορώ.
-Δεν αμφιβάλλω, όμως αν μας σταματήσουν για έλεγχο, καήκαμε. Ήπιες περισσότερο από το επιτρεπτό.
Η Λένα δε σήκωνε αντιρρήσεις και πέρασε στη θέση του οδηγού.
Ο Αλέξης βούλιαξε στη δική του θέση χωρίς να πει κουβέντα. Μόνο όταν η Λένα ακινητοποίησε το αυτοκίνητο σ' ένα απόμερο σκοτεινό μέρος του δάσους, εκείνος διαμαρτυρήθηκε.
-Ηρέμησε, μωρό μου! Τι φοβάσαι; Μήπως σε βιάσω; είπε γελώντας η Λένα και με μια αργή και ερωτική κίνηση ανέβηκε πάνω του.
Ο Αλέξης μαζεύτηκε σα κουβάρι αφού τον είχε αιφνιδιάσει η συμπεριφορά της.
-Χαλάρωσε, μωρό μου κι απόλαυσε το, του ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί ενώ συνέχισε να τον φιλά στο λαιμό.
Ο Αλέξης προσπάθησε να την απομακρύνει.
-Λένα, αυτό είναι επικίνδυνο.
Εκείνη τον αγνόησε. Το σώμα του μ' ένα ανεξέλεγκτο τράνταγμα την απώθησε και 'κεινη σχεδόν πετάχτηκε προς τα πίσω τρομαγμένη.
-Τι συμβαίνει;
-Δε μπορώ να το κάνω.
-Γιατί; Δεν αισθάνεσαι καλά;
-Λένα, πρέπει να μιλήσουμε.
Ο τόνος της φωνής του κοφτός κι απότομος την πάγωσε. Η ερωτική της διάθεση εξαφανίστηκε. Επέστρεψε στο κάθισμά της περιμένοντας εξηγήσεις.
Ο Αλέξης πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε τους φόβους του χωρίς άλλες σκέψεις.
-Πρέπει να χωρίσουμε.
-Τι; έκανε ξερά εκείνη.
-Συγγνώμη αλλά...
-Συγγνώμη; Τι συγγνώμη; Δεν καταλαβαίνω; Περνάμε μια τόσο ωραία βραδιά μαζί και στο τέλος μου πετάς ένα «πρέπει να χωρίσουμε» από το πουθενά; Πλάκα μου κάνεις;
-Ξέρω, ήταν απότομο, όμως πρέπει να με καταλάβεις...
Ο Αλέξης δεν την κοιτούσε. Ντρεπόταν.
-Υπάρχει άλλη, ε; τον ρώτησε κι εκείνος κατέβασε το κεφάλι παραδεχόμενος την ενοχή του.
Η Λένα γελούσε. Γελούσε δυνατά. Και το γέλιο της ήταν με τόση πίκρα γεμάτο...
Έσφιγγε το τιμόνι με τα χέρια σα να 'θελε να εξαντλήσει πάνω του όλη της την οργή.
-Δεν το πιστεύω! Όχι, δε μπορεί. Δεν το πιστεύω.
Ο Αλέξης δε μιλούσε.
-Ποια είναι; Πόσο καιρό είστε μαζί;
Συνέχιζε να σιωπά. Δεν ήθελε ν' απαντήσει. Μόνο ν' ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Η Λένα όμως, επέμενε να μάθει.
-Θέλω να ξέρω. Πόσο καιρό με κοροϊδεύεις; Πόσο καιρό; Θέλω να ξέρω. Πες μου.
Κι όσο ο Αλέξης αρνιόταν ν' απαντήσει, τόσο η φωνή της δυνάμωνε.
-Σε παρακαλώ..., κατάφερε να ψελλίσει, μα αποδείχθηκε λάθος. Την έφτασε στα όρια της. Τώρα η Λένα φώναζε.
-Με παρακαλάς; Για ποιο πράγμα με παρακαλάς, Αλέξη; Με πατάς κάτω με όλη σου τη δύναμη κι ύστερα, ζητάς και τα ρέστα; Τι περίμενες δηλαδή; Να μου πεις πως με παρατάς για μια άλλη ξαφνικά και 'γω να δείξω τον πολιτισμένο μου εαυτό και να πω «δεν πειράζει». Μέχρι χθες λέγαμε «σ' αγαπώ» ο ένας στον άλλον και κάναμε όνειρα και τώρα, τι; Τα σκορπίζεις στον αέρα λες και δεν είχαν κανένα νόημα για σένα; Τι ρόλο είχα εγώ στη ζωή σου, Αλέξη; Τι ρόλο έπαιζα γαμώ το; Τι, πες μου τι;
