Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Δήμητρα Χατζηεμμανουήλ

Η Δήμητρα Χ"Εμμανουήλ είναι καθηγήτρια φιλολογίας και της αρέσει να ταξιδεύει στον μαγευτικό κόσμο των βιβλίων, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά και με τη συγγραφή μυθιστορημάτων.

Έχει πτυχίο φιλολογίας από τη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και αναλαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου

email icon1 dixatzi@gmail.com 

URL Ιστότοπου:

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 02

Ο Πέτρος έψαχνε στον υπολογιστή τ' αρχεία της αστυνομίας.
-Δύσκολα θα το βρούμε χωρίς να γνωρίζουμε τον αριθμό της πινακίδας.
-Το ξέρω... Είναι όμως, ένα στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει.
-Ναι, σίγουρα. Όλο και κάποιος θα είδε κάτι. Το δυσκολότερο είναι να βρεις ποιος είναι αυτός που είδε αυτό που ζητάς να μάθεις.
Η Σοφία έσμιξε τα φρύδια.
-Περίπλοκο!
Χαμογέλασε.
-Τι έγινε με το κινητό;
-Μόλις σχολάσω, θα πάω να το πάρω.
-Ωραία! Σαββατοκύριακο τι θα κάνεις τελικά;
-Θα πάω στο χωριό. Ήρθε ένας ξάδερφος μου από τη Γερμανία! Εσείς;
-Εμείς... άσε. Έρχεται η πεθερά από τη Λάρισα.
Ο Πέτρος έκανε μια γκριμάτσα απόγνωσης και η Σοφία γέλασε.
-Βλέπω πως είσαι ενθουσιασμένος με το γεγονός, είπε με πειρακτικό ύφος εκείνη.
-Ε, αλίμονο! Όχι μωρέ, πλάκα κάνουμε... Την αγαπώ την πεθερούλα μου. Καλή γυναίκα είναι!
-Έλα Χριστέ και Παναγιά , πρώτη φορά ακούω άνδρα να μιλάει έτσι για την πεθερά του, αποκρίθηκε η Σοφία κάνοντας το σταυρό της.
-Όχι, όχι, καλή είναι. Όλο το μέρος μου παίρνει και η Μάνια εκνευρίζεται.
Πλάκα έχουμε!
-Πράγματι!
-Λοιπόν, Σοφία , το μόνο που βρήκα είναι αυτό.
-Για να δω!
Η Σοφία στάθηκε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και διάβασε:
-ΥΝΑ 5252 . Μαύρο Γκολφ , μοντέλο του 2005. Εκλάπη από περιοχή της Κατερίνης στις 25/ 2/ 2007.
Η Σοφία αναζήτησε στα έγγραφα της την ημερομηνία δολοφονίας της Άννας.
15/4/2007. Κυριακή του Θωμά.
-Αυτός ο τρελάρας δεν έχει ούτε ιερά ούτε όσια , σχολίασε ο Πέτρος.
Η Σοφία προσπαθούσε να κάνει με ψυχραιμία τους υπολογισμούς στο μυαλό της.
-Πέτρο, έχει τηλέφωνο του ιδιοκτήτη του Γκολφ;
-Έχει.
-Πες το μου.
-Μια στιγμή. Εδώ λέει πως το αυτοκίνητο βρέθηκε στα σύνορα Ελλάδας-Σκοπίων στις 6/3/ 2007 . Η δολοφονία έγινε πολύ αργότερα.
Η Σοφία κοίταζε τον Πέτρο χωρίς όμως να τον βλέπει. Μόνο τον άκουγε.
-Η δολοφονία έγινε πολύ αργότερα, επανέλαβε τα λόγια του συναδέλφου της σαν υπνωτισμένη.
-Σοφία, είσαι καλά;
-Η δολοφονία έγινε στις 15/4/2007. Κυριακή του Θωμά. Τα πανεπιστήμια ήταν για δυο βδομάδες κλειστά.
Ο Πέτρος σούφρωσε τα χείλη δείχνοντας πως δεν μπορούσε να κατανοήσει το συλλογισμό της .
-Από Δευτέρα ξεκινά νέος κύκλος ανακρίσεων. Κάποιος δε μας τα 'πε και τόσο καλά...

***
Η Σοφία πάρκαρε στο ίδιο σημείο το αυτοκίνητό της όπου υπήρχε μια κενή θέση. Σ' όλη τη διαδρομή σκεφτόταν το αγόρι που της είχε κλέψει την καρδιά. Αναρωτιόταν αν θα τον συναντούσε αυτή τη φορά κι αν θα ήταν εκείνος που θα την εξυπηρετούσε.
Όταν έφτασε έξω από το μαγαζί, το βλέμμα της ήταν ανήσυχο...
Μέσα από τη τζαμαρία προσπαθούσε να τον βρει, όμως μάταια...
Αισθάνθηκε μια γλυκιά θλίψη.
«Δεν ήταν γραφτό», είπε με το νου της.
Με την είσοδό της στο μαγαζί, έπεσε πάνω σ' ένα κύριο γύρω στα πενήντα.
-Σιγά, κοπέλα μου!, αναφώνησε με τόνο επιθετικό εκείνος.
-Αχ, συγνώμη! Ήμουν αφηρημένη, βιάστηκε να δικαιολογηθεί η Σοφία.
Ο άνδρας δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί της. Εκείνη μάλωσε τον εαυτό της για την αφηρημάδα του και έγινε κατακόκκινη από ντροπή , όταν αντίκρισε δυο πανέμορφα γνωστά γαλανά μάτια να της γελούν. Πώς της είχε ξεφύγει; Ήταν εκεί! Ο ήλιος του καταστήματος...
Τον είδε να πλησιάζει και της κόπηκαν τα πόδια από το άγχος και την αμηχανία.
Ένα χέρι στον ώμο της την έκανε ν' αναπηδήσει.
-Συγνώμη, μπορώ να περάσω; Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Μια νεαρή την προσπέρασε.
-Αλέξη, τι κάνεις;
-Γεια σου, Πετρούλα μου. Τι γίνεται; Πώς από 'δω;
Η Σοφία τα 'χασε. Ο κούκλος Αλέξης δεν κατευθυνόταν προς το μέρος της. Ένιωσε ανόητη.
Μια χαμογελαστή υπάλληλος προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει.
-Είχα αφήσει το κινητό μου για επισκευή.
-Πείτε μου όνομα.
-Σοφία Καλλίτση.
-Μισό λεπτό... να το βρω στον υπολογιστή.
Η Σοφία βρισκόταν στην αναμονή όσο η υπάλληλος έψαχνε το όνομα της στο κομπιούτερ. Και μαζί της, βρισκόταν σε αναμονή κι η ζωή της... ώσπου άκουσε μια ευχάριστη μελωδία να χαϊδεύει τ' αυτιά της.
-Αλέξη, έλα λίγο...
Ο νεαρός που ήδη είχε αποχαιρετίσει τη φίλη του , βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη κοντά τους.
-Τι συμβαίνει;
Η υπάλληλος θέλησε να εξηγήσει.
-Η κυρία λέει ότι είχε αφήσει το κινητό της εδώ πριν λίγες μέρες για επισκευή αλλά δεν το βρίσκω...
-Εντάξει, Σουζάνα..., τη διέκοψε εκείνος δίνοντας της να καταλάβει πως θα το αναλάμβανε ο ίδιος.
Το ηθικό της Σοφίας αναπτερώθηκε. Το γαλανό του βλέμμα της μαρτυρούσε πως τη θυμόταν. Αυτή τη φορά δεν έπαιξε έξω.
-Πώς είστε; Τη ρώτησε όταν έμειναν οι δυο τους.
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Λοιπόν, το κινητάκι δεν είχε τίποτα σοβαρό. Απλώς αλλάξαμε μπαταρία.
-Ωραία!
Η Σοφία φαινόταν ενθουσιασμένη , ενώ ο Αλέξης κάτι προσπαθούσε να της πει.
-Υπήρξε ένα προβληματάκι όμως , με τη μεταφορά από το σέρβις στο κατάστημα και κατά λάθος έμεινε πίσω το δικό σας κινητό...
-Μα μου τηλεφώνησε χθες μια κοπέλα και...
-Ναι, ναι... έγινε ένα λάθος και ενώ νομίζαμε πως το επέστρεψαν από το σέρβις, τελικά διαπιστώσαμε πως έμεινε πίσω.
-Μάλιστα, και τι γίνεται τώρα;
-Αύριο θα σας το φέρουμε σπίτι σας.
-Αύριο; Δυστυχώς θα λείπω.
-Την Δευτέρα τότε;
-Εντάξει.
-Την Δευτέρα, θα σας το φέρω εγώ ο ίδιος. Έγινε;
Όταν βγήκαν οι λέξεις αυτές από τα χείλη του, η Σοφία πάγωσε. Έμεινε για λίγο να τον κοιτά χωρίς όμως, ν' ακούει τις δικαιολογίες και τις συγνώμες.
-Το χρειαζόσαστε άμεσα;
-Τι πράγμα;
-Το κινητό λέω...
-Α, όχι, όχι...
-Αν θέλετε, μπορούμε να σας δανείσουμε κάποιο κινητό έως ότου σας επιστρέψουμε το δικό σας. Πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ανανεώθηκε πρόσφατα το προσωπικό και βρισκόμαστε σε επαγγελματική σύγχυση ακόμα. Κακή συνεννόηση. Σας ταλαιπωρούμε κι εσάς...
-Καλά, δεν πειράζει...
-Πειράζει αλλά τα λάθη είναι ανθρώπινα.
-Συμφωνώ!
Ο ένας χαμογέλασε στον άλλον κι η Σοφία έπιασε κάτι απροσδιόριστο να πλανάται στον αέρα. Κάτι θετικό! Αυτό την χαροποίησε ιδιαίτερα.
Του έδωσε τη διεύθυνση της και αφού αλληλοευχήθηκαν να έχουν ένα καλό σαββατοκύριακο, η Σοφία έφυγε. Παρ' ότι δεν είχε γίνει η δουλειά της, βγήκε από το μαγαζί γεμάτη ζωντάνια και κέφι.
Ανυπομονούσε να έρθει η Δευτέρα!

***
Ο δρόμος για το χωριό ήταν ανοικτός και η Σοφία, κεφάτη, είχε βάλει τέρμα τη μουσική στο αυτοκίνητο κι ενώ οδηγούσε, σχεδίαζε στο μυαλό της τη συνάντησή της με τον Αλέξη.
«Κι αν δεν έρθει ο ίδιος;», τρόμαξε σ' αυτήν της τη σκέψη.
Βιάστηκε να τη διαλύσει για να μην της χαλάσει τη διάθεση.
«Μου το υποσχέθηκε...».
Η αλήθεια ήταν πως δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα. Όμως η Σοφία είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να στηριχτεί στα λόγια του.
«Τη Δευτέρα, θα σας το φέρω εγώ ο ίδιος». Έτσι δεν είχε πει; Κι έτσι έπρεπε να γίνει!
Από τη στιγμή που συνάντήσε και πάλι τον Αλέξη, κατάφερε να ξεκολλήσει από τη δουλειά και την ψυχοφθόρα υπόθεση . Το μυαλό της μονοπωλούσε η εικόνα του!
Από μακριά είδε ένα χέρι να της κάνει σήμα να σταματήσει. Διέκοψε τους σχεδιασμούς και υπάκουσε. Φρέναρε μπροστά στον άνδρα με τη μπλε στολή.
Κατέβασε το παράθυρο της. Εκείνος πλησίασε και έσκυψε προς το μέρος της χώνοντας το κεφάλι του στο αυτοκίνητο.
-Γεια σας! Έναν τυπικό έλεγχο κάνουμε. Άδεια και δίπλωμα, παρακαλώ.
Η Σοφία χαμογέλασε.
-Λυπάμαι... δίπλωμα δεν έχω και το αυτοκίνητο είναι κλεμμένο.
Ο άνδρας μετά από μια μικρή παύση, άρχισε να γελά δυνατά.
-Εσύ είσαι ρε Καλλίτση και δε σε γνώρισα; Τι κάνεις ρε ψυχή;
-Καλά είμαι, Αργύρη! Πάω στο χωριό μου.
-Μιράντα, έλα να δεις ποια βρήκα! , φώναξε ο τροχονόμος στην γυναίκα που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το περιπολικό.
Η Σοφία την είδε να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η Μιράντα παρέμενε ο πόθος των ανδρών. Η άσφαλτος ήταν η πασαρέλα της αφού έμοιαζε περισσότερο με μοντέλο παρά με αστυνομικό. Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα! Περπατούσε κι έτριζε ο τόπος!
-Τι κάνεις, Σοφία;
Η φωνή της ήταν βαθιά και αισθησιακή. Γνώριζε καλά την εξουσία που ασκούσε με την γοητεία της στους άλλους είτε αυτοί ήταν άνδρες είτε γυναίκες.
Η Σοφία έγνεψε « καλά». Ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό της.
-Θα σταματήσω αυτόν που έρχεται. Υπερέβη το όριο ταχύτητας, είπε στον αστυνομικό κι ύστερα, στράφηκε προς τη Σοφία: Χάρηκα που σε είδα.
-Να 'σαι καλά, Μιράντα!
-Λοιπόν, τι νέα, Καλλίτση;
-Αργύρη, τι λέει η γυναίκα σου που το Σάββατο σου το περνάς με την Μιράντα;
Ο άνδρας άρχισε πάλι να γελά.
-Η Μιράντα είναι καλό παιδί. Η γυναίκα μου είναι ήσυχη, απάντησε εκείνος κρατώντας σοβαρό τον τόνο της φωνής του.
Η Σοφία την παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη της. Τόση θηλυκότητα συγκεντρωμένη πάνω της! Μια τέτοια γυναίκα αναλογούσε στον Αλέξη.
-Λοιπόν, Καλλίτση, χάρηκα που σε συνάντησα. Καλά να περάσεις!
-Καλό Σαββατοκύριακο , Αργύρη!
Έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το ραδιόφωνο , μα η διάθεση της είχε χαλάσει...
« Ανάθεμα σε Μιράντα! Μου χάλασες τη μέρα!», μονολόγησε η Σοφία.
Ανασήκωσε τους ώμους . Χαμογέλασε.
«Δε μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή», παρηγόρησε τον εαυτό της.
Το υποσυνείδητό της όμως ήταν διαβολικό κι επέμεινε:
« Η Μιράντα όμως , γιατί τα έχει όλα;».
Η Σοφία ψευτο-κατσούφιασε.
«Δε βαριέσαι...».

***
Η κυρα- Ευτέρπη μόλις άκουσε τις ρόδες του αμαξιού να σέρνονται πάνω στα χαλίκια της αυλής, βγήκε όλο χαρά να προϋπαντήσει την κόρη της.
-Καλώς το κορίτσι μου. Καλώς το τζιέρι μ'.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
-Για να σε δω, για να σε δω. Αδυνάτισες!
-Ρε μαμά, κάθε φορά τα ίδια. Αμάν πια!
-Σου 'φτιαξα τυρόπιτα που σ' αρέσει.
-Ο μπαμπάς;
-Στο χωράφι.
-Ο Σώτος;
-Στο πατρικό της θείας Μαρίκας. Εκεί κοιμάται το ζευγαράκι.
-Τη νύφη πώς τη λένε;
-Αμαλίτσα. Δεν τρώει κι αυτό πολύ. Ένα ψεύτικο είναι. Θα τη δεις!
Η Σοφία στάθηκε στο κέντρο της αυλής. Οι κότες γύρω της τσιμπολογούσαν ό,τι έβρισκαν και κυνηγούσαν η μία την άλλη θέλοντας να κλέψουν το κάθε «εύρημα».
Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ν' ακούει το τιτίβισμα των πουλιών. Ένιωθε σα να βρίσκεται στον Παράδεισο.
-Το πεθύμησες πουλί μ' , το σπιτάκι σου, ε; είπε η μητέρα της με θερμή φωνή τυλίγοντας το χέρι της στην λεπτή μέση της μονάκριβης κόρης της.
Η Σοφία έγνεψε «ναι» με μια κίνηση του κεφαλιού.
Μπήκαν στο σπίτι- όπως πάντα ζεστό και φιλόξενο. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν απλά διακοσμημένο. Καμία σχέση με τα μοντέρνα διαμερίσματα της πόλης. Όμως ήταν τόσο όμορφο! Και για την Σοφία ήταν ακόμα πιο όμορφο αφού σ' αυτό ανήκαν οι πιο πολλές παιδικές της αναμνήσεις.
Κάθισαν στην κουζίνα –το αγαπημένο μέρος της κυρα-Ευτέρπης που δεν άφηνε τις κατσαρόλες και τα ταψιά σε ησυχία. Πάντα κάτι μαγείρευε!
Ένα πιάτο με τρία λαχταριστά κομμάτια από την φρεσκοψημένη τυρόπιτα προσφέρθηκαν στην Σοφία.
-Μαμά, ακόμα δεν ήρθα...
-Τρώγε τώρα που 'ναι ζεστή.
Η Σοφία δοκίμασε.
-Τέλεια είναι!
Η κυρα –Ευτέρπη φούσκωσε από περηφάνια σαν το παγώνι.
-Κάτσε φάε εσύ κι εγώ, πάω να πάρω τηλέφωνο τον Σώτο να του πω ότι ήρθες.
Η Σοφία έμεινε μόνη στην κουζίνα.
«Τρία κομμάτια πίτα; Θα με ξεκάνει αυτή η γυναίκα. Κι είμαι σίγουρη ότι θα με βάλει να φάω σε λίγο και μεσημεριανό. Αποκλείεται! Θα σκάσω».
Κρυφοκοίταξε από την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο κι αφού βεβαιώθηκε πως δε μπορούσε να τη δει η μητέρα της ,άνοιξε το φούρνο κι έβαλε πίσω στο ταψί ένα από τα κομμάτια. Ήλπιζε να μην το αντιληφθεί η μητέρα της –τουλάχιστον όχι πριν το γεύμα, γιατί ποιος την άκουγε;
Τα βήματα της αντηχούσαν στο πάτωμα. Η Σοφία επέστρεψε βιαστικά στη θέση της για να δώσει ρεσιτάλ ερμηνείας.
-Το 'φαγες κιόλας βρε;
Η Σοφία έκανε έναν μορφασμό απόλαυσης δαγκώνοντας το «τρίτο» κομμάτι.
-Ο Σώτος λέει θα πάρει την Αμαλίτσα και θα 'ρθουν. Τώρα ξύπνησαν. Είχαν πάει στην πόλη για χορό χθες βράδυ και ξενύχτησαν.
-Ααα!, αναφώνησε με προσποιητό ενδιαφέρον η Σοφία.
Δεν είχε καμιά αμφιβολία... Η μητέρα της ήταν κινητό πρακτορείο ειδήσεων.
-Που πήγαν για χορό;
-Ξέρω και 'γω... Πού πάτε εσείς οι νεολαίοι; Στα κλουμπ, κλαμπ... πώς τα λέτε δεν ξέρω.
Η Σοφία γέλασε με την ψυχή της.
-Κλαμπ, βρε μαμά.
-Ε, κλαμπ. Κι εγώ αυτό δεν είπα;
Η Σοφία σηκώθηκε και την αγκάλιασε.
-Μανούλα μου γλυκιά..., έλεγε φιλώντας την στα τροφαντά της μαγουλάκια.

***

Το χαρακτηριστικό τρίξιμο της αυλόπορτας ήχησε ανάμεσα στα κακαρίσματα και τα τιτιβίσματα αναγγέλλοντας την άφιξη του Σώτου και της Αμαλίας.
-Ήρθαν, ήρθαν, άρχισε να φωνάζει χαρούμενα η κυρα-Ευτέρπη.
Η Σοφία έφτιαξε τα μαλλιά της με μια κίνηση που φανέρωνε την αμηχανία της.
Είχε πολλά χρόνια να συναντήσει τον ξάδερφο της και την είχε πιάσει ένα μυστήριο άγχος.
Η μητέρα της βγήκε στην αυλή να τους υποδεχτεί. Η Σοφία ακολούθησε δειλά.
Πρώτα είδε μια ψηλόλιγνη σκιά να πλησιάζει. Στη συνέχεια, φανερώθηκε ένας όμορφος νέος. Η Σοφία τον αναγνώρισε. Ταξίδεψε αστραπιαία στο παρελθόν όταν ακόμα ήταν παιδί και επέστρεψε γρήγορα στην πραγματικότητα για ν' αγκαλιάσει τον αγαπημένο της ξάδερφο.
-Απίστευτο μου φαίνεται. Πώς μεγάλωσες!
Τα υγρά του μάτια είχαν μείνει όμως, ίδια κι απαράλλαχτα.
-Χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω, Σοφία. Είσαι μια κούκλα!
Εκείνη χαμογέλασε νιώθοντας το ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της.
-Να σου γνωρίσω τη γυναίκα της ζωής μου!
Η Σοφία πήρε μια έκφραση θαυμασμού. Σπάνια άκουγε τέτοια μεγάλα λόγια από τους άνδρες.
Πίσω από το Σώτο εμφανίστηκε μια κομψή κοπέλα. Καμία σχέση με αυτήν που της είχε περιγράψει η μητέρα της.
-Από 'δω η Αμαλία!
Η Σοφία έμεινε για λίγο με ανοικτό το στόμα.
«Αυτή είναι η ψεύτικη, η κοντή κι αδύνατη;», αναρωτήθηκε σιωπηλά.
Η Αμαλία ήταν ένα καλλίγραμμο κορίτσι, λίγο ψηλότερη από τη Σοφία , όμορφα αδυνατισμένη , όλο χάρη και κομψότητα. Είχε πλούσια κόκκινα σπαστά μαλλιά, μεγάλα καστανά μάτια και –το δυνατό της σημείο- σαρκώδη χείλη που την έκαναν να δείχνει πολύ ελκυστική.
-Γεια σου, Σοφία! Ο Σωτήρης μου έχει πει πολλά για σένα.
Η φωνή της ήταν τόσο απαλή που ακουγόταν σα νανούρισμα , χάιδεμα στ' αυτιά.
Ήταν πολύ συμπαθής!
-Μπράβο, Σώτο, πολύ καλή επιλογή , ομολόγησε η Σοφία.
Ο νεαρός έδειξε πως ήταν σίγουρος για την έγκριση της Αμαλίας από την ξαδέρφη του.
-Άιντε, τι καθόμαστε; Να σας βάλω να φάτε.
-Α, όχι, όχι, θεία. Εμείς δεν πεινάμε. Φάγαμε αργά πρωινό.
-Τι μιλάς εσύ βρε κουμανταδόρε; Το κορίτσι σου το ρώτησες αν πεινάει; Εσύ φταις που είναι τόσο αδύνατο; Να σε βάλω κούκλα μου, ένα πιάτο; Έκανα στιφάδο. Τ' αγαπημένο της Σοφίτσας μου.
-Το τρώω, κυρία Ευτέρπη αλλά ... έφαγα αργά πρωινό και δεν...
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
-Αχ εσείς οι νεολαίοι, τι πράμμα είστε!
-Μαμά..., τη μάλωσε η Σοφία.
-Καλά, καλά! Εγώ πάω μέσα. Πάρτε τις καρέκλες και καθίστε στη δροσιά να τα πείτε ...τα νεολαδίστικα σας... άντε , μανάρια μου. Κι αν πεινάσετε, μη ντραπείτε να το πείτε, έτσι Αμαλίτσα;
Η κοπέλα χαμογέλασε... από ευγένεια.
Η Σοφία και το ζευγάρι τράβηξαν τις καρέκλες στη σκιά κάτω από τις αμυγδαλιές όπως τους είχε προτρέψει η οικοδέσποινα.
-Μην την παρεξηγείτε ρε παιδιά, είπε η Σοφία αναφερόμενη στη μητέρα της. Έχει τρέλα με το φαγητό. Και μένα έτσι μου κάνει.
-Θυμάμαι που σε κυνηγούσε με το ψωμοτύρι στο χέρι όταν βγαίναμε να παίξουμε, πρόσθεσε ο άνδρας της παρέας.
-Άσε... Τι τα θυμάσαι τώρα; Πόσα τράβηξα και 'γω!
-Όλες οι μανάδες τον ίδιο καημό έχουν. Εμένα, η γιαγιά μου ήταν όπως η μητέρα σου. Ερχόμουν από τη Γερμανία στο χωριό και με το που μ' έβλεπε, η πρώτη ατάκα της ήταν : «Δε σε ταΐζουν στη Χιτλερία; Με αέρα κοπανιστό ζείτε εκεί;», είπε η Αμαλία μιμούμενη τη γιαγιά της.
Γέλασαν.
-Είστε καιρό μαζί; Ρώτησε η Σοφία.
Ο Σώτος έδειξε τα τρία του δάχτυλα.
-Τρεις μήνες ή τρία χρόνια;
-Ε, όχι και τρεις μήνες ρε Σοφία. Τρία χρόνια φυσικά.
-Δεν ξέρω ρε Σώτο. Μπορεί να 'ταν κεραυνοβόλος!
-Ήταν κεραυνοβόλος, αλλά αυτό έγινε πριν τρία χρόνια.
-Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε;
Ανέλαβε να αφηγηθεί η Αμαλία.
-Η ιστορία μας είναι κάπως παράξενη...
-Το κάρμα!, πετάχτηκε ο νεαρός.
-Για πείτε ... Μ' αρέσουν οι ρομαντικές ιστορίες!
Το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκε.
-Ε, δεν είναι και πολύ ρομαντική η ιστορία μας.
Η Αμαλία ξεκίνησε την αναδρομή στο παρελθόν.
-Εγώ είχα μια φίλη Γερμανίδα , την Κρίστι, που τα είχε μ' έναν Γερμανό για χρόνια. Σχέση από το σχολείο! Κάποια στιγμή λοιπόν, αυτός κουράστηκε και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της κι άρχισε να κάνει chatting στο ίντερνετ. Κόλλησε μ' έναν Έλληνα –γιατί είχε τρέλα με τους Έλληνες κι επικοινωνούσαν συνεχώς. Μετά από ένα μήνα , αφού κατάλαβαν πως ταιριάζουν πάρα πολύ, θέλησαν να γνωριστούν. Κανόνισαν λοιπόν, ραντεβού σ' ένα πάρκο. Μια μέρα πριν από το ραντεβού, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει πως ο Γιόχαν –έτσι έλεγαν τον πρώην- επιμένει πως πρέπει να τα ξαναφτιάξουν, μια την παρακαλάει, μια την απειλεί πως θ' αυτοκτονήσει εάν δεν το συγχωρήσει κι αν βγει μ' αυτόν τον Έλληνα κι έτσι, η Κρίστι –άλλο που δεν ήθελε- υπέκυψε. Μου ζήτησε λοιπόν να παρουσιαστώ εγώ στο ραντεβού και να εξηγήσω στο συμπατριώτη τι συνέβη. Στην αρχή ήμουν διστακτική, μετά όμως, το πήρα στην πλάκα και είπα θα το κάνω. Και το έκανα...
-Και σου βγήκε σε καλό αφού γνώρισες τον άνδρα της ζωής σου, παρατήρησε η Σοφία. Εσύ, Σώτο , πώς αντέδρασες όταν είδες μπροστά σου μια Ελληνίδα και όχι η Γερμανίδα που περίμενες;
-Δεν αντέδρασα γιατί δεν ήξερα ποια περίμενα.
-Τι εννοείς;
-Δεν ήμουν εγώ ο Έλληνας που επικοινωνούσε με την Γερμανίδα. Ήταν ο φίλος μου ο Μπάμπης. Δυο βράδια πριν τον είχε πιάσει κρίση σκωληκοειδίτιδας και τον έβαλαν στο νοσοκομείο. Τον παίρνω τηλέφωνο για να κανονίσουμε να πάμε στο σπίτι ενός άλλου φίλου να δούμε έναν αγώνα ποδοσφαίρου και 'κεινος μου λέει «στο νοσοκομείο είμαι». Τρελάθηκα εγώ. «Κάνε μου μια χάρη ρε συ», μου λέει, « έχω ραντεβού με μια γκόμενα σήμερα αλλά όπως καταλαβαίνεις, δε θα μπορέσω να τη συναντήσω. Πήγαινε βρες την και εξήγησέ της ρε Σωτήρη». Τον ρωτάω που είχαν δώσει ραντεβού και πώς θα τη γνωρίσω. Μου λέει να κρατάω ένα τριαντάφυλλο. Εμένα αυτά τα καραγκιοζιλίκια δε μ' αρέσουν και τις γνωριμίες μέσω ίντερνετ τις απεχθάνομαι, αλλά για χατίρι του φίλου μου το έκανα. Δε μπορώ να πω βέβαια, πως το μετάνιωσα.
-Απίστευτο!
-Εγώ το πιστεύω , ξαδερφούλα! Η σχέση μου με την Αμαλία είναι καρμική.
Η Αμαλία κούνησε το κεφάλι δείχνοντας ότι συμφωνούσε με την άποψη του Σώτου.
-Εσύ πώς γνώρισες το αμόρε;
-Ποιο αμόρε ρε Σώτο;
-Τόσο όμορφη κοπέλα κι είσαι μόνη;
-Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο , Αμαλία μου, αλλά δεν έχει βρεθεί ακόμα ο κατάλληλος.
Είχε αποφασίσει να μην αναφερθεί στον Αλέξη. Δεν ήθελε να την περάσουν για επιπόλαιη.
-Σου εύχομαι να βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου, είπε η Αμαλία κι έσφιξε το χέρι του Σώτου.
-Μακάρι! , ευχήθηκε μ' έναν αναστεναγμό η Σοφία.

***
Το στιφάδο ήταν πεντανόστιμο. Η Σοφία έγλυφε και τα δάχτυλά της. Ο πατέρας, που είχε επιστρέψει από το χωράφι, απολάμβανε κι αυτός την εξαίσια μαγειρική της γυναίκας του.
-Κυρία Ευτέρπη, πάρα πολύ ωραίο το φαγητό σας, είπε η Αμαλία.
-Πράγματι, θεία. Καταπληκτικό!, συμφώνησε ο Σώτος.
-Χρυσοχέρα μου μανούλα...
-Όποιος θέλει κι άλλο, να του βάλω. Περίσσεψαν δυο πιάτα.
-Ε, τι κουνέλι ήταν αυτό ρε μαμά;
-Δυο έσφαξε ο πατέρας σου χθες.
-Αμάν βρε μπαμπά!
-Πώς; Να φάει το Σοφάκι μας που του αρέσει.
Ο πατέρας της την έκανε να χαμογελάσει ικανοποιημένη. Δεν ήταν ο πιο στοργικός πατέρας του κόσμου. Δεν ήταν αυτός που την συνόδευε στο κρεβάτι της και της έλεγε παραμύθια για να κοιμηθεί αλλά ήταν πάντα δίπλα της για να την προστατεύει και να την καθοδηγεί με πυξίδα το ηθικό και το σωστό. Η Σοφία ευγνωμονούσε το Θεό για την οικογένεια που της είχε δώσει.
-Σώτο, η επιλογή της γυναίκας είναι μεγάλη δουλειά. Το παν είναι να βρεις μια πιστή και νοικοκυρά γυναίκα για να δημιουργήσεις μια δεμένη οικογένεια. Κι όπως βλέπω , εσύ διάλεξες σωστά. Η Αμαλίτσα φαίνεται καλό και λογικό κορίτσι.
Η Σοφία έριξε μια κλεφτή ματιά στο κορίτσι. Είχε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Ο πατέρας συνέχισε:
-Δε φτάνει όμως, να 'ναι η γυναίκα μονάχα σωστή. Πρέπει κι ο άνδρας να κουνήσει τα χέρια του. Να δουλέψει. Να φέρει ψωμί να ταΐσει τα παιδιά του. Πρέπει να δείχνει κατανόηση στη σύζυγο, να τη σέβεται , να την εκτιμά. Το ζευγάρι πρέπει να κάνει υποχωρήσεις. Εσείς, οι νέοι, είστε εγωισταί. Δεν ξέρετε από αυτά. Ο καθένας, τον εαυτούλη του και με το παραμικρό, πετάτε ένα «χωρίζουμε» κι όποιον πάρει ο χάρος. Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά λογαριάζετε. Μετά σου λέει, πολλά διαζύγια. Εμ, βέβαια, πώς αλλιώς; Αφού δεν υπάρχει υπομονή. Δεν υπάρχει επικοινωνία μες το ζευγάρι.
-Δίκιο έχεις, θείο. Αλήθεια, σας θαυμάζω. Πόσα χρόνια είστε μαζί;
-Εγώ κι η κυρά μου; Τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια!
Ο πατέρας τόνισε τις λέξεις.
-Τριάντα δύο, επανέλαβε η κυρα-Ευτέρπη με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον άνδρα της. Έμοιαζε να ταξιδεύει στο παρελθόν μέσα από τα μάτια του. Το χρονικό του έγγαμου βίου τους!
-Ακούς, Αμαλίτσα;
Ο Σώτος της έσφιξε το χέρι.
-Εσύ, αγόριμ' τακτοποιήθηκες... Το Σοφάκι να δούμε...
-Μαμά, σε παρακαλώ. Μην αρχίζεις!
Η Σοφία ήξερε πως αυτό το θέμα πονούσε τη μητέρα της. Ήταν ο καημός της! Πιο σημαντικός κι από το φαΐ... Ήθελε να δει εγγονάκι από τη μοναχοκόρη της.
Ευτυχώς η συζήτηση δεν επεκτάθηκε. Η κυρα-Ευτέρπη συγκρατήθηκε.
-Σοφία, να περάσουμε το βράδυ να σε πάρουμε; Λέμε να πάμε στην πόλη μια βόλτα να πιούμε ένα ποτό.

***
-Πότε φεύγετε;
-Μεθαύριο. Την Τετάρτη θέλουμε να 'μαστε Γερμανία.
-Πάντως, Σώτο, μπράβο σου. Σ' αρέσει η οδήγηση , ε; Για ν' αποφασίσεις να 'ρθεις με το αμάξι από εκεί. Μεγάλη απόφαση!
Το ζευγάρι γέλασε.
-Στην οδηγό πες τα.
-Α, τι; Αμαλία , οδηγείς;
-Οδηγεί λέει; Καλύτερα κι από μένα.
-Η αλήθεια είναι πως τρελαίνομαι για το τιμόνι και την περισσότερη διαδρομή την έβγαλα εγώ.
-Μπράβο!
Η Σοφία ήπιε μια γουλιά από το bacardi της.
-Ωραία είναι η Δράμα, ε; Δεν είχα έρθει ποτέ. Και πολύς κόσμος! , παρατήρησε η Αμαλία.
-Ναι, καλά είναι.
-Μας άρεσε αυτό το μπαράκι. Ήρθαμε και προχθές. Το ήξερες εσύ, Σοφία;
-Μπα! Είχα πάρα πολύ καιρό να βγω στη Δράμα.
-Καλά κάναμε και σε φέραμε δηλαδή, ε; είπε γελώντας ο Σώτος.
Η Σοφία συμφώνησε.
Η βραδιά κύλησε όμορφα, χαλαρά. Τα ξαδέρφια θυμήθηκαν το παρελθόν, το ζευγάρι ονειρεύτηκε το μέλλον. Η Σοφία ήταν έτοιμη να μιλήσει για τα πάντα εκτός από δυο θέματα: την υπόθεση δολοφονίας που είχε αναλάβει και τον Αλέξη. Αυτά επιβαλλόταν να τα αφήσει πίσω γι' αυτό το σαββατοκύριακο.
Κατά τις δώδεκα και μισή έφυγαν από το μπαρ. Σκέφτηκαν να περπατήσουν στην πόλη και στη συνέχεια, θα έπαιρναν το αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στο χωριό.
Χάθηκαν στο πάρκο που υπάρχει στο κέντρο της πόλης.
Συζητούσαν για τις ετοιμασίες του γάμου, όταν ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να προφέρει μ' έκπληξη το όνομα της Σοφίας. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι για ν' αντικρίσει μια κοπέλα που έσερνε ένα παιδικό καροτσάκι.
-Σοφία, τι κάνεις;
Η Σοφία την αναγνώρισε. Ήταν μια συμμαθήτρια της από το λύκειο.
-Αλκμήνη, εσύ;
Αγκαλιάστηκαν γεμάτες ενθουσιασμό.
-Τι γλυκό μωράκι είναι αυτό!, αναφώνησε η Αμαλία.
-Τι; Μη μου πεις είναι δικό σου το μωρό...
Η Αλκμήνη έγνεψε «ναι».
-Αχού, τι καλό! Κοιμάται!
-Τι κάνεις, Σοφάκι μου; Πόσα χρόνια έχουμε να τα πούμε; Εσύ μένεις Θεσσαλονίκη, εγώ Δράμα. Χαθήκαμε!
Το ζευγάρι προχώρησε κι οι δυο παλιές συμμαθήτριες κουβέντιασαν στα πεταχτά. Το θέμα ήταν το πώς είχε εξελιχθεί η ζωή τους μετά τα ξέγνοιαστα χρόνια του σχολείου.
-Αχ να ο άνδρας μου, έφερε το αμάξι. Σοφάκι μου, χάρηκα πάρα μα πάρα πολύ που σε είδα. Καλή τύχη να έχεις!
-Ευχαριστώ, Αλκμήνη μου, να 'σαι καλά κι εσύ ό,τι επιθυμείς!
Αποχαιρετίστηκαν κι απομακρύνθηκαν.
Η Σοφία επιτάχυνε το βήμα για να φτάσει το ζευγάρι που περπατούσε αγκαλιασμένο.
Είχε αρχίσει να μελαγχολεί. Όλοι γύρω της είχαν ένα ταίρι , μια συντροφιά κι αυτή...
Η σκέψη της γλύκανε λιγάκι με μια συγκεκριμένη μορφή που έφερε στο νου.
«Αχ, Αλέξη...».

***
Το Σαββατοκύριακο στο χωριό κρίθηκε απαραίτητο εκ του αποτελέσματος. Είχε κατορθώσει ν' αφήσει πίσω την υπόθεση που την απασχολούσε. Η μητέρα της είχε προσπαθήσει να της ανοίξει συζήτηση γι' αυτό αλλά η Σοφία δεν θέλησε να της δώσει τις πληροφορίες που αποζητούσε. Είχε κάνει ένα καλό διάλειμμα γεμίζοντας τις μπαταρίες της. Άλλωστε , η βδομάδα που ακολουθούσε ήταν μια ζωντανή κόλαση. Η χαρούμενη νότα περίμενε να δοθεί Δευτέρα βράδυ από τον Αλέξη.
-Κανονίστηκε το ραντεβού που ζήτησα; ρώτησε η Σοφία τον Πέτρο.
-Ναι. Αύριο θα συναντήσεις ένα κορίτσι από την παρέα του θύματος. Τη Σίσσυ Σταγκίδη.
-Ωραία. Πού και πότε;
-Θέλει να συναντηθείτε σε δημόσιο χώρο. Σε κάποιο καφέ της παραλίας κατά τις δώδεκα. Ορίστε τ' όνομα και η διεύθυνση.
Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Η Σοφία πήρε το χαρτί με τα στοιχεία.
« Για να δούμε τι έχει να μας πει η Σίσσυ», σκέφτηκε.
Θυμόταν πως η Μαρίνα της είχε αναφέρει αυτό το όνομα. Ίσως λοιπόν , να 'ξερε κάτι παραπάνω αλλά να μην είχε την αίσθηση του πόσο σημαντικό ήταν.
-Πέτρο, φεύγω. Τα λέμε αύριο.
-Καλή ξεκούραση, Σοφία.
Βγαίνοντας από το τμήμα συνειδητοποίησε πόσο αγχωμένη ήταν. Κάποια κοπέλα της είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο και την είχε ενημερώσει πως στις έξι θα περνούσε ένας υπάλληλος από το σπίτι της για να της αφήσει το κινητό. Κι αν δεν ερχόταν ο Αλέξης; Αλλά κι αν ερχόταν, τι θα συνέβαινε; Θα της έδινε το κινητό, θα τον πλήρωνε κι... αυτό είναι όλο!
Δεν μπορούσε να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό. Έρχονταν στιγμές που αναρωτιόταν αν είχε ξεπεράσει το εφηβικό στάδιο. Οι αντιδράσεις της –αυτό το σφίξιμο στο στομάχι και το καρδιοχτύπι- ήταν χαρακτηριστικά των εφήβων στα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα. Η Σοφία γιατί αισθανόταν έτσι;
Έκανε ένα ντους γυρνώντας σπίτι και στη συνέχεια, ασχολήθηκε με διάφορες οικιακές δουλειές. Σκούπισε την κουζίνα, έβαλε πλυντήριο ρούχων. Όταν τέλειωσε, ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού της και με ανοιχτή τηλεόραση, αποκοιμήθηκε.
Την ξύπνησε ο ήχος του κουδουνιού.
Άνοιξε τα μάτια της τρομοκρατημένη και κοίταξε το ρολόι απέναντι της. Η ώρα ήταν πέντε. Η κοπέλα είχε πει πως ο υπάλληλος θα ερχόταν στις έξι. Το «ματάκι» της πόρτας τη βοήθησε να σιγουρευτεί. Ο Αλέξης στεκόταν έξω από την πόρτα της. Της κόπηκαν τα πόδια...

Διαβάστε το Απόσπασμα 03

Ύποπτοι και Φίλοι - Απόσπασμα 01

Η Σοφία δοκίμασε ένα κομμάτι από την τυρόπιτα που της είχε στείλει η μητέρα της. Ήταν όπως πάντα, σκέτη απόλαυση! Όλο το χωριό επισκεπτόταν τη μητέρα της, την κυρα - Ευτέρπη για να τις γευτεί. Κι όλες οι νοικοκυρές ζητούσαν τη συνταγή αλλά ποτέ καμία δεν κατάφερε να πλησιάσει έστω και λιγάκι τη μαγεία της. Ούτε καν η ίδια της η κόρη... Άλλωστε η Σοφία το παραδεχόταν. Δε σκάμπαζε και πολλά από μαγειρική!
Εκείνη είχε αφοσιωθεί στο επάγγελμα της. Ανήκε στο σώμα της αστυνομίας και είχε εισχωρήσει σ' αυτό τόσο βαθιά ξεχνώντας ή παραβλέποντας όσα υπήρχαν γύρω της γι' αυτήν. Ήταν μόλις είκοσι οκτώ, μα είχε βάλει την προσωπική της ζωή σε δεύτερη μοίρα! Σπίτι, δουλειά - δουλειά σπίτι... Είχε διαγράψει τον έρωτα, τη διασκέδαση, τη φιλία... μόνο δουλειά
...κι αυτές οι πίτες που της έστελνε κάθε τόσο η μητέρα της από το χωριό « για να τρώει το καημένο..., δεν τρώει..., μόνο δουλεύει...τι θα το κάνω αυτό το κορίτσι;».
Οι τηλεφωνικοί διάλογοι μάνας – κόρης ήταν οι συνηθισμένοι ελληνικοί.
-Να τρως, πουλάκι μου. Την τελευταία φορά που 'ρθες στο χωριό, πολύ αδυνατισμένο ήσουν.
-Μαμά, είμαι καλά. Μην ανησυχείς!
-Ναι, τζιέρι μ', και της Κώσταινας η μικρή έτσι έλεγε και τώρα την τρέχουν στους γιατρούς. Θα με υποσχεθείς πως δε θα παραμελείς να τρως. Καλά, πουλί μ';
-Εντάξει, μαμά. Στο υπόσχομαι.
-Άντε ψυχή μ', άντε να ξεκουραστείς.
-Καλό βράδυ, μαμά! Φιλιά στο μπαμπά.
-Θα του τα δώκω. Γεια σου, Σοφάκι μ', γεια σου!
Κάθε φορά που κατέβαζε το ακουστικό, η Σοφία συνειδητοποιούσε πως είχε βουρκώσει. Της έλειπε το χωριό της, το πατρικό της σπίτι, η ανέμελη ζωή και τα όμορφα παιδικά της χρόνια. Η δουλειά όμως, την ανάγκαζε να μένει στην πόλη. Δυο Σαββατοκύριακα το μήνα έπαιρνε το αυτοκίνητο και οδηγούσε προς το χωριό. Δεν ήταν πολύ μακριά. Γύρω στις δυο ώρες δρόμος.
Εκείνο το βράδυ είχε φορέσει τις κόκκινες πυτζάμες της και τις ασορτί χνουδωτές παντόφλες της και βούλιαζε στον λευκό καναπέ του σαλονιού της. Η τηλεόραση ήταν ανοικτή με το mute πατημένο. Δεν κοιτούσε καν προς τα εκεί... Την είχε συνεπάρει ο ήχος της βροχής! Ήταν ένας τρόπος για να αποβάλλει το άγχος της ημέρας και να ηρεμήσει.
Όμως, δεν ήταν γραφτό να τελειώσει εκεί αυτή η κουραστική μέρα. Παρά τα βαριά κλεισμένα μάτια, το κουδούνισμα του τηλεφώνου την επανέφερε ανορθόδοξα.
-Ναι...
Ο τόνος της φωνής του διοικητή δεν άφηνε περιθώρια χαλάρωσης.
-Έρχομαι αμέσως!
...Κι η ταραχή διώχνει τη νύστα.

***

Η αστυνόμος Σοφία κρατούσε στα χέρια της τη φωτογραφία του θύματος έτσι όπως βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.
-Τι γνωρίζουμε για το θύμα; ρώτησε η Σοφία τον συνάδελφο της Πέτρο.
-Πρόκειται για την Άννα, μία εικοσάχρονη φοιτήτρια της φιλοσοφικής. Βρέθηκε δολοφονημένη στο άλσος της περιοχής όπου έμενε. Η κοπέλα μετά από τον βίαιο πνιγμό, βιάστηκε και της αφαιρέθηκαν οι βολβοί των ματιών.
-Απίστευτο! Έχουμε κανένα στοιχείο;
-Προς το παρόν, όχι , όμως υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας. Μια γυναίκα!, την ενημέρωσε ο Πέτρος.
-Δόξα τω Θεώ! Πότε κλήθηκε να καταθέσει;
-Αύριο το πρωί θα' ναι εδώ. Δεν βρίσκεται σε πολύ καλή ψυχολογική κατάσταση.
-Τι εννοείς, υπαστυνόμε;
-Πρόκειται για μια πόρνη που λογομάχησε με κάποιον πελάτη της και 'κεινος την πέταξε στην ερημιά – στο δάσος όπου διεπράχθη το έγκλημα. Τότε τυχαία άκουσε κάποιους ψιθύρους κι από περιέργεια, όπως ισχυρίστηκε, πλησίασε να δει τι συνέβαινε πίσω από τους θάμνους. Είδε έναν άνδρα και μια γυναίκα ξαπλωμένους στο έδαφος. Υπέθεσε πως ήταν κάποιο ζευγάρι που ερωτοτροπούσε. Συνέχισε την πορεία της ανυποψίαστη. Τώρα ευχαριστεί το Θεό που δεν την άκουσε ο δράστης γιατί ίσως αυτή τη στιγμή να ήταν νεκρή.
-Οπότε αυτό που πρέπει να προσέξουμε, είναι να διατηρηθεί η ανωνυμία της, γιατί ο δολοφόνος ίσως να μην αστειεύεται.
-Πρέπει να δοθεί εντολή να κρατηθούν τα κανάλια μακριά.
-Πράγματι! Θα μιλήσω στον διοικητή.
Σηκώθηκε από το γραφείο της. Προχώρησε προς την πόρτα. Η φωνή του υπαστυνόμου τη σταμάτησε.
-Σοφία....
-Ναι, Πέτρο.
-Τα μάτια ... τι τα θέλει;

***

Ο Αλέξης κι η Λένα ήταν ζευγάρι λίγο περισσότερο από πέντε μήνες. Στην αρχή της γνωριμίας τους όλα ήταν όμορφα. Ο Αλέξης εκτός από κούκλος, ήταν ρομαντικός, περιποιητικός, γλυκός! Έμοιαζε να πληροί όλο το πακέτο κι η Λένα αισθανόταν τυχερή που τον είχε. Όμως τον τελευταίο καιρό τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι προθέσεις ήταν οι ίδιες, μα δεν υπήρχε ο χρόνος να φανερωθούν και να γίνουν πράξεις. Η Λένα ήταν διακοσμήτρια. Της είχε ανατεθεί μια «σοβαρή, μεγάλη» δουλειά, όπως έλεγε η ίδια! Άρα... ο Αλέξης ερχόταν σε δεύτερη μοίρα... κι αυτό δεν του άρεζε καθόλου...
Ξεκίνησαν με μικρά καβγαδάκια που ολοένα και μεγάλωναν. Κι έτσι, οι δονήσεις δημιούργησαν το ρήγμα.
Η Λένα σκεφτόταν πως ο Αλέξης ήταν θρασύς. Δεν είχαν δα και τη δοκιμασμένη σχέση που μετρούσε χρόνια για να απαιτεί θυσίες. Άλλωστε αυτή ήταν η ευκαιρία της κι έπρεπε να την αρπάξει από τα μαλλιά. Ήταν αποφασισμένη να μην την εμποδίσει κανένας Αλέξης. Κι όταν πήγαιναν να εμφανιστούν δειλά ενοχές για τη σκληρότητα που ξεσπούσε πάνω του μερικές φορές, τις απέτρεπε αμέσως σκεπτόμενη πως αν τη νοιαζόταν πραγματικά, έπρεπε να είναι ευχαριστημένος με την άνοδο της. Να τη στηρίζει! Όχι να της γκρινιάζει...
Ο Αλέξης σκεφτόταν πόσο διαφορετική ήταν όταν την είχε γνωρίσει σ' εκείνο το πάρτι. Χαλαρή, γελαστή, κεφάτη!!! Τις τελευταίες δυο βδομάδες η Λένα ήταν μια άλλη Λένα. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, αρνιόταν να συναντηθούν με την πρόφαση πως ήταν κουρασμένη, όταν πάλι δεχόταν, ήταν μονίμως αγχωμένη με το μυαλό της να πλανάται αλλού, δε γελούσε, δε μιλούσε. Τη ρωτούσε τι της συμβαίνει και μια λέξη έβγαινε από τα χείλη της : «δουλειά». Ο Αλέξης εκνευριζόταν. Κι η προσωπική ζωή; Της ήταν αδύνατο να τα συνδυάσει. Τότε ήταν δοσμένη σ' εκείνον, τώρα, στη δουλειά.
-Γιατί δε με καταλαβαίνεις, Αλέξη; Γιατί με πιέζεις;
-Πίστεψε με, προσπαθώ, όμως ... Δεν σου είπα ποτέ να μη δουλέψεις. Όμως τις ώρες που είμαστε μαζί, θέλω να 'μαστε μαζί. ΜΑΖΙ με όλη τη σημασία της λέξεως. Όχι εγώ εδώ και συ αλλού.
-Είμαι αγχωμένη!
-Είσαι μια άλλη.
-Ωραία, λοιπόν, τι θες; Θες να χωρίσουμε;
-Μήπως αυτό είναι που θες εσύ και προφασίζεσαι τη δουλειά;
-Τι είναι αυτά που λες;
-Όταν ξεκινήσαμε αυτή τη σχέση, είχαμε πολλά κοινά, θυμάσαι;
-Κι ακόμα έχουμε...
-Όμως θες να χωρίσουμε!
-Αλέξη, μην βάζεις λόγια που δεν είπα ποτέ στο στόμα μου. Αυτό που χρειάζομαι είναι λίγος χρόνος και χώρος.
-Α, ναι βέβαια! Γιατί δεν το λες ξεκάθαρα; Γιατί δε λες « φίλε έχεις πρόβλημα και δε γουστάρω να είμαι άλλο μαζί σου»;
-Μα, δεν είναι έτσι!
-Δεν είναι, ε;
-Όχι.
-Η δουλειά...
-Αυτό, ναι!
-Χρόνο και χώρο, έτσι;
-Μόνο.
-Εντάξει, λοιπόν!
-Σου υπόσχομαι πως όταν τελειώσω τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, θα είμαι και πάλι η Λένα σου.
-Μέχρι την επόμενη διακόσμηση που θ' αναλάβεις.
-Αααα, θα μου σπάσεις τα νεύρα; Προσπαθώ τόση ώρα για να λήξει αυτός ο καβγάς και συ τον συνεχίζεις με ειρωνεία. Σου εξήγησα ποιο είναι το άγχος μου και συ επιμένεις. Είμαι πολύ κουρασμένη! Τέρμα.
-Τέρμα! Σε όλα;
-Αχ Αλέξη, ώρες ώρες συμπεριφέρεσαι σα μωρό. Σε παρακαλώ!
Κι ο καβγάς αναβαλλόταν μέχρι την επόμενη αφορμή.

***

Η Σοφία ξάπλωνε στον λευκό καναπέ της και παρατηρούσε το χώρο γύρω της.
Μια δύναμη μέσα της την ωθούσε να σηκωθεί να συμμαζέψει αφού επικρατούσε πλήρης ακαταστασία σε όλα τα δωμάτια , όμως τα πόδια της απειλούσαν πως δε σκόπευαν να την κρατήσουν όρθια. Η υπόθεση που είχε αναλάβει την είχε εξαντλήσει και σωματικά και ψυχικά. Σχεδόν ένας μήνας είχε περάσει από τη μέρα της δολοφονίας και οι έρευνες δεν είχαν οδηγήσει πουθενά.
Πολλές ήταν οι φορές που σκεφτόταν το θύμα. Ένα εικοσάχρονο κορίτσι! Σε τι έφταιξε για να βρει τόσο τραγικό θάνατο; Καμιά φορά η ζωή είναι πολύ σκληρή, πολύ άδικη μ' αυτούς που τη ζουν.
Η Σοφία στην αρχή αισθανόταν έντονη λύπη. Στη συνέχεια, σκεφτόταν τον δολοφόνο και τότε, την κατέκλυζε το μίσος.
«Θα τον σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Θα του έβγαζα τα μάτια όπως έκανε εκείνος στο κορίτσι. Γιατί να γεννιούνται τέτοια κτήνη;»
Κι ακολουθούσε ... ευαισθησία κι ένα δάκρυ κυλούσε στα χλωμά της μάγουλα.
Έπρεπε να προσποιείται πως ήταν μια σκληρή γυναίκα, όμως δεν της είχε προκύψει κάτι ανάλογο στο παρελθόν, κάτι τόσο τραγικό ώστε προπονημένη να γνωρίζει τον τρόπο να το αντιμετωπίσει. Έτσι, όταν ήταν μόνη, ...έσπαγε.

***

Ο Αλέξης ήταν πωλητής σε κατάστημα με είδη κινητής τηλεφωνίας. Ήταν μαγνήτης για το μαγαζί αφού πολλά κορίτσια το επισκέπτονταν ειδικά γι' αυτόν. Ήταν φιλικός, καλός στη δουλειά του, τον ενδιέφερε να εξυπηρετηθεί σωστά και να μείνει ικανοποιημένος ο πελάτης, όμως δεν αποζητούσε την εξέλιξη. Ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν και αρκούταν στα λίγα, στα σίγουρα, σ' αυτά που είχε ήδη βολευτεί.
Η Λένα το είχε εντοπίσει κι αυτό το «ελάττωμα» (έτσι το χαρακτήριζε η ίδια αλλά το ίδιο θα 'καναν και πολλοί άλλοι). Μα ήταν σωστό ένας νέος, ωραίος άνδρας να μην έχει ανοδικές βλέψεις για το μέλλον, να μην έχει προσδοκίες και «θέλω»; Ο Αλέξης λοιπόν, ήταν μια καλή βιτρίνα... για όποιον τον είχε δίπλα του...για το μαγαζί, για τη Λένα, για τον εαυτό του...
Σκέφτεται όμως, κανείς πως ένας νέος κι ωραίος άνδρας μπορεί να μην είναι τόσο υγιής όσο φαίνεται; Πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να δείχνει δυνατός κι έτοιμος ν' αντιμετωπίσει τα πάντα, όμως βαθιά μέσα του να τον βασανίζουν προβλήματα και ανασφάλειες; Σίγουρα όχι! Ίσως περάσει αστραπιαία από το μυαλό κάποιου που είναι επηρεασμένος από τα δικά του αδιέξοδα, μα για άτομα σαν τον Αλέξη μια τέτοια σκέψη γρήγορα θα γνώριζε την απόρριψη.
Τελικά, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός! Αυτή η φράση φιγουράριζε στο νου της Λένας. Τα συναισθήματα όμως , ήταν μπερδεμένα. Βρισκόταν σε μια φάση όπου αναγνώριζε το λάθος, αλλά το γούσταρε συγχρόνως. Τον ήθελε αυτόν τον κούκλο με τα ελαττώματα. Διαφορετικά, θα του είχε κουνήσει το μαντίλι προ πολλού!

***

-Γαμώ το, κωλοκινητό, βαρέθηκα!
Ο υπαστυνόμος μπήκε στο γραφείο της Σοφίας.
-Νευράκια; Μ' εκπλήσσεις, Σοφία! Εσύ είσαι ήρεμος άνθρωπος.
-Όλοι οι άνθρωποι έχουν νεύρα σ' αυτήν την κοινωνία που ζούμε. ..και μ' αυτά τα κινητά που έχουμε...
-Τι συμβαίνει;
-Ξέρω και 'γω ρε Πέτρο. Από το πρωί προσπαθώ να το ανοίξω..., τίποτα. Ανάβει το φως, μου βγάζει το μήνυμα για τον κωδικό ΡΙΝ και μόλις πατήσω τον αριθμό, σβήνει.
-Α κατάλαβα... Μπαταρία.
-Λες;
-Ναι, ναι. Και της Μάνιας το ίδιο είχε πάθει.
-Και; Αλλάξατε μπαταρία;
-Α, όχι, αλλάξαμε κινητό. Η γυναίκα μου έχει κόλλημα με την τεχνολογία.
-Εσύ;
-Ε, εγώ ξέρεις! Έχω κόλλημα με τ' αυτοκίνητα.
-Γενικά , είστε μια κολλημένη οικογένεια!
Γέλασαν.
-Μην ανησυχείς για το κινητό. Θα σου πω εγώ ένα καλό μαγαζί που ξέρω και θα σου το φτιάξουν. Αλλαγή θέματος: Σου 'χω εξελίξεις.
-Τι;
-Κατάθεση.
-Κατέθεσε η αυτόπτης μάρτυς;
-Ακριβώς.
-Και;
-Ορίστε... Και γραπτή κατάθεση και ηχογραφημένη. Κατευθείαν από τον ανακριτή.
-Μακάρι να μας βοηθήσει.
-Θα δείξει. Μελέτησε την με προσοχή. Τα λέμε αργότερα.
-Έγινε, Πέτρο. Σ' ευχαριστώ!
Η Σοφία χάθηκε μέσα στις σελίδες. Εισέβαλε στο σώμα της γυναίκας και μεταφέρθηκε σ' εκείνο το βράδυ, σ' εκείνο τον τόπο, τον τόπο του εγκλήματος.
Μάτια και μυαλό κόλλησαν σ' ένα σημείο : «ήταν ένας μεγαλόσωμος άνδρας, μου φάνηκε αρκετά νέος. Δεν είδα το πρόσωπο αλλά μου δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση ίσως, από το νεανικό ντύσιμο. Φορούσε ένα κίτρινο t-shirt και ένα τζιν φαρδύ παντελόνι. Επίσης, τα μαλλιά του ήταν πυκνά. Καστανόξανθα. Παρά το λιγοστό φως, μπόρεσα να δω καλά το πίσω μέρος του σώματος του. Δεν θυμάμαι τι σκέφτηκα. Κάποιος συνειρμός με πήγε αλλού, όμως επέστρεψα γρήγορα στο παρόν. Ευτυχώς που το έκανα κι οπισθοχώρησα αθόρυβα γιατί την επόμενη μέρα κατάλαβα πως θα μπορούσα να μην είχα πια τα όμορφα μου μάτια . Κι έτσι, θα 'μουν άχρηστη και για σας και για μένα...αν φυσικά, δεν με είχε «καθαρίσει» ο νεαρός καστανόξανθος φονιάς. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως –από πίσω τουλάχιστον-φαινόταν πολύ γοητευτικός. Ίσως γι' αυτό τα κοριτσάκια να παγιδεύονται και να τον ακολουθούν. Δεν ξέρω. Τι άλλο να πω;»
Η Σοφία είχε σχηματίσει την εικόνα του δολοφόνου στο μυαλό της με τη βοήθεια της μάρτυρα. Ήταν πράγματι ελκυστικός έτσι όπως τον είχε πλάσει με τη φαντασία της. Το πρόσωπο του , αγγελικό πάνω από τη σατανική όψη.
Το κεφάλι της Σοφίας καιγόταν από την υπερένταση της ημέρας. Επιθυμούσε τόσο πολύ να τελειώσουν όλα. Να ηρεμήσει, να χαλαρώσει...
...Κι αυτό το κινητό... ήταν ανάγκη να χαλάσει;;; Μετά τη δουλειά, θα πήγαινε στο κατάστημα που της είχε προτείνει ο Πέτρος. Ήθελε να το τακτοποιήσει κι αυτό το ζήτημα. Την είχε πιάσει η τελειομανία της. Κι όταν την έπιανε, δεν την άφηνε και της έτρωγε ώρες από τον ύπνο.

***

«Εδώ είμαστε», σκέφτηκε η Σοφία αντικρίζοντας την φωτεινή επιγραφή του καταστήματος.
Στρίμωξε το σαραβαλάκι της σε μια γωνία , πήρε το κινητό και μπήκε...στον παράδεισο. Υπερβολή! Έτσι ακούγεται. Όμως όποιος έχει ζήσει την εμπειρία του κεραυνοβόλου έρωτα, γνωρίζει πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Ο πωλητής είχε κολλήσει το βλέμμα του πάνω της ενώ συζητούσε με μια πελάτισσα κι η Σοφία αισθάνθηκε να τα χάνει για μια στιγμή. Ευτυχώς επανήλθε γρήγορα αφού ήταν εκπαιδευμένη να αντιμετωπίζει ακραίες καταστάσεις. Και γι' αυτήν ο έρωτας ήταν ακραία κατάσταση!
Μια πωλήτρια την πλησίασε.
-Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
-Ε, γεια σας... Το κινητό μου έχει κολλήσει εδώ και δυο μέρες και δεν ανοίγει. Δεν ξέρω... ίσως φταίει η μπαταρία...
-Ναι, μισό λεπτό... Αλέξη, έρχεσαι λίγο.
Κι ο Αλέξης ήρθε!
Όση ώρα της μιλούσε, προσπαθούσε να συγκρατεί τον εαυτό της, να μην προδοθεί. Δεν άκουγε αυτά που της έλεγε. Μόνο κουνούσε το κεφάλι της προσποιούμενη πως βρισκόταν στη γη κι όχι στα σύννεφα.
-Συμφωνείτε; τη ρώτησε εκείνος.
-Ορίστε;
-Λέω: συμφωνείτε ν' αφήσετε το κινητό σας για να το φτιάξουμε και περνάτε αύριο μεθαύριο , όποτε είναι έτοιμο και το παίρνετε.
Της έδινε την ευκαιρία να τον ξαναδεί. Δεν υπήρχε περίπτωση να το αρνηθεί.
-Ναι, εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
-Ωραία. Η κοπέλα στο ταμείο θα κρατήσει τα στοιχεία σας και θα σας ειδοποιήσουμε.
-Ναι, έγινε. Ευχαριστώ!
Της χαμογέλασε. Αυτό ήταν!
Οι επόμενες κινήσεις της έγιναν μηχανικά. Όταν κάθισε στη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητό της, έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο κενό και τα χέρια να σφίγγουν το τιμόνι.
«Τι έπαθα;», αναρωτιόταν.
«Πόσον καιρό έχει να μου χαμογελάσει άνδρας και κόλλησα έτσι;
Είμαι απαράδεκτη! Και γελοία παράλληλα. Τους ξέρω αυτούς τους πωλητές. Είναι η βιτρίνα του μαγαζιού. Πηγαίνεις να φτιάξεις το κινητό και φεύγεις με καρδιά πληγωμένη από τα βέλη του έρωτα. Αχ, Θεέ μου, ντροπή μου, σαν κοριτσάκι κάνω. Δε με αναγνωρίζω. Τι κουτή που είσαι Σοφία! Άλλωστε δεν υπάρχει πιθανότητα αυτός ο κούκλος να κοιτάξει εμένα. Μ' αυτήν την υπόθεση έχω θαφτεί πολύ βαθιά. Αφανής έχω καταντήσει. Προσωπική ζωή μηδέν. Ύστερα , έχει άδικο η κυρα-Ευτέρπη που γκρινιάζει;».
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Γιατί ήταν μόνη; Δεν ήταν άσχημη. Αντιθέτως! Είχε λευκή καθαρή επιδερμίδα και μαύρα ίσια μαλλιά, πολύ μακριά. Σε λίγο καιρό θα έφταναν τη μέση της. Τα έπιανε ψηλά, αλογοουρά. Της πήγαιναν πολύ αφού μ' αυτόν τον τρόπο τονίζονταν ακόμα περισσότερο τα αμυγδαλωτά καστανοπράσινα μάτια της, το άλλο δυνατό της σημείο. Στο σώμα ήταν αρκετά αδύνατη και είχε λίγο παραπάνω από ένα και εξήντα πέντε ύψος. Ήταν 28 μα μικροέδειχνε!
Παρά την εμφάνιση της όμως, ποτέ δεν είχε τις κατακτήσεις που της αναλογούσαν. Από την εποχή του σχολείου και των πρώτων καρδιοχτυπημάτων μέχρι και σήμερα, πάντα κάποια άλλη την προσπερνούσε. Συνήθως κάποια που δεν άξιζε όσο εκείνη, αλλά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η Σοφία πάντα ήταν ντροπαλή, συνεσταλμένη, ευαίσθητη. Ουδεμία σχέση το προφίλ της με αυτό μιας αστυνομικού. Γι' αυτό το λόγο κι οι γονείς της είχαν φέρει αντιρρήσεις αρχικά για την απόφαση της ν' ακολουθήσει το επάγγελμα αυτό. Η Σοφία όμως δεν ήθελε ν' ακούσει. Έπρεπε ν' αποδείξει στον εαυτό της πρώτα κι ύστερα στους ανθρώπους που την γνώριζαν , πως ήταν δυνατή. Φορώντας τη μπλε στολή , πίστευε πως θα κατάφερνε να εξωτερικεύσει τη δύναμη αυτή. Είχε δίκιο! Όμως ο παλιός εαυτός δύσκολα εγκαταλείπει!
Έφτασε στο σπίτι με φορτίο τη μοναξιά της. Κάποιες φορές θύμωνε με τον εαυτό της για την κατάντια της. Άλλες φορές πάλι, προσπαθούσε να τον ξεγελάσει τραγουδώντας το κομμάτι του Πάριου « πιο καλή η μοναξιά».
Μπήκε στην κουζίνα κι έβαλε σ' ένα πιάτο τα μακαρόνια που είχαν περισσέψει από την προηγούμενη μέρα. Κάθισε στον καναπέ του σαλονιού της και με ανοικτή την τηλεόραση, παρίστανε πως έτρωγε και παρακολουθούσε κάποιο πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα ταξίδευε. Το μυαλό της είχε επαναστατήσει και με οδηγό τη φαντασία περνούσε από τους τοίχους του σπιτιού κι έφευγε μακριά.
Λίγα πράγματα ήταν ικανά να τη φέρουν πίσω κι ένα από αυτά ήταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
-Σοφία, παιδί μου, είσαι καλά;
-Ναι, μαμά.
-Έπαιρνα στο κινητό μα μου έβγαζε μήνυμα ότι το έχεις κλειστό.
-Α, ναι. Ξέχασα να σου πω. Χάλασε και το πήγα να μου το φτιάξουν.
-Άντε και 'γω ανησύχησα...
-Τι συνέβη; Εσύ δεν παίρνεις στο κινητό χωρίς λόγο.
-Μάντεψε ποιος ήρθε στο χωριό.
-Ποιος;
-Ο ξάδερφος σου ο Σώτος!
-Ποιος Σώτος; Της θείας Μαρίκας ο γιος;
-Εμ ποιος ; Ξέρεις κι άλλον;
-Ε, καλά ...πώς; Από τη Γερμανία; Αυτός έχει να πατήσει στο χωριό από τα δώδεκα του.
-Ναι, Σοφάκι! Ολόκληρος άνδρας έγινε, να τον δεις! Άκου κι αυτό... παντρεύεται!
-Αλήθεια; Μικρός δεν είναι;
-Ε, πόσο; Σ' είχα όταν η Μαρίκα ήταν έγκυος. Είκοσι πέντε με είκοσι έξι δε θα 'ναι; Έφερε το κορίτσι του να γνωρίσει τον τόπο του.
-Γερμανίδα;
-Άντε καλέ! Πού να κάνει αυτός με τις φιλελεύθερες; Ίδιος ο Λάκης, ο πατέρας του είναι. Ανατολίτης! Οι γονείς της νύφης είναι από το Αγρίνιο αλλά αυτή στη Γερμανία μεγάλωσε. Να τη δεις, ένα κοριτσάκι, ψεύτικο είναι. Πως γινήκανε έτσι οι γυναίκες; Πού να χωρέσουν τα παιδιά σε τόσο δα σωματάκια; Εσύ τρως ή έρεψες με τους εγκληματίες που κυνηγάς;
-Τρώω, μαμά, τρώω. Στο κινητό γιατί με πήρες; Βιαζόσουν να μου πεις για το Σώτο;
-Ήρθε εδώ το παιδί κι ήθελε να σου μιλήσει. Σε πήρα και στο σπίτι αλλά δεν απάντησες, γι' αυτό πήρα και στο κινητό. Να 'ρθεις στο χωριό το Σαββατοκύριακο, λέει. Να ειδωθείτε που 'χετε τόσα χρόνια. Αυτό ήθελε να σου πει το παιδί. Και δίκιο έχει; Επιτρέπεται πρώτα ξαδέρφια σχεδόν να μη γνωρίζεστε; Θα τον δεις καλέ στο δρόμο και δε θα τον καταλάβεις. Τέτοιος αντρούκλας έγινε! Ίδιο ο Λάκης!
Ο Σώτος , ο μικρότερος ξάδερφος της, παντρευόταν... Μάλιστα! Είδηση που σου καρφώνει στο νου τη συνηθισμένη πικρή σκέψη : Όλοι έχουν δημιουργήσει νέες οικογένειες κι εγώ...
Θα πήγαινε στο χωριό- ήθελε πολύ να δει τον ξάδερφο της. Αυτό που δεν ήθελε καθόλου ήταν να «συναντήσει» τη γκρίνια της μητέρας της , αλλά πώς να την απέφευγε; Και θα' χε και δίκιο! Η θεία Μαρίκα θα έβλεπε γρηγορότερα εγγονάκια απ' ό,τι η κυρία Ευτέρπη... Επιτρέπεται;
« Αμάν αυτές οι προκαταλήψεις!».

***

-Πού είναι η Σοφία;
Εκείνη βγήκε αμέσως από την τουαλέτα σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια χρωματιστή πετσέτα.
-Κύριε διοικητά, εδώ είμαι. Τι συμβαίνει;
-Έχουμε μια νέα μάρτυρα για την υπόθεση, είπε εκείνος κρατώντας τον τόνο της φωνής του σταθερό, όμως η Σοφία αντιλήφθηκε την μικρή του αναστάτωση.
Όπως όλοι, έτσι κι εκείνος ήθελε να τελειώνει αυτή η τόσο παρανοϊκή υπόθεση.
Κάθε νέο στοιχείο ήταν πολύτιμο. Και να τώρα που κάποιος είχε δεχτεί να μιλήσει πράγμα που ίσως τους βοηθούσε αρκετά.
Η Σοφία ταράχτηκε ακούγοντας τα λόγια του.
-Ποια; Πώς;
-Ηρέμησε. Θα σου εξηγήσω. Μια συμφοιτήτρια του θύματος τηλεφώνησε στο τμήμα. Θέλει λέει, να μας μιλήσει.
-Ποια είναι; Αφού τους είχαμε ανακρίνει όλους. Ισχυρίζονταν πως δεν ήξεραν τίποτα.
-Μαρίνα Σταυροπούλου λέγεται.
-Ναι, κάτι μου λέει τ' όνομα.
-Υποστηρίζει πως κάτι θυμήθηκε. Σοφία, θα ήθελα να τη συναντήσεις εσύ. Σαν γυναίκα, δε θα την κομπλάρεις.
Το βλέμμα του φανέρωνε την εμπιστοσύνη που της είχε. Πώς θα μπορούσε να του αρνηθεί οτιδήποτε;
-Μα και βέβαια, αρχηγέ. Κανονίστηκε ραντεβού;
-Άφησε το τηλέφωνό της. Πάρ' την και συνεννοηθείτε. Διακριτικά.
-Κατάλαβα. Θα γίνει άμεσα.
-Να ' σαι καλά, Σοφία, της χαμογέλασε κι εκείνη ανταπέδωσε.
Δεν τον άφησε ν' απομακρυνθεί από κοντά της. Θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία για να του ζητήσει άδεια για το Σαββατοκύριακο.
-Αρχηγέ...
-Ναι;
-Σκεφτόμουν να πάω στο χωριό μου το Σαββατοκύριακο γιατί έχω καιρό...
Δεν την άφησε να ολοκληρώσει την πρόταση της.
-Να πας, Σοφία. Χρειάζεσαι ξεκούραση, είπε με μια «αδιάφορη» κατανόηση.
-Ευχαριστώ!, ψιθύρισε η Σοφία αφού εκείνος είχε βγει ήδη από το γραφείο.

***

Η φοιτήτρια ζήτησε από τη Σοφία να συναντηθούν στο σπίτι της στο Πανόραμα.
Η θέα από 'κει πάνω ήταν μαγευτική. Η Σοφία στάθηκε λίγο πριν ανοίξει την αυλόπορτα και άφησε το βλέμμα της να ξεκουραστεί περιπλανώμενο στην πόλη που απλωνόταν στα πόδια της. Αισθανόταν την ψυχή της ν' αγαλλιάζει με την τόση ομορφιά!
Ένας άνδρας την πλησίασε.
-Συγγνώμη...
Η Σοφία στράφηκε προς το μέρος του.
-Γεια σας! Έχω έρθει για να...
Ο άνδρας χαμογέλασε και μικρές ρυτίδες γέμισαν το πρόσωπό του.
-Γνωρίζω! Η κόρη μου σας περιμένει.
Παραμέρισε για να περάσει η Σοφία.
-Ευχαριστώ!
Ο άνδρας συνέχισε να χαμογελά και με μια κίνηση του κεφαλιού, χαιρέτισε και βγήκε από την αυλή. Η Σοφία δε γύρισε να κοιτάξει. Άκουσε μόνο τον χαρακτηριστικό ήχο απασφάλισης του αυτοκινήτου. Μάντευε πως θα ήταν κάποιο από τα δυο ακριβά αυτοκίνητα που είχε πάρει το μάτι της καθώς έμπαινε στην αυλή.
Μπροστά της υψωνόταν ένα διώροφο κτίριο. Γύρω του υπήρχαν μεγάλα δένδρα να το αγκαλιάζουν.
« Φτωχαδάκια οι Σταυροπουλαίοι», σκέφτηκε η Σοφία και σιγογέλασε.
Η κεντρική πόρτα του σπιτιού άνοιξε πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι.
Ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι στεκόταν στο κατώφλι έτοιμη να την υποδεχτεί.
Η Σοφία την αναγνώρισε. Ήταν η Μαρίνα.
-Σας είδα από το παράθυρο. Περάστε.
Η Σοφία υπάκουσε.
-Η μητέρα μου βρίσκεται στο πίσω μέρος του κήπου. Δε θα μας ενοχλήσει.
-Α, έχετε κήπο και από την άλλη μεριά; ρώτησε σαρκαστικά η Σοφία.
-Ναι... Το σπίτι δεν είναι πολύ μεγάλο αλλά ... από τον κήπο δεν έχουμε παράπονο.
Κοίταξε το κορίτσι, ύστερα, γύρω της και τέλος, πάλι το κορίτσι.
« Δηλαδή το διαμέρισμά μου είναι ποντικότρυπα;» , αναρωτήθηκε σιωπηλά.
Η Μαρίνα της πρότεινε να καθίσουν στο μικρό σαλόνι (μικρό γιατί είχαν και δεύτερο, μεγαλύτερο).
-Θα πιείτε κάτι;
-Όχι, όχι, ευχαριστώ.
-Ξέρω ότι σας προβλημάτισε που ζήτησα να σας δω ενώ είχα δηλώσει λίγες μέρες πριν πως δε γνωρίζω τίποτα. Ομολογώ όμως, πως ήμουν τρομοκρατημένη και πράγματι, στο μυαλό μου υπήρχε μόνο κενό. Τώρα έχω ηρεμήσει και νομίζω πως μπορώ να σας πω όσα ξέρω χωρίς βέβαια να είμαι σίγουρη πως θα βοηθήσουν στην έρευνα σας. Τουλάχιστον η συνείδησή μου θα 'ναι ήσυχη αφού κάνω το καθήκον μου. Για μένα αυτό είναι πια σημαντικό αφού έχασα τη φίλη μου.
-Είχες πει πως είσαστε δεμένες με την... με την Άννα;
Η Σοφία είχε διστάσει να προφέρει τ' όνομα του θύματος. Δεν ήξερε ποια θα ήταν η αντίδραση του κοριτσιού. Εκείνη πριν λίγο είχε αποφύγει να το αναφέρει κι η Σοφία αδυνατούσε να ψυχολογήσει την κατάσταση. Αν δηλαδή δεν το χρησιμοποίησε σκόπιμα ή απλώς ήθελε να τονίσει τη σχέση που είχε με το θύμα.
Η Μαρίνα όμως, δεν φανέρωσε κανένα σημάδι ταραχής. Αυτό δεν ξάφνιασε τη Σοφία. Είχε αντιμετωπίσει κι άλλους ανθρώπους σε παρόμοιες περιπτώσεις – δηλαδή περιπτώσεις θανάτου φίλων ή συγγενών- και είχε παρατηρήσει το φαινόμενο αυτό. Ο οργανισμός μετά από μεγάλη σύγχυση και στενοχώρια, μεταβαίνει σ' ένα επίπεδο αδράνειας.
Το κορίτσι δε βιάστηκε ν' απαντήσει. Οι λέξεις έβγαιναν αργά και σταθερά από τα χείλη της.
-Υπήρξαμε πολύ δεμένες. Όμως τους τελευταίους δυο μήνες είχε απομακρυνθεί από όλη την παρέα. Η αλήθεια είναι πως είχαμε παρεξηγηθεί κάποια στιγμή. Είχαμε πάει για καφέ με άλλα δυο κορίτσια, τη Σίσσυ και τη Στέλλα και συζητούσαμε για τη σχέση πατέρα και κόρης. Όπως γνωρίζετε, η Άννα ήταν παιδί χωρισμένων γονιών και με τον πατέρα της δεν είχε καθόλου καλή σχέση. Εκείνος έχει ξαναπαντρευτεί, έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια και την Άννα την είχε παραμελήσει. Δεν του το συγχώρεσε ποτέ.
Η Σοφία αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Η αφήγηση της Μαρίνας δημιούργησε εικόνες στο μυαλό της κι ήταν σα να παρακολουθούσε ζωντανά σκηνές από τη ζωή της Άννας. Το χειρότερο όμως, ήταν πως την ένιωθε. Ένιωθε την απόγνωση της, τη θλίψη, την απόρριψη.
Αν συνέχιζε να σκέφτεται έτσι, ήταν σίγουρο πως δε θα μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της και θα κατέληγε σε κλάματα. Πάνω απ' όλα ήταν μια ευαίσθητη συμπονετική ψυχή!
-Συγνώμη, Μαρίνα, που σε διακόπτω... μήπως μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; είπε θέλοντας να κερδίσει λίγο χρόνο ώστε να επανέλθει.
Το κορίτσι την κάρφωσε με τα μάτια της, πράγμα που έκανε τη Σοφία να αισθανθεί άβολα. Σα να 'χε κάνει κάτι κακό. Σα να' χε πει κάτι που δεν έπρεπε.
- Βιολέτα, φέρε ένα ποτήρι νερό, φώναξε.
Η Σοφία κατάλαβε. Υπήρχε... υπηρετικό προσωπικό στο σπίτι. Είχε κάνει γκάφα. Την είχε προσβάλλει. Μα εκείνη έφταιγε; Αφού η Μαρίνα της είχε πει πως στο σπίτι ήταν μόνο αυτή κι η μητέρα της που βρισκόταν στον πίσω κήπο. Φαίνεται πως η Βιολέτα δε λογαριαζόταν ως άτομο!
Μια γυναίκα γύρω στα τριάντα ξεπρόβαλε από την κουζίνα κρατώντας ένα χρυσοπράσινο ποτήρι. Η Σοφία δεν πρόλαβε να σχηματίσει την εικόνα στο νου της. Άφησε το ποτήρι μπροστά της και ξαναχάθηκε στην κουζίνα δίχως να πει λέξη.
Ούτε καν ένα « ορίστε» από ευγένεια.
«Μουντό σπίτι», σκέφτηκε η Σοφία.
Αφού οι άνθρωποι «δίνουν χρώμα» στα ντουβάρια.
Χαμογέλασε στη Μαρίνα και ήπιε μια γουλιά από το αριστοκρατικό νερό.
-Όπως σας έλεγα, το θέμα της συζήτησης που είχαμε εκείνη τη μέρα δεν άρεσε στην Άννα. Δεν πολυμιλούσε. Ή μάλλον, δε μιλούσε καθόλου. Τη θυμάμαι μόνο να κάνει διάφορες γκριμάτσες εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια της. Η Στέλλα είναι κι αυτή παιδί χωρισμένων γονιών. Έχει τρελή αδυναμία στον πατέρα της όπως και 'κεινος σ' αυτήν. Υποστήριζε λοιπόν, πως δεν πρέπει να κρατάμε κακία στους γονείς γιατί πολύ απλά είναι γονείς μας. Κατηγορούσε έμμεσα την Άννα πως η στάση απέναντι στον πατέρα της ήταν λαθεμένη. Ισχυριζόταν πως έφταιγε γιατί δεν τον πλησίασε ποτέ με αγνό σκοπό. Δεν του εξέφρασε ποτέ την αγάπη της. Τον έβλεπε μόνο σαν χρηματομηχανή γιατί ήταν έρμαιο των λόγων της μητέρας της. Εκεί έκανα το λάθος. Υποστήριξα τη Στέλλα...
Η Σοφία χαμήλωσε το βλέμμα. Της ήρθε λίγο απότομη η αυτοκριτική της Μαρίνας. Αυτό το κορίτσι της προκαλούσε συγκεχυμένα αισθήματα αντιπάθειας- συμπάθειας.
-Όταν μείναμε οι δυο μας, η Άννα έβγαλε από μέσα της όσα μάζευε τόση ώρα. Μου είπε πως δεν πίστευε πως μπορούσα να φερθώ τόσο υποκριτικά , πως αισθανόταν προδομένη, πως ενώ ήξερα όσα της είχε κάνει ο πατέρας της, τάχθηκα με το μέρος της Στέλλας. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως εγώ απλά εξέφρασα τη γνώμη μου.
Πως δεν έπρεπε να το πάρει προσωπικά. Ό,τι και να 'λεγα όμως, η Άννα είχε θυμώσει πολύ. Μου πέταξε στα μούτρα ένα υποτιμητικό « σιγά τη φίλη!» κι έφυγε.
Η Σοφία κούνησε γεμάτη κατανόηση το κεφάλι. Κοίταξε τη Μαρίνα προσεκτικά. Δεν ήταν όμορφη. Ήταν κοντή και πολύ αδύνατη. Είχε βαμμένα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά που μόλις άγγιζαν τους ώμους της. Είχε λεπτά, σφιγμένα χείλη και γύρω από τη σουβλερή της μύτη , λίγες φακίδες. Αλλά τα μάτια της... αυτά ήταν που σε καθήλωναν! Είχαν ένα χρώμα περίεργο... Μπορούσες να πεις πως ήταν ...γκριζοπράσινα. Μα και πάλι, δεν ήταν το χρώμα που σ' έκανε να την προσέξεις... ήταν η δύναμη που έκρυβαν! Η Σοφία το ήξερε από την πρώτη στιγμή της συνάντησης πως η Μαρίνα ήταν πιο δυνατή από την ίδια.
-Από τότε η Άννα απομακρύνθηκε. Χαιρετιόμασταν. Κάποιες φορές καθόμασταν μαζί στο αμφιθέατρο λόγω της κοινής παρέας αλλά ποτέ ξανά δε γύρισε να μου πει μια ουσιώδη κουβέντα. Τα τυπικά και μόνο! Άλλαξε εντελώς απέναντι μου κι ίσως είχε δίκιο. Παραδέχομαι βέβαια πως και 'γω πείσμωσα και δεν προσπάθησα να την προσεγγίσω. Πίστευα πως θα της περάσει. Κατά βάθος ήθελα να γίνουμε όπως πριν γιατί μου έλειπε...
Κόμπιασε. Το «μου λείπεις» ήταν γι' αυτήν περισσότερο φορτισμένο από το «Άννα». Βρήκε γρήγορα τη σταθερότητα της και συνέχισε:
-Μια Τρίτη που είχαμε «βραδινό» μάθημα.
-Βραδινό;
-7-10.
-Α!
-Η παρέα είχε κανονίσει να πάμε για ποτό μετά το μάθημα. Η Άννα αρνήθηκε να ακολουθήσει. Δικαιολογήθηκε πως πονούσε το κεφάλι της και θα πήγαινε σπίτι. Όταν χτύπησε το κουδούνι, ετοιμάστηκε γρηγορότερα απ' όλους και αφού μας καληνύχτισε βιαστικά , έφυγε σχεδόν τρέχοντας από την τάξη. Εγώ φυσικά την ήξερα καλύτερα απ' όλους κι ήμουν περίεργη να μάθω γιατί τόση βιασύνη... Είπα στα παιδιά πως ήταν επείγον να πάω στην τουαλέτα και τους ζήτησα να με περιμένουν στο προαύλιο. Όπως καταλαβαίνετε, την ακολούθησα. Την είδα να βγαίνει από το κτίριο, όχι όμως από τη μεριά που οδηγεί στη στάση των λεωφορείων. Από την άλλη μεριά...
-Από εκείνη τη μεριά που βρίσκεται η γραμματεία και η νομική.
-Και η θεολογική. Ακριβώς! Λίγο πιο πέρα υπάρχει ένα μικρό πάρκινγκ . Εκεί κάποιος την περίμενε μέσα σ' ένα μαύρο αυτοκίνητο. Πρώτη φορά το έβλεπα! Δεν ήξερα κανέναν δικό της που να 'χει τέτοιο αυτοκίνητο.
-Προφανώς δε θυμάσαι τη μάρκα.
-Όχι, θυμάμαι. Δηλαδή ... το αναγνώρισα γιατί ένα ίδιο έχει ο ξάδερφος μου για να μετακινείται στην πόλη. Ένα μαύρο Γκολφ ήταν. Μοντέλο του 2005.
-Δε μπορεί να ήταν ο ξάδερφος σου που την περίμενε, έτσι;
Η Μαρίνα πήρε το ειρωνικό της ύφος.
-Ε, δε νομίζω πως ήρθε από την Αθήνα για να κάνει βόλτα την Άννα!
Η Σοφία προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά στην πραγματικότητα, αισθάνθηκε γελοία. Το προσπέρασε και συνέχισε με μια άλλη ερώτηση- την πιο σημαντική!
-Είδες αυτόν που την περίμενε;
-Όχι..., αναφώνησε απογοητευμένη η Μαρίνα. Πού να φανταστώ τι θα συμβεί;
Φοβόμουν να μη με δουν κι έφυγα γρήγορα. Με καταλαβαίνετε;
-Ναι...
-Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω περισσότερα.
-Ήδη έχεις βοηθήσει αρκετά, Μαρίνα. Θυμάσαι το αυτοκίνητο. Πολύ σημαντικό!
-Μμμ..., τώρα μετανιώνω που υπήρξα τόσο εγωίστρια. Ενώ ήξερα , δεν τόλμησα να τη ρωτήσω τίποτα γι' αυτόν. Είχα πεισμώσει τόσο πολύ. Αλλά και πάλι, αν το έκανα, δε νομίζω πως θα μου έκανε τη χάρη να μου μιλήσει για τα προσωπικά της.
-Αυτό το περιστατικό με το κρυφό ραντεβού, πότε συνέβη;
Η Μαρίνα στήριξε το γκριζοπράσινο βλέμμα της πάνω σ' αυτό της Σοφίας.
-Περίπου μια βδομάδα πριν το φόνο.
Η Σοφία αναρίγησε με τον τόνο της φωνής της.
-Μάλιστα... Θέλεις κάτι άλλο να μου αναφέρεις;
-Όχι, είπα όλα όσα γνωρίζω.
-Αν θυμηθείς κάτι άλλο...
-Θα σας τηλεφωνήσω.
-Χάρηκα για τη γνωριμία , Μαρίνα.
Το κορίτσι δεν μίλησε. Αλλά και τι να έλεγε; « Και 'γω χάρηκα»;;;
Η Σοφία χαμογέλασε θέλοντας να καλύψει το κενό. Ήταν η τρίτη φορά που το κορίτσι την έκανε να νιώσει γελοία.
Την συνόδεψε ως την πόρτα. Δεν είπαν τίποτα παραπάνω από ένα ξερό «γεια» ενώ η Μαρίνα κάτι σιγοψιθύρισε.
Η Σοφία βγήκε από την αυλή χωρίς να δώσει σημασία και να κοιτάξει γύρω της. Μπήκε στο αυτοκίνητο της αγνοώντας τη θέα που πριν είχε σταθεί να θαυμάσει.
Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού της το μαγνητοφωνάκι της. Είχε ξεχάσει να πατήσει το ΣΤΟΠ...

Διαβάστε το Απόσπασμα 02

 

Ύποπτοι και Φίλοι - Περίληψη

Θεσσαλονίκη, 2007

 

Η δολοφονία μιας εικοσάχρονης φοιτήτριας της φιλοσοφικής αναστατώνει την «αποστειρωμένη» ζωή της νεαρής αστυνόμου Σοφίας η οποία καλείται ν’ ανακαλύψει το δράστη. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας της, χάνεται στα μονοπάτια ενός παθιασμένου έρωτα και θυμάται πώς πρέπει να ζει.

Κι ενώ όλοι περιμένουν αυτός ο έρωτας να την αποσυντονίσει, αντιθέτως… εκείνη βρίσκει τη λύση του μυστηρίου μέσα απ’ αυτόν!    

Διαβάστε το πρώτο απόσπασμα της ιστορίας εδώ

 

 

Η καρδιά θυμάται

h kardia

 

Τον ξέβρασε αναίσθητο η θάλασσα σε μια παραλία του Ναυπλίου μετά από ένα τοπικό μπουρίνι. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι πάσχει από αμνησία. Μόλις ανάρρωσε από τα τραύματά του, βρήκε δουλειά και σπίτι, και συνδέθηκε ερωτικά με μια δασκάλα. Αλλά δεν είχε ανακτήσει τη μνήμη του, δε θυμόταν ούτε το όνομά του.

Μια μέρα χτύπησε την πόρτα του μια άγνωστη. Δεν μπόρεσε να δει πώς ήταν – την ηλικία της, το ύψος της, το ντύσιμό της· γιατί μόλις αντίκρισε τα μάτια της αισθάνθηκε χαμένος. Ήταν σκούρα μπλε σαν το ανοιχτό πέλαγος και, καθώς τα κοίταζε καθηλωμένος, μια αβάσταχτη νοσταλγία πλημμύρισε την ψυχή του...

«Αντρέα, δε με θυμάσαι;» του είπε η άγνωστη με τα μπλε μάτια. «Είμαι η γυναίκα σου».

Λίγο αργότερα έμαθε ότι ο γάμος τους είχε ναυαγήσει και ζούσαν σαν δυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Το μυαλό του δε θυμόταν τίποτα από την παλιά ζωή του.

Αλλά η καρδιά θυμάται...

Ο γιατρός στο σπίτι σας

o giatrow

 

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ είναι ένας πρακτικός οδηγός για περισσότερες από 150 συνήθεις διαταραχές. Θα βρείτε εύκολες θεραπείες για πλήθος ασθενειών και προβλημάτων που αφορούν τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Επίσης περιλαμβάνει βασικές τεχνικές πρώτων βοηθειών για μικροπροβλήµατα και σοβαρούς τραυµατισµούς. Περιέχει ευρετήριο συµπτωµάτων, φαρµάκων και φυσικών σκευασµάτων, καθώς και αλφαβητικό ευρετήριο.

Το ημερολόγιο της εγκυμοσύνης μου

egkymosynh

 

Ελάχιστα είναι τα πράγματα που μπορούν να συγκριθούν με την ευτυχία που φέρνει ο ερχομός ενός παιδιού. Χωρίς αμφιβολία είναι ένα γεγονός που αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Αλλά και η περίοδος της εγκυμοσύνης είναι μαγική! Το ημερολόγιο αυτό θα σας βοηθήσει να καταγράψετε κάθε πολύτιμη στιγμή της εγκυμοσύνης σας και να κρατήσετε ζωντανές τις αναμνήσεις για εσάς, το σύντροφό σας και το παιδί σας, από το πρώτο υπερηχογράφημα μέχρι την ημέρα που θα το κρατήσετε για πρώτη φορά στην αγκαλιά σας. Ένα όμορφο ενθύμιο για σας και το παιδί σας! Το τέλειο δώρο για κάθε μέλλουσα μητέρα! Το ημερολόγιο της εγκυμοσύνης μου περιλαμβάνει: εβδομαδιαίο ημερολόγιο για να καταγράψετε κάθε σημαντική ημερομηνία της κύησης, συμβουλές για την προετοιμασία της εγκυμοσύνης, για την προγεννητική φροντίδα, την προετοιμασία για τον ερχομό του μωρού, τον τοκετό και τη γέννηση, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, θήκες για φωτογραφίες και κάρτες, και καταλόγους για το τι θα χρειαστείτε

Το ημερολόγιο του γάμου μας

gamow

 

Ο γάμος αποτελεί για κάθε ζευγάρι μια γιορτή χαράς, αλλά και μια πηγή άγχους και κούρασης. Το Ημερολόγιο του γάμου μας θα σας βοηθήσει να οργανώσετε καλύτερα το χρόνο και τις υποχρεώσεις σας, και θα σας προσφέρει ξεχωριστές ιδέες και συμβουλές ώστε να πραγματοποιήσετε το γάμο των ονείρων σας.

Ένα όμορφο ενθύμιο για σας! Το ιδανικό δώρο για κάθε μελλόνυμφο ζευγάρι!

Το σπίτι των σκιών

to spiti

 

Αθήνα, Πρωτοχρονιά του 1938. Μέσα στη μεγάλη σάλα χορού, ένας κεραυνοβόλος έρωτας ανάβει φωτιά στις καρδιές της δεκαοκτάχρονης Ειρήνης και του Κωνσταντίνου, μοναδικού γόνου της πάμπλουτης οικογένειας Μποτέλη. Ενάντια σε όλα τα εμπόδια που δεν τους θέλουν μαζί, οι δύο νέοι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Ωστόσο, την ημέρα του γάμου τους ένα φρικτό γεγονός ανατρέπει τα πάντα και η Ειρήνη, καταρρέοντας ψυχολογικά, λίγους μήνες προτού ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, φυγαδεύεται στον Καναδά, αφήνοντας πίσω της τον έρωτα και τα όνειρά της να γίνουν στάχτη και φωτιά, όπως και η πατρίδα της. Σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα, η Ελεονόρα Ντάγκλας, μια πλούσια Αμερικανίδα με ελληνικές ρίζες, έρχεται για διακοπές στην Ελλάδα προσπαθώντας να ξεπεράσει ένα προσωπικό δράμα. Μια καινούργια γνωριμία θα την πείσει να μείνει στην Αθήνα. Ανακαλύπτει τυχαία μια παλαιά κι εγκαταλειμμένη έπαυλη που τη μαγνητίζει τόσο, ώστε αποφασίζει να την αγοράσει. Καθώς την ανακαινίζει, αποκαλύπτεται κάτω από μια ταπετσαρία η τοιχογραφία ενός νεαρού ζευγαριού∙ η κοπέλα τής μοιάζει πολύ και η Ελεονόρα το θεωρεί καλό οιωνό. Όμως λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα, που, ενώ την τρομάζουν, παράλληλα την προκαλούν να ερευνήσει την ταυτότητα του ζευγαριού, νιώθοντας πως εκεί κρύβεται η απάντηση και ο λόγος που εκείνος τα βράδια περιφέρεται στα δωμάτια διεκδικώντας την...

Με λένε Ντάτα

Ntanta

 

 

Με λένε Ντάτα... Χρόνια τώρα. Κοντεύω κι εγώ να ξεχάσω πως κάποτε με βάφτισαν Αλεξάνδρα∙ Αλεξάνδρα Σαλβάνου του Ροβέρτου και της Χαριτίνης.

Είμαι ένοχη για όλα τα αμαρτήματα που μπορεί να φανταστεί η Εκκλησία ή η Αστυνομία, κι όμως δεν αισθάνομαι ένοχη για τίποτα. Όλα ήρθαν φυσιολογικά στο δρόμο μου ή σ' εμένα φάνηκε έτσι. Δεν πέρασε καν από την σκέψη μου ότι μέσα μου γεννιόταν πρώτα το κακό, μετά το χειρότερο, και ποτέ το καλό.

Γεννήθηκα πολύ όμορφη και αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο, μια αόρατη παγίδα για τα υποψήφια θύματά μου. Κανένας δεν περιμένει η όψη ενός αγγέλου να κρύβει με τέτοια μαεστρία τη μαύρη ψυχή ενός σατανά που είναι ταγμένος να σκορπά το θάνατο και τον όλεθρο. Ίσως μάλιστα ο θάνατος, που τόσο εύκολα αποφάσιζα για κάποιους, να ήταν λύτρωση, κάθαρση, εξαγνισμός.

Εχθρούς... Μόνο τέτοιους έκανα στη ζωή μου. Φίλους δεν απέκτησα ποτέ, αλλά δεν αισθάνθηκα και ποτέ την έλλειψή τους. Η φιλία ήταν για μένα αδυναμία, ένα όπλο στα χέρια του αντιπάλου, και δεν ήμουν από αυτές που έδιναν τέτοια περιθώρια, κι ούτε ήθελα περιττά βάρη.

Με λένε Ντάτα. Ζω σε έναν άλλο κόσμο, που μόνη μου έφτιαξα, με δικούς μου νόμους. Με λένε Ντάτα και δε μετανιώνω...

Άρωμα βανίλιας

 

 

1001912

 

 

Έσκιζε το πλεούμενό μας τα ήρεμα νερά κι αφήναμε νύχτα το λιμάνι, σαν κλέφτες της αγάπης, σαν εραστές του ονείρου. Λαμπερά αστεράκια πάνω στη γη, τα φώτα του νησιού πίσω μας κι εμείς μυρίζαμε το θαλασσινό αεράκι που γινόταν ένα με τα κύτταρά μας κι εμείς γευόμαστε το φιλί μας, που θύμιζε αλμύρα κι ατόφιο χρυσάφι. Ναι. Έτσι. Έτσι. Είναι πανέμορφη η ζωή. Ουράνια ρόδα του λούνα παρκ, θαλασσινό καραβάκι του έρωτα...
Η Άρτεμη, το παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο, «χάνεται» ανάμεσα στους Μικρούς Αγγέλους, παρέα με μια Ελλάδα που αναζητάει την ταυτότητά της. Κι ύστερα... ένας βράχος του Σαρωνικού, η Ύδρα, ένας μελαχρινός Μικρός Πρίγκιπας. Άρωμα λεμονανθού σε ένα νησί πνιγμένο στα πεύκα. Γκαράμ Μασάλα και σαφράν, ένα αγόρι από τις μακρινές Ινδίες. Η μυρωδιά της μαγευτικής υγρασίας, η λίμνη των Ιωαννίνων. Ο κλέφτης της αγάπης, η αλμύρα του Αιγαίου. Όλα όσα χρειάζεται για να ταξιδέψει στην Πάτμο, το νησί της Αποκάλυψης...
Ένα μυθιστόρημα που ανακατεύει μυρωδιές και γεύσεις, χαϊδεύει υλικά, ξυπνάει μνήμες και προσφέρει ό,τι πολυτιμότερο... την αγάπη.

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS
Please update your Flash Player to view content.

Σύνδεση or Δημιουργία λογαριασμού