Η Λένα έκλαιγε. Ο πόνος ανάβλυζε άφθονος από μέσα της. Υπέφερε και δε μπορούσε να το κρύψει. Δεν την ενδιέφερε να το κρύψει. Απλά, πονούσε και δεν το άντεχε!
Βγήκε από το αυτοκίνητο. Στάθηκε ακίνητη με το κεφάλι ψηλά να κοιτάζει όσα αστέρια του ουρανού φανερώνονταν πίσω από τα κλαδιά των δέντρων. Έτσι όπως ήταν έκλεισε τα μάτια ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλούν ποτάμι στο όμορφο πρόσωπό της.
-Γιατί; Γιατί; έλεγε και ξανάλεγε με παράπονο.
Δε μπορούσε να 'ναι ένα κακό όνειρο, να ξυπνούσε κι όλα να τέλειωναν;
Τον αγαπούσε τον Αλέξη. Δεν ήθελε να τον χάσει. Γιατί είχαν έρθει έτσι τα πράγματα;
Ο Αλέξης της φώναξε από το παράθυρο να μπει στο αμάξι. Δεν του έδωσε σημασία. Για εκείνη ήταν σαν να μην υπήρχε. Ευχόταν να μην υπήρχε. Έτσι δε θα την πλήγωνε τόσο άσχημα.
Την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους.
-Σε παρακαλώ... Μην το κάνεις πιο δύσκολο. Και 'γω υποφέρω!
Τα λόγια του την τρέλαναν. Λες κι ένα κακό πνεύμα εξουσίασε το σώμα της...
Στράφηκε προς το αυτοκίνητο κι άρχισε να γρατζουνά με τα νύχια της το καπό του.
-Τι κάνεις; Τρελάθηκες;
Ο Αλέξης την έπιασε από τη μέση προσπαθώντας να την απομακρύνει. Την έριξε στο έδαφος. Η Λένα σα δαιμονισμένη, σηκώθηκε και του επιτέθηκε. Με τα νύχια της ήθελε να ξεσκίσει τα ρούχα του, τη σάρκα του. Ν' αφήσει τα σημάδια της οργής της πάνω του.
Ο Αλέξης την έριξε για δεύτερη φορά κάτω.
-Είσαι τρελή!, της φώναξε και μπήκε στο αυτοκίνητο ανάβοντας τη μηχανή.
Η Λένα δεν είχε χάσει τις δυνάμεις της. Σηκώθηκε ξανά και ξέσπασε με γροθιές στη λαμαρίνα του αμαξιού.
Ο Αλέξης αισθάνθηκε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Άναψε τη μηχανή και με θόρυβο βγήκε στο δρόμο αφήνοντας την στο δάσος.
-Τρελή, έλεγε και ξανάλεγε.
Μόνο όταν έφτασε στα φανάρια του Γιεντί Κουλέ συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Με μια επικίνδυνη αναστροφή πήρε ξανά το δρόμο για το Φιλίππειο.
-Τι κάνω ο μαλάκας; Τι συμβαίνει; Τι νύχτα είναι αυτή!, μονολογούσε ενώ τα δάκρυα πίεζαν τα μάτια του να βγουν στην επιφάνεια.
Όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε αφήσει μόνη της τη Λένα, τον κυρίευσαν φόβος και αγωνία. Δεν την έβλεπε πουθενά.
Βγήκε για να την ψάξει. Μέσα στη νύχτα , στην τρομακτική ησυχία του δάσους, ο Αλέξης φώναζε τ' όνομά της χωρίς όμως, απάντηση.
Κι ενώ η αγωνία του μέσα στο σκοτάδι ολοένα αυξανόταν, ένας παράξενος ήχος του έδωσε ελπίδα.
-Λένα; είπε.
Κι ύστερα, ακούστηκαν γρήγορα βήματα πάνω σε πεσμένα φύλλα κι η μηχανή ενός αυτοκινήτου που έπαιρνε μπροστά...

Διαβάστε το Απόσπασμα 10

 

 

Τελευταία τροποποίηση στιςΠέμπτη, 22 Αύγουστος 2013 14:45
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(8 ψήφοι)
Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου

email icon1 dixatzi@gmail.com 

Digibeauty.